Ο Νίκος Μουζέλης, σε πρόσφατο δημοσίευμά του στο «Βήμα» («Νέες Εποχές», 20.7.1997), μου έκανε την εξαιρετική τιμή να σχολιάσει τις απόψεις που, μεταξύ άλλων, είχα και εγώ εκφράσει σε παλαιότερη επιφυλλίδα μου για το ζήτημα της καθολικότητας ορισμένων βασικών ηθικών αξιών («Νέες Εποχές», 16.3.1997). Επειδή φοβούμαι ότι οι θέσεις που εξέφρασα τότε δεν έγιναν, λόγω υπερβολικής συνοπτικότητας ή από δική μου αδεξιότητα, πλήρως κατανοητές, ας μου επιτραπεί σήμερα να απαντήσω στις κριτικές παρατηρήσεις του, που άλλωστε με τη διαύγεια που τις διακρίνει προσφέρονται θαυμάσια ως βάση για τη συνέχιση του διαλόγου.


Βασική θέση του Ν. Μουζέλη είναι ότι η συζήτηση γύρω από το αν υπάρχουν ή όχι καθολικές ηθικές αξίες κυριαρχείται από τη διαμάχη ανάμεσα σε δύο απόψεις: από τη μια πλευρά τον (συνήθως σήμερα μεταμοντέρνο) σχετικισμό, που αρνείται κατηγορηματικά την ύπαρξη καθολικών αξιών, και από την άλλη πλευρά τον Πλατωνικό ιδεαλισμό, που ισχυρίζεται ότι τέτοιες αξίες όχι απλώς υπάρχουν αλλά και αποτελούν μια αντικειμενική πραγματικότητα που συνιστά έναν κόσμο ιδεών οντολογικά ανεξάρτητον από τον υλικό κόσμο που υποπίπτει στις αισθήσεις μας. Ο ίδιος αρνείται και τα δύο αυτά άκρα και προτείνει μια μέση οδό, την οποία χαρακτηρίζει «ιστορική/συγκριτική και συγχρόνως εξελικτική». Η θέση του είναι ότι δεν υπάρχουν καθολικές ηθικές αξίες (με εξαίρεση ίσως την αλληλεγγύη της μητέρας προς το παιδί της), γιατί δεν υπάρχουν ανθρωπολογικές ή ιστορικοκοινωνικές σταθερές, από τις οποίες θα μπορούσαν να είχαν εκπορευθεί. Από την άλλη πλευρά όμως υποστηρίζει ότι, ειδικά τη σημερινή εποχή, δεν είναι παράλογο να επικαλούμαστε αξίες που διεκδικούν παγκόσμια ισχύ (π.χ. ελευθερία και ισότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία κλπ.). Αυτό οφείλεται όμως όχι σε φιλοσοφικούς – οντολογικούς αλλά σε ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους: τα προβλήματα και η κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου έχουν προσλάβει πλέον παγκόσμιες διαστάσεις, με συνέπεια να διαμορφωθεί ένα παγκόσμιο πολιτισμικό πλέγμα επικοινωνίας και μαζί του ένας, μικρός πάντως, αριθμός αξιών που εμφανίζονται να διαθέτουν καθολική εμβέλεια.


Η προσπάθειά μου, στις γραμμές που ακολουθούν, θα είναι να δείξω με όσο γίνεται μεγαλύτερη σαφήνεια πού διαφωνώ με τον Ν. Μουζέλη και τι εννοώ όταν επιμένω στην καθολικότητα (όχι όλων αλλά) ορισμένων βασικών ηθικών αξιών, χωρίς όμως και να δέχομαι την κατάταξή μου στους Πλατωνικού τύπου ιδεαλιστές.


Προτού αρχίσω να θίγω τα θέματα που θεωρώ βασικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν συμφωνώ με τον Ν. Μουζέλη ότι δεν υπάρχουν αξίες κοινές σε όλες σχεδόν τις γνωστές σ’ εμάς κοινωνίες. Πάντως είναι πολύ περισσότερες από όσες δέχεται ο ίδιος: δεν είναι μόνο η αλληλεγγύη της μητέρας προς το παιδί της. Είναι επίσης, π.χ., η ευγνωμοσύνη προς όσους μας βοήθησαν σε μια δύσκολη στιγμή· ο σεβασμός προς όσους μόχθησαν για να δημιουργήσουν κάτι σημαντικό στη ζωή τους· η αμεροληψία που απαιτούμε από τους δικαστές επαινώντας τη δίκαιη και αντικειμενική κρίση τους και καταδικάζοντας με απέχθεια τη φαυλότητά τους· η γενναιότητα και η αυτοθυσία που θαυμάζουμε όταν κάποιος αγωνίζεται για την προστασία της κοινότητας όπου ανήκει κλπ.


Το πρόβλημα της καθολικότητας των αξιών δεν βρίσκεται ωστόσο εκεί. Δεν λύνεται με το να καταγράψουμε αξίες και να μετρήσουμε τον βαθμό και την έκταση της αποδοχής τους. Γι’ αυτό το βασικότερο πράγμα που θα ήθελα να γίνει σαφές είναι ότι, πέρα από συμφωνίες ή διαφωνίες σε τέτοια θέματα, ο Ν. Μουζέλης και εγώ δεν μιλάμε από την ίδια σκοπιά. Εκείνος μιλάει ως κοινωνιολόγος, ενώ εγώ από τη σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας. Η μη διάκριση αυτής της διαφορετικής σκοπιάς κάνει, φοβάμαι, την τριπλή κατάταξή του σε ιδεαλιστές, καθαρούς σχετικιστές και «εξελικτικούς» κάπως θολή. Αντίθετα από ό,τι φαίνεται να εκλαμβάνει, υπάρχουν πάρα πολλά από όσα λέει, για τα οποία, μιλώντας από κοινωνιολογική σκοπιά, συμφωνώ μαζί του, π.χ. ότι σε προνεωτερικές κοινωνίες είχαν μικρή ή και καθόλου διάδοση αξίες σχετιζόμενες με την ατομικότητα του δρώντος. Η διαφωνία μας έγκειται κυρίως στα συμπεράσματα για την ηθική που μπορούν να συναχθούν από αυτή την κοινωνιολογική παρατήρηση.


Το καίριο ερώτημα είναι λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε σε τι διαφέρουν οι δύο σκοπιές από τις οποίες μιλάμε. Είμαι της γνώμης ότι η κοινωνιολογία ασχολείται με προβλήματα γένεσης των διαφόρων ηθικών αξιών, ενώ η ηθική φιλοσοφία με ζητήματα που αφορούν τη δεσμευτικότητά τους. Με άλλα λόγια, η κοινωνιολογία ασχολείται (μεταξύ άλλων) με την καταγραφή των αξιών που είναι αποδεκτές σε μια κοινωνία και με την εξήγηση του σχηματισμού και της επικράτησής τους, ενώ η ηθική (φιλοσοφία) με τα ερωτήματα τι πρέπει να πράττουμε και πώς πρέπει να ζούμε. Φρονώ ότι οι δύο αυτές ενότητες ζητημάτων θα πρέπει κατ’ αρχήν να διακριθούν μεταξύ τους, διαφορετικά κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε στη συναγωγή ορισμένων εσφαλμένων συμπερασμάτων.


Το τελευταίο αυτό συμβαίνει όταν χρησιμοποιούμε διαπιστώσεις που αφορούν τη γένεση διαφόρων ηθικών αξιών (π.χ. ότι προσιδιάζουν σε ορισμένο τύπο κοινωνιών) ως επιχειρήματα υπέρ ή εναντίον της δεσμευτικότητάς τους (π.χ. ότι οι αξίες αυτές έχουν σχετική μόνο δεσμευτικότητα). Ας μου επιτραπεί μάλιστα να παρατηρήσω ότι τέτοιες συναγωγές είναι συνήθεις μεταξύ όσων καλλιεργούν τις εμπειρικές κοινωνικές επιστήμες και γι’ αυτό ένας φιλόσοφος θα είχε την τάση να κάνει λόγο για μια «κοινωνιολογική πλάνη» (sociological fallacy).


Η «κοινωνιολογική πλάνη» γίνεται πιο πρόδηλη όταν μιλάμε για καθολικές αξίες. Τότε παίρνει τη μορφή της σύγχυσης δύο διαφορετικών σημασιών που μπορεί να έχει η καθολικότητα. Ως καθολικές αξίες μπορούμε να εννοούμε τις αξίες που διαπιστώνουμε εμπειρικά ότι γίνονται γενικά αποδεκτές, ίσως μάλιστα με την ίδια ερμηνεία και ιεράρχησή τους, σε όλες τις ιστορικά γνωστές κοινωνίες. Ως καθολικές αξίες μπορούμε όμως επίσης να εννοούμε τις αξίες που αντιλαμβανόμαστε ως ηθικά τόσο επιτακτικές ώστε να μην είναι δυνατόν να τις διανοηθούμε παρά ως ανεπίδεκτες κανονιστικής σχετικοποίησης: δεν μπορούμε δηλαδή να τις φανταστούμε δεοντολογικά ως ισχύουσες μεν, αλλά υπό όρους που να μην έχουν σχέση με το ηθικό τους περιεχόμενο.


Ενας τέτοιος αδιανόητος περιοριστικός όρος θα ήταν, μεταξύ άλλων, το να ισχύουν μόνο για ορισμένους ανθρώπους, ενώ για άλλους όχι, χωρίς για τον περιορισμό αυτόν να συντρέχουν ειδικοί ηθικοί λόγοι. Ετσι, για έναν υποστηρικτή της ηθικής καθολικότητας, η ηθική απαγόρευση της ανθρωποκτονίας δεν είναι νοητό ποτέ να εξαρτηθεί, λ.χ., από το χρώμα δέρματος του θύματος ή από το φύλο του δράστη, προϋποθέσεις που δεν είναι και οι ίδιες ηθικού ποιού. Πιστεύω γενικότερα ότι κατ’ αρχήν οι συνθήκες γένεσης μιας ηθικής αξίας ή θεωρίας ή επιταγής δεν διαθέτουν ηθικό ποιόν και συνεπώς δεν μπορούν να αποτελούν ηθικό όρο της δεσμευτικότητάς της (π.χ. για την ορθότητα ενός ηθικού ισχυρισμού πρέπει να είναι αδιάφορο το ποιος τον εξέφερε).


Βέβαια πολλές φορές και σε συγκεκριμένα ζητήματα φαίνεται να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή η γένεση κάποιων ηθικών αντιλήψεων φαίνεται να επηρεάζει και την ισχύ τους. Αυτό δεν συμβαίνει όμως αυτόματα, αλλά με τη συνδρομή κάποιου συνήθως μη ρητά κατονομαζόμενου ηθικού λόγου. Ας υποθέσουμε, π.χ., πως πιστεύω ότι για την πρόσληψη σε θέσεις δημόσιων υπαλλήλων αποφασιστικό κριτήριο πρέπει να είναι το φύλο και ότι οι άνδρες είναι ορθό να προτιμώνται από τις γυναίκες. Πολλοί θα θεωρήσουν πως έχει αναντίρρητα ηθική σημασία το να μου υποδειχθεί ότι έχω μεγαλώσει και ανατραφεί σε μια πολύ παραδοσιακή και συνεπώς ανδροκρατούμενη κοινωνία και ότι η ηθική κρίση μου επηρεάζεται από τις συνθήκες γένεσής της.


Κανείς δεν θα αμφισβητούσε την ηθική σημασία μιας τέτοιας αναφοράς στη γένεση των αξιών μου. Κρίσιμο είναι όμως να αντιληφθούμε ότι η υπόμνηση της ανατροφής μου δεν θα αρκούσε ώστε, από μόνη της, να αναπτύξει αυτή την ηθική σημασία. Αντίθετα, δεν μπορεί να εννοηθεί ως υπόδειξη ηθικά σημαντική παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύεται από πρόσθετους και ανεξάρτητους λόγους, που να δείχνουν ότι η κρίση μου είναι και ηθικά εσφαλμένη, έστω και αν οι λόγοι αυτοί δεν αναφέρονται ρητά. Οι υπονοούμενοι αυτοί λόγοι είναι πριν απ’ όλα οι λόγοι που στηρίζουν απευθείας την κρίση ότι η στράτευσή μου εναντίον της ισονομίας των δύο φύλων δεν είναι ηθικά ορθή. Μαζί με αυτούς υπάρχει όμως και κάτι ακόμη: η υπόμνηση της ανατροφής μου έχει ηθική σημασία επειδή συνοδεύεται, έστω σιωπηρά, από την ηθική υπόδειξη ότι πρέπει να αποκτήσω ηθική ωριμότητα, δηλαδή να ελέγχω όσο μπορώ τις ηθικές αντιλήψεις μου, αναζητώντας και σταθμίζοντας όλα τα επιχειρήματα, και να μην αρκούμαι απλώς να αναπαράγω τις ηθικές αντιλήψεις που μου εμφυσήθηκαν όταν ήμουν μικρό παιδί. Χωρίς αυτή την παραπέρα σιωπηρή υπόδειξη, η υπόμνηση της ανατροφής μου θα παρέμενε ένας ισχυρισμός κοινωνιολογικού ή ψυχολογικού ή βιογραφικού χαρακτήρα, που δεν δίνει την παραμικρή απάντηση σε ερωτήματα του τύπου «τι πρέπει να πράττω» ή «πώς πρέπει να ζω».


Μετά τις διευκρινίσεις αυτές μπορούμε πια να επανέλθουμε στο ζήτημα της καθολικότητας ή μη των ηθικών αξιών. Λόγω όμως της έκτασης των απαιτούμενων αναπτύξεων, ας μου επιτραπεί να διακόψω εδώ και να συνεχίσω σε προσεχές σημείωμά μου.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.