Η δρομολογηθείσα διαδικασία για ανάδειξη του ηγέτη τού υπό συγκρότηση νέου πολιτικού μορφώματος εμπεριέχει ασφαλώς πολλές και πολύμορφες αβεβαιότητες και εκκρεμότητες (πέραν του θέματος της ηλεκτρονικής ψήφου).
Το σχήμα που θα δημιουργηθεί θα αποτελεί ενιαίο –πολυτασικό ή πολυρευματικό –κόμμα ή σύμπραξη κομμάτων; Ολοι οι «υποψήφιοι» θα εμφανιστούν στην κάλπη ή κάποιοι εξ αυτών, αφού κατακτήσουν ένα κεφάλαιο δημοσιότητας, θα αποσυρθούν προώρως; Το προβλεπόμενο για συμμετοχή στην ψηφοφορία τίμημα των 4 ευρώ είναι ικανό να περιορίσει τους προσερχόμενους; Θα μπορούσε, μήπως, να επηρεάσει το αποτέλεσμα, με την έννοια πως ενδεχομένως θα αποθάρρυνε κυρίως τους δυνητικούς ψηφοφόρους της σημερινής προέδρου του ΠαΣοΚ; (Στον βαθμό που –εικάζεται ότι –αυτοί προέρχονται από λαϊκότερα στρώματα σε σχέση με αυτούς των άλλων υποψηφίων.)
Ή, αντίθετα, θα μπορούσε να την ευνοήσει, με την έννοια πως οι υποστηρικτές της είναι πιο αποφασισμένοι να συμμετάσχουν, εφόσον –τεκμαίρεται πως –είναι πιο ταυτισμένοι με το κόμμα και έχουν πιο αναπτυγμένη παραταξιακή συνείδηση; Υπάρχει, άραγε, περίπτωση να διογκωθεί ανέλπιστα η συμμετοχή από ανθρώπους που δεν ενθουσιάζονται από κανέναν υποψήφιο, ενδεχομένως δεν ταυτίζονται καν με τον ενδιάμεσο χώρο, αλλά θα έβλεπαν τη συγκεκριμένη κάλπη ως μοναδική ευκαιρία, σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, για να εκφράσουν –διά της μαζικής συμμετοχής τους –τον αποτροπιασμό τους στη συριζανέλεια (δια)κυβέρνηση; Κ.ο.κ.
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει και μια βεβαιότητα: Το υπό διαμόρφωση σχήμα θα διαθέτει τα χαρακτηριστικά που, παρ’ ημίν και διεθνώς, χαρακτηρίζουν τον πολιτικό χώρο στον οποίο επιθυμεί να ενταχθεί (ασαφής πολιτική φυσιογνωμία, χαμηλή συνοχή, πάντα εύθραυστη ενότητα, ευρύτερη επίδραση στη γενικότερη συγκρότηση του όλου κομματικού συστήματος κ.ο.κ.)…
Σε σχέση με αυτά ας θυμίσουμε, πρώτα απ’ όλα, πως αφότου ο Θεμ. Σοφούλης δημιούργησε μεταπολεμικά τον όρο Κέντρο, ως δηλωτικό του ενδιάμεσου πολιτικού χώρου, διέρρευσαν 64 περίπου χρόνια ομαλής (ή περίπου) λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και τουλάχιστον τα 2/5 της περιόδου ο χώρος ήταν κομματικά πολυκατακερματισμένος (ενώ αυτοί της Δεξιάς και της Αριστεράς είχαν συνήθως μονοκομματική έκφραση). Οταν, δε, το 1961 συγκροτήθηκε η –και εξ αυτού του λόγου θνησιγενής –«Ενωση Κέντρου», επί ικανό διάστημα ήταν επισήμως εκκρεμές το θέμα αν αποτελούσε ενιαίο κόμμα ή πολυκομματικό συνασπισμό…
Αλλά και γενικότερα μιλώντας ο Μ. Ντυβερζέ, έγραφε το 1951 πως είναι στη φύση του Κέντρου να διασπάται, ελκόμενο από αντίθετες δυνάμεις. (Πιστεύω και εγώ πως στα δημοσιονομικά είναι αναπόφευκτο να υφίσταται την έλξη αφενός μεν της τάσης για κοινωνική γενναιοδωρία/παροχολογία, αφετέρου δε εκείνης για δημοσιονομικό πραγματισμό/αυτοσυγκράτηση. Στα δε πολιτικά είναι περίπου αναπόφευκτη η ένταση στους κόλπους του ανάμεσα σε εκείνους που βλέπουν τη μετριοπαθή Δεξιά ως φυσικό σύμμαχο και όσους ανακαλύπτουν αγεφύρωτα χάσματα με αυτήν.)
Σήμερα, λοιπόν, στη χώρα μας, τι από τα παραπάνω στοιχεία εντοπίζονται στο υπό διαμόρφωση κεντρώο –ή «κεντροαριστερό» –σχήμα (πέραν της διχογνωμίας αν θα αποτελεί ενιαίο σχήμα ή συνασπισμό);
Προφανώς αντιπαρατίθεται από τη μια πλευρά μια τάση με εμφανή στοιχεία πολιτικού αρχαϊσμού (αυτά, μάλιστα, δεν αντλούνται τόσο από την ιδεολογική παρακαταθήκη της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, όσο από κάποιες εθνικές μας παλαιοκομματικές παραδόσεις ή παθολογίες). Και από την άλλη μια πτέρυγα που εμφανίζεται ως εκσυγχρονιστική. Τον πιο ριζοσπαστικό εκσυγχρονισμό –κοσμικό κράτος, πολιτισμικό φιλελευθερισμό, επιχειρηματικότητα κ.λπ. –θεωρώ πως εκφράζει ο Θεοδωράκης, κάτι όμως το οποίο, ενδεχομένως προστιθέμενο στις υποκειμενικές αδυναμίες του, καθιστά μη ιδιαίτερα πιθανή την τελική κατίσχυσή του (σε μια ευρύτερη πολιτική παράταξη/οικογένεια με τόνους «αρχαίας σκουριάς»). Και οπωσδήποτε, τυχόν εκλεγόμενος, θα ήταν αδύνατον να την κρατήσει ενωμένη.
Εκφραστής ενός πιο ήπιου εκσυγχρονισμού, ευρισκόμενος «στο κέντρο του Κέντρου», ο Καμίνης ίσως είναι ο μόνος που θα μπορούσε, μετά από νίκη του, να διασφαλίσει –τουλάχιστον για κάποιο διάστημα –την ενότητα του νέου φορέα, καλύπτοντας περίπου το όλον τού μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ χώρου. Υπό την ηγεσία του, ωστόσο, που θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα άνευρη και υποτονική (δεν γεννιούνται όλοι ηγέτες), είναι απίθανο ο χώρος να αποκτήσει δυναμική.
Ως έκφραση του πιο αρχαϊκού έως και παλαιολιθικού που διαθέτει η παράταξη, η Γεννηματά αντίθετα, εφόσον νικούσε (που σημαίνει πως ενδοπασοκικά θα επικρατούσε και του Ανδρουλάκη), θα είχε δύο πλεονεκτήματα, ή μάλλον θα επιτελούσε δύο ευεργετικές πολιτικές λειτουργίες:
Θα μπορούσε να απευθυνθεί αποτελεσματικότερα –λόγω ιδεολογικής και νοοτροπιακής γειτνίασης –στον μέσο οπαδό του ΣΥΡΙΖΑ, περιορίζοντας περισσότερο αυτόν τον χώρο της εποχής του πολιτικού πλειστόκαινου. Παράλληλα, όμως, θα της ήταν απολύτως αδύνατον να εκφράσει το τμήμα του Κέντρου που επικοινωνεί με τον πραγματισμό και τη νεωτερικότητα. Αρα θα διευκόλυνε την πολιτική δραστηριοποίηση των ποιοτικών εφεδρειών (ή της μεγάλης ποιοτικής εφεδρείας) που κινούνται (ή κινείται) σε αυτόν τον χώρο. Και έτσι, με την πιθανή ύπαρξη δύο κομμάτων στον μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ χώρο –προφανώς πιο συμπαγών και συνεκτικών -, ίσως διευκολυνόταν η μετεκλογική κυβερνησιμότητα του τόπου: και αυτονόητος κυβερνητικός εταίρος της ΝΔ θα υπήρχε και ευρύτερες συγκλίσεις σε επιμέρους θέματα (π.χ. συνταγματικά) θα μπορούσαν να προκύψουν και, ενδεχομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ –που κυβέρνησε με το πνεύμα της Αυριανής –ενδεχομένως δεν θα ήταν ο μόνος υποδοχέας της δυσαρέσκειας που θα δημιουργεί η αυριανή κυβέρνηση.
Οψόμεθα…
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ