Ο Εθνικός Δρυμός Σουνίου έχει καεί, από το 1974, τρεις φορές ολοσχερώς και άλλες τρεις μερικώς. Το Σεβαστόν Υπουργείον Γεωργίας τον αναδασώνει κάθε φορά επιμελέστατα. Αλλά διερωτάται κανείς, μετρώντας το τεράστιο κόστος: Δεν ήταν η πρώτη φωτιά αρκετή προειδοποίηση ώστε το Σεβαστόν Υπουργείον να λάβει προληπτικά μέτρα; Φαίνεται πως όχι.


Ας πούμε ότι δεν μας νοιάζει το Σούνιο ­ ο ναός, το ηλιοβασίλεμα, οι ασφόδελοι, ο Σεφέρης. Το Σούνιο είναι απλώς ένα παράδειγμα μικρού, επαρχιακού εθνικού δρυμού. Σαν αυτόν υπάρχουν χιλιάδες. Και καίγονται.


Ονειρεύτηκα προχθές ότι ένας υπάλληλος του Δασαρχείου Λαυρίου, μετά τη φωτιά του 1974, έστειλε στον Σεβαστό τότε Υπουργό Γεωργίας μία έκθεση. Ηταν τόσο απλά διατυπωμένη, χωρίς λυρικές υπερβολές και δύσκολους οικολογικούς όρους, που την αποστήθισα κοιμώμενος. Εγραφε περίπου τα εξής:


Σεβαστέ Κύριε Υπουργέ,


Μετά την πρόσφατη καταστροφή του Εθνικού Δρυμού Σουνίου, υποβάλλω έκθεση με προτάσεις για τη μελλοντική του προστασία.


Τον Δρυμό διασχίζει δρόμος που ενώνει την Ανάβυσσο με το Λαύριο, μέσα από τα βουνά της Καμάριζας. Το μεγαλύτερο κομμάτι του δάσους κείται νοτίως του δρόμου και είναι περίπου τριγωνικό. Οι δύο πλευρές του τριγώνου είναι παραλίες: Λαύριο – Σούνιο και Σούνιο – Ανάβυσσος. Η τρίτη πλευρά, Ανάβυσσος – Λαύριο, είναι ο δρόμος που είπαμε. Αυτή η πλευρά είναι κάθετη προς το μελτέμι. Οποια φωτιά επεκταθεί μέσα στο τρίγωνο και προλάβει να φουντώσει, θα σβήσει στη θάλασσα.


Επομένως, Εξοχώτατε Κύριε Υπουργέ μου, προτείνω:


1. Να διανοίξουμε τον χειμώνα με στρατιωτικά ερπυστριοφόρα δύο ζώνες τριάντα μέτρων δεξιά και αριστερά της οδού Λαυρίου – Αναβύσσου (όπως είχε κάνει στην Προβηγκία ο Ναπολέων προ δύο αιώνων, χωρίς ερπυστριοφόρα).


2. Να πετάξουμε στις ζώνες, για περισσότερη ασφάλεια, μερικά μπούζια που σε τρία χρόνια θα έχουν ξαπλώσει τον καλύτερο αντιπυρικό τάπητα που υπάρχει (εγχώρια και όχι εισαγόμενη τεχνογνωσία).


3. Εάν στο μέλλον μια φωτιά καταφέρει να περάσει τη ζώνη που σας προτείνω, Κύριε Υπουργέ μου, εγώ δέχομαι να με μεταθέσετε στο Δασαρχείο Καστελλορίζου. Αλλά για να προλάβω την καταστροφή και τη μετάθεσή μου, σας έχω λύση και γι’ αυτό το ενδεχόμενο: μια εφεδρική αντιπυρική, λίγο νοτιότερα, στον δρόμο μεταξύ Αγίου Γερασίμου Σουνίου και Καμάριζας (ή Αγίου Κωνσταντίνου, ελληνοχριστιανικότερα). Ετσι, αν δεν σώσουμε τα τρία τέταρτα του Δρυμού, θα σώσουμε τουλάχιστον τον μισό ­ με ελάχιστο μάλιστα κόστος, αφού και οι δύο δρόμοι μόλις πιάνουν είκοσι χιλιόμετρα.


4. Εφέτος, Κύριε Υπουργέ μου, προτείνω να αφήσουμε το καημένο δάσος ήσυχο να αναδασωθεί μονάχο του, αντί να ξοδεύουμε τα εκατομμύρια των φορολογουμένων.


5. Κατά συνέπεια, προτείνω να μην προσλάβουμε τους εκατό έκτακτους εποχικούς που σας συνιστούν ενθέρμως οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες της περιοχής ­ αφού θα φυτεύουν κατά μέσον όρο πέντε δενδρύλλια την ημέρα ο καθένας, και από αυτά μόνο τα τρία θα επιζήσουν. Ετσι δεν θα χρειαστεί να προσλάβουμε ούτε τους εποχικούς που θα ποτίζουν, στα επόμενα τρία χρόνια, τα λυμφατικά αυτά δενδράκια μήπως και τα βγάλουν πέρα με τα αυτοφυή.


6. Δεν προτείνω τίποτε για τα αιγοπρόβατα, διότι δεν υπάρχουν. Οι τέως κτηνοτρόφοι ασχολούνται με εισαγωγές κρέατος και αγοραπωλησίες οικοπέδων.


7. Για τους οικοπεδοφάγους, τέλος, προτείνω τα εξής: στο Υπουργείο έχουμε λεπτομερέστατους χάρτες της περιοχής, που δείχνουν το δάσος που ανήκει στο Δημόσιο και όλα τα παραχωρητήρια που είχαν εκδοθεί ως το 1929. Να αναρτήσουμε προειδοποιητικώς στο Δασαρχείο τους χάρτες και να στέλνουμε στον εισαγγελέα όποιον παρουσιάσει ψεύτικους τίτλους που θα στηρίζονται σε αλλεπάλληλες δήθεν αγοραπωλησίες.


Μετά την ωραία αυτή πρωτοβουλία του, ο καλός δασονόμος μετατέθηκε στις εσχατιές της επικράτειας. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1994 (ο χρόνος περνάει γρήγορα στα όνειρα), βρέθηκα να οδοιπορώ μεταξύ Λαυρίου και Καμάριζας.


Αντιπυρική δεν υπήρχε, εννοείται. Αλλά, τι οργιαστική βλάστηση! Δεξιά και αριστερά, αυτοφυή δενδρύλλια χθαμαλής ερπούσης πεύκης είχαν σχηματίσει δύο αδιαπέραστα τείχη ­ που απείχαν μεταξύ τους δέκα μέτρα, όσο και το πλάτος του δρόμου. Σύρριζα στα δέντρα περνούσαν, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, δίκυκλοι ξένοιαστοι καβαλάρηδες, αρειμανίως καπνίζοντες, και θηριώδεις Βιτάρες με καπνίζουσες οδηγούς. Εντρομος επέστρεψα σπίτι και τηλεφώνησα στον δασάρχη. Ναι, μου είπε, έχουμε πάρει πίστωση για έκτακτους εποχικούς και σε πέντε χρόνια θα έχουμε κλαδέψει όλα τα δέντρα. Δεν θα φτιάξετε ζώνη;, ψέλλισα. Τι λέτε κύριε, να κόψουμε δέντρα; Και μου έκλεισε το τηλέφωνο.


Μετά είδα (κατ’ όναρ, πάντοτε) ότι ξυπνούσα από τη μυρωδιά του δάσους που καιγόταν. Η φωτιά έκαιγε (πάλι) τα δέντρα μου και πλησίαζε στο σπίτι. Από την αγωνία ξύπνησα πραγματικά.


Θυμήθηκα αμέσως το έναυσμα του εφιάλτη. Το προηγούμενο βράδυ συζητούσαμε, διάφοροι απαυδημένοι γείτονες, τι θα κάνουμε μετά τη φωτιά που, στατιστικώς, αναμένεται για εφέτος ή του χρόνου. Και συμφωνήσαμε ότι θα υποβάλουμε μήνυση κατά παντός υπευθύνου οργάνου της πολιτείας, ατομικώς και συλλογικώς, για παράβαση καθήκοντος, κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, εμπρησμό εξ αμελείας και για όποιο άλλο αδίκημα μας συστήσουν οι ευφάνταστοι οικολόγοι δικηγόροι μας. Η μόνη δυσάρεστη στιγμή στη συζήτηση ήταν όταν διαπιστώσαμε ότι δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, δυστυχώς, «η κατά την υπηρεσίαν επίδειξις μνημειώδους βλακείας».


(*) Το μικρό αυτό σχόλιο γράφτηκε μέσα στη λύπη για το Σέιχ Σου, και στη μνήμη του. Ξέρω ότι η περίπτωσή του διαφέρει πολύ από αυτήν που περιγράφω. Αλλά καλύτερα να καταπιάνεται κανείς με ό,τι γνωρίζει. Και έπειτα, δεν μπορεί, κάποιες αντιστοιχίες θα υπάρχουν.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.