Το copy-paste δεν είναι απλώς η γνώριμή μας επιλογή για αντιγραφή και επικόλληση. Μοιάζει πλέον με έναν ολόκληρο κοινωνικό κώδικα στη συγκυρία όπου έχουν μειωθεί δραστικά οι προσδοκίες και δεσπόζει η ανασφάλεια ως κεντρικός άξονας της ζωής. Το copy-paste είναι εν τέλει η συνηθισμένη πρακτική αυτοσυντήρησης όσων έχουν παραιτηθεί από την προσπάθεια και δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Γι’ αυτό άλλωστε το πνεύμα της αντιγραφής δεν αφορά απλώς τους φοιτητές στα πανεπιστήμια ή, έστω, το ευρύτερο παιχνίδι της σύγχρονης λογοκλοπής.
Τι σχέση έχει όμως αυτή η αναφορά στη νοοτροπία copy-paste με την κατάσταση της χώρας το φθινόπωρο του 2017; Μάλλον έχει περισσότερη σχέση από πολλά πληθωρικά γεγονότα που απασχολούν την πολιτική ατζέντα. Μπορεί να πει κανείς ότι η λογική της αντιγραφής ανθίζει σε συνθήκες κόπωσης του κοινωνικού σώματος και όταν τον τόνο δίνει η κυνική προσαρμογή. Φυσικά, η δανεική ή αγορασμένη «διευκόλυνση» είναι παλιά όσο και η μαζική, δημοκρατική κοινωνία και το πανεπιστήμιό της. Αλλά η σημερινή κουλτούρα της αντιγραφής δεν συνδέεται τόσο με την παλιά-καλή φυγόπονη λούφα της όσο με την ανασφάλεια και την ακραία έλλειψη εμπιστοσύνης.
Εχουμε περάσει από καιρό στο κομφορμιστικό στάδιο της ελληνικής κρίσης, αφού διανύσαμε τις φάσεις της αγανάκτησης και της ενεργητικής αντίδρασης. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλο μέρος των πολιτών εσωτερικεύει τη φθορά των αξιών μαζί με τις ακραίες αυτοδιαψεύσεις της αντιμνημονιακής υπόθεσης. Συμφιλιώνεται λοιπόν με τις κλίμακες της διαφθοράς δικαιολογώντας τη συμπεριφορά με αναφορές στο κακό κράτος, στις αδιαμφισβήτητες αδικίες του εκπαιδευτικού συστήματος ή σε άλλες στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες των θεσμών.
Η φοροδιαφυγή, έτσι, αθωώνει τον εαυτό της δείχνοντας, πάντα, το ένοχο, φορομπηχτικό κράτος. Η αντιγραφή δικαιολογεί την ύπαρξή της ως αντίδραση στην εξεταστική πίεση, στις ανεπάρκειες του πανεπιστημίου ή στις συνέπειες μιας κρίσης που απορρυθμίζει και τα ηθικά κριτήρια.
Τέλος, ο κυνισμός που εκφράζεται στην ολική απόρριψη «της πολιτικής και των πολιτικών» αντλεί αφορμές από τα καθημερινά παραδείγματα πολιτικής γελοιοποίησης και εξουσιαστικής αθλιότητας.
Κάπως έτσι οργανώνεται γύρω μας η στασιμότητα είτε ως αμυντική επιλογή των ατόμων είτε ως πολιτική επιλογή ενός μέρους των ελίτ. Εχει όμως να κάνει με τη σμίκρυνση της ατομικής προσδοκίας για το καλύτερο και με τον συλλογικό εθισμό στην απαισιοδοξία των προγνώσεων που δείχνει ακλόνητη σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης.
Υποθέτω εδώ ότι η πολιτική δύναμη που θα αναγνώριζε αυτά τα φαινόμενα ως σημαντικά θα μπορούσε να διεκδικήσει τον χαρακτηρισμό της προοδευτικής. Πώς; Κάνοντας σαφές πως το μέλλον δεν μπορεί να είναι ένα copy-paste των «φιλικών» διακανονισμών και των κάθε λογής διευκολύνσεων σε ομάδες συμφερόντων. Διαχωρίζοντας το αίτημα για πρόοδο από εκείνες τις δημαγωγίες που υπόσχονται χαλάρωση των θεσμικών εμποδίων και εύκολες ανταμοιβές. Απορρίπτοντας, τέλος, όλες τις σαθρές προφάσεις που διαιωνίζουν τον αρχαϊσμό, τη μαζική απάτη ή την ξύλινη ρητορική των παρατάξεων που επιζούν, σε μεγάλο βαθμό, από την αδράνεια του χρόνου.
Προφανώς και η λογική του copy-paste δεν μπορεί να εξαλειφθεί στην κοινωνία, αφού ενθαρρύνεται από τεχνολογικές και ηθικές μεταβολές που υπερβαίνουν τα πολιτικά εργαλεία. Χρειαζόμαστε όμως μια κοινωνία που θα παράγει και θα επινοεί περισσότερο από όσο κοπιάρει και τρώει από τα έτοιμα. Μια τέτοια κοινωνία θα μπορούσε να είναι, τουλάχιστον, ηθικά και πολιτικά επιθυμητή.
Δεν ξέρω αν αυτός ο στόχος μπορεί να μεταφραστεί σε πρακτική πολιτική μιας νέας προοδευτικής παράταξης. Το βέβαιο είναι πως η στιγμή της παραιτημένης αυτοσυντήρησης, η στιγμή των κάθε λογής αντιγραφέων και των κουρασμένων ψηφισμάτων που τους δικαιολογούν ή τους τιμωρούν απλώς για τα μάτια του κόσμου, αυτή η κατάσταση μισοχρεοκοπημένης στασιμότητας, λειτουργεί υπονομευτικά. Οχι μόνο ή κυρίως για αυτή την πολυσυζητημένη αριστεία αλλά για κάτι πολύ πιο κλασικό και, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο αναγκαίο από την αριστεία: την κοινωνική κινητικότητα και την ενθάρρυνση της ατομικής δημιουργικότητας.
Το παράδοξο είναι ότι η κοινωνία του copy-paste μπορεί να είναι συγχρόνως υπέρ του πιο στενού εγωισμού και κατά της ατομικής χειραφέτησης, υπέρ της κυνικής προσαρμογής και εναντίον του ρεαλισμού της αυτεπίγνωσης. Επιτρέπει, ας πούμε, στον δύσμοιρο φοιτητή της ΔΑΠ να τσιτάρει τον «φιλόσοφο Καρλ Μαρξ» και την ίδια στιγμή να ζητάει μελοδραματικά την ατιμωρησία, ετοιμάζοντας το πακέτο των σημειώσεων για το μάθημα. Και είναι η ίδια κοινωνία που τρέφεται από τη σύγχυση ανάμεσα στην ανοχή μας ως δημοκρατική πραότητα και στην αδιάφορη συγκαταβατικότητα (το έλα μωρέ, αυτά συμβαίνουν παντού).
Το ότι αρχίζουμε εν τέλει να σκανδαλιζόμαστε είναι παρήγορο. Και ας μην αρκεί για να οργανωθούν συλλογικές απαντήσεις σε αυτή την κρίση που δεν εξαρτάται από τις περίφημες «αξιολογήσεις των (τροϊκανών) θεσμών» αλλά από την ανάταξη των θεσμών και το ξεπέρασμα των συνηθισμένων μας δικαιολογιών.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ