Μια σημαντική διάσταση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής αποτελεί η δράση και η αντίδραση των βασικών πυλώνων του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος (νοικοκυριά και επιχειρήσεις). Για παράδειγμα, ένας υψηλός φορολογικός συντελεστής στα καύσιμα θα οδηγήσει πολλούς στη χρήση των μαζικών μέσων μεταφοράς, με αποτέλεσμα να μην εισπραχθούν τα έσοδα που προσδοκούσε το κράτος.
Αυτή η λογική αποτελεί και τη βάση της οικονομικής συμπεριφοράς η οποία βασίζεται στη θεωρία των παιγνίων (ισορροπία Nash).
Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, θα πρέπει στις διάφορες αποφάσεις πολιτικής να λαμβάνεται υπόψη η μεγιστοποίηση του οφέλους, στο κράτος, στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φορολογικοί συντελεστές, όπου σύμφωνα με την καμπύλη του Λάφερ, ένας συντελεστής στο επίπεδο του 0% δεν θα εξασφαλίσει καθόλου έσοδα για το κράτος, αλλά το ίδιο αποτέλεσμα θα έχει και ένας φορολογικός συντελεστής στο επίπεδο του 100%, αφού ο φορολογούμενος δεν θα έχει κανένα κίνητρο να εργαστεί, δεδομένου ότι το κράτος θα απορροφήσει το σύνολο του εισοδήματός του.
Το ίδιο συμβαίνει και με την κοινωνική ασφάλιση, με την έννοια της επιβολής ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες δεν επιφέρουν το αντίστοιχο ύψος αναλογικότητας στις συντάξεις. Σε αυτή την περίπτωση, ο εργαζόμενος δεν έχει κίνητρο να ασφαλιστεί, με αποτέλεσμα να αυξάνονται η εισφοροδιαφυγή και η εισφοροαποφυγή.
Σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση έχει περιέλθει η χώρα μας με το μνημονιακό νομοθετικό πλαίσιο του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος.
Στο φορολογικό σύστημα διαπιστώνουμε ότι το 2016 το 52% των νοικοκυριών δήλωσε εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ και το 67% δήλωσε κάτω των 15.000 ευρώ. Περισσότερο από 25.000 ευρώ δήλωσε μόλις το 11%.
Στο κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα των μνημονίων, το οποίο συνδέθηκε με το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι αυξήθηκε η εισπραξιμότητα και η δημιουργία ταμειακού πλεονάσματος, με συντελεστές αναπλήρωσης που υπερβαίνουν κατά μέσο όρο το 70% και προσεγγίζουν μέχρι και το 107%. Παράλληλα, για τα πολύ μεγάλα εισοδήματα, ο συντελεστής αναπλήρωσης μειώνεται κάτω του 40% και προσεγγίζει ως και το 34%, λόγω της εφαρμογής του ανώτερου ορίου σύνταξης. Ωστόσο, οι συντελεστές αναπλήρωσης στα συνταξιοδοτικά συστήματα δεν είναι ένας εντελώς κυρίαρχος δείκτης. Αντίθετα, το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων, το οποίο αντικατοπτρίζεται από το μέσο επίπεδο των συντάξεων, αποτελεί ένα κυρίαρχο μέγεθος στα συνταξιοδοτικά συστήματα.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στο μνημονιακό κοινωνικο-ασφαλιστικό νομοθετικό πλαίσιο παρατηρούνται υψηλοί συντελεστές αναπλήρωσης με μέσο επίπεδο κύριων συντάξεων 600 ευρώ (μεικτά). Από την άποψη αυτή, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να υποστηρίζεται, σε αντικειμενικούς όρους, ως επιτυχής η επιλογή των υψηλών συντελεστών αναπλήρωσης οι οποίοι οδηγούν σε χαμηλό επίπεδο συντάξεων και σε γενικευμένη φτωχοποίηση του συνταξιοδοτικού πληθυσμού.
Το ίδιο, δεν μπορεί να θεωρείται, αντικειμενικά, ως επιτυχής επιλογή η αύξηση του επιπέδου εισπραξιμότητας των ελεύθερων επαγγελματιών, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία καταβάλλουν την κατώτερη εισφορά, η οποία θα τους οδηγήσει και σε αντίστοιχα χαμηλά επίπεδα συντάξεων.
Κίνητρα για έξοδο
Επιπλέον, εάν ληφθεί υπόψη και η καταστρατήγηση της αρχής της αναλογικότητας εισφορών – παροχών, τότε γίνεται φανερό ότι ουσιαστικά παρέχονται κίνητρα για έξοδο των ασφαλισμένων της συγκεκριμένης επαγγελματικής κατηγορίας από την κοινωνική ασφάλιση. Το όποιο ταμειακό πλεόνασμα κατανοείται ως βραχυπρόθεσμης και όχι ως μακροπρόθεσμης προοπτικής.
Αυτό αποτελεί συνήθως το λάθος της κοινωνικο-ασφαλιστικής πολιτικής, η οποία εστιάζεται στη βραχυπρόθεσμη ταμειακή-λογιστική απόδοση, παραγνωρίζοντας ότι στην κοινωνική ασφάλιση ισχύει η αρχή της αλληλεγγύης των γενεών, η οποία σημαίνει ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ισότητα των παροχών τόσο για τους σημερινούς ασφαλισμένους και συνταξιούχους όσο και για τους μελλοντικούς συνταξιούχους.
Ομως, με το υπάρχον πλαίσιο, δεν εξασφαλίζεται η αλληλεγγύη των γενεών, αφού οι υφεσιακές πολιτικές, το αναμενόμενο baby booming και η γήρανση του πληθυσμού θα δημιουργήσουν μεσο-μακροπρόθεσμα νέα ελλείμματα.
H παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αποτυχημένη μνημονιακή κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική στην Ελλάδα θα δημιουργήσει μεσο-μακροπρόθεσμα, έπειτα από μια δεκαετία περικοπών των συντάξεων κατά 50%, συνθήκες δίδυμων ελλειμμάτων (οικονομικά ελλείμματα – ελλείμματα παροχών), με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την κοινωνικο-πολιτική σταθερότητα και για τους όρους αποκατάστασης της χρηματοδοτικής και της κοινωνικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ).
Στην κατεύθυνση αυτής της δυσμενούς προοπτικής της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα αναδεικνύονται δύο βασικά ερωτήματα:
–Ποια είναι τα βέλτιστα σημεία ισορροπίας για τη φορολόγηση των πολιτών τα οποία δεν θα τους οδηγούν στη φοροδιαφυγή, και
–Ποιες είναι οι αρχές στις οποίες θα πρέπει να βασίζεται ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να μη δημιουργεί αντικίνητρα ασφάλισης και να μην οδηγεί στην εισφοροαποφυγή και την εισφοροδιαφυγή;
Πράγματι, αναφορικά με τη φορολόγηση των πολιτών, απαιτείται να βρεθεί εκείνος ο φορολογικός συντελεστής ο οποίος σε συνδυασμό με ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και ποινών να δημιουργεί στους φορολογουμένους το κίνητρο να μην τους συμφέρει να φοροδιαφύγουν και να θέλουν από μόνοι τους να είναι συνεπείς στην καταβολή των φόρων.
Στην περίπτωση του Ασφαλιστικού, τα κίνητρα της ασφάλισης δημιουργούνται, κατά βάση, όταν ένα σύστημα βασίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης των γενεών, της ισότητας των ασφαλισμένων και της αναλογικότητας εισφορών – παροχών. Σε αυτή την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τον χαμηλό κίνδυνο του δημόσιου κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος σε σχέση με την ιδιωτική ασφάλιση, οι εργαζόμενοι οδηγούνται στην επιλογή της συστηματικής καταβολής των εισφορών τους και όχι στην απόκρυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων, στην εισφοροαποφυγή και στην εισφοροδιαφυγή, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τη μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Ομως, η κατάσταση διάβρωσης της κοινωνικής συνοχής κατά την τελευταία δεκαετία επιβάλλει την έγκαιρη, σοβαρή και μακράς πνοής ανάταξη του συστήματος κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τόσο οι κοινωνικές επιπτώσεις των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών όσο και οι νέες προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού, της ευελιξίας και της ανασφάλειας της εργασίας και του υψηλού κόστους των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλισης.
Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Βασίλειος Γ. Μπέτσης υποψήφιος διδάκτορας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ