Ενα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της χώρας μας είναι η ύπαρξη μιας διασποράς που διαθέτει τεράστιους πόρους (υλικούς και μη) και που συγχρόνως διατηρεί στενές επαφές με τον ελλαδικό χώρο. Λαμβάνοντας υπόψη τον σχετικά μικρό πληθυσμό της νεοελληνικής κοινωνίας, αν υπήρχε τρόπος έστω και ένα μέρος αυτών των πόρων να διοχετευθεί στην Ελλάδα, θα μπορούσαν να ξεπεραστούν μια σειρά από αδιέξοδα που αυτή τη στιγμή έχουν καταστήσει τον τόπο μας τον τελευταίο τροχό της ευρωπαϊκής αμάξης.


Δυστυχώς όμως το κράτος όχι μόνο δεν κάνει καμιά συστηματική και συντονισμένη προσπάθεια για την κινητοποίηση αυτού του τεράστιου δυναμικού, αλλά αντίθετα ­ ακόμη και όταν οι πρωτοβουλίες για εισροή πόρων έρχονται από το εξωτερικό ­ η κρατική μηχανή λειτουργεί περισσότερο σαν εμπόδιο και λιγότερο σαν καταλύτης. Ετσι, αντίθετα με άλλες μικρές χώρες που έχουν σημαντικό απόδημο πληθυσμό, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να προσελκύσει ούτε μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίων της διασποράς (όπως η Ιρλανδία, για παράδειγμα) ούτε σημαντικές δωρεές που στοχεύουν σε κοινωνικούς, πολιτισμικούς ή πατριωτικούς στόχους (παράδειγμα, Ισραήλ). Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν οφείλεται στο ότι οι εύποροι Ελληνες του εξωτερικού είναι λιγότερο πατριώτες από τους Ιρλανδούς ή Εβραίους αντιστοίχους τους. Οφείλεται μάλλον στο ότι το ελληνικό κράτος εμμένει στο να λειτουργεί με βάση τον οθωμανικής προέλευσης παθητικό, αρνητικό αυταρχισμό και δεν διανοείται καν πως στο κατώφλι του 21ου αιώνα θα πρέπει να αποκτήσει έναν πιο ευέλικτο, επιχειρησιακό, επιτελικό χαρακτήρα και ρόλο.


Από αυτή τη σκοπιά η πρόσφατη διαμάχη μεταξύ κυβέρνησης και της κυρίας Ελίζας Γουλανδρή, που έχει τη φιλοδοξία να δημιουργήσει ένα διεθνούς επιπέδου μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Αθήνα, είναι ένα χτυπητό παράδειγμα αποτυχίας του κράτους να κινητοποιήσει το δυναμικό του απόδημου ελληνισμού.


Δεν γνωρίζω όλες τις λεπτομέρειες της πολύπλοκης αυτής ιστορίας (μια σε βάθος μελέτη θα ήταν τόσο χρονοβόρα που τα αποτελέσματά της θα τα είχαμε κατόπιν εορτής). Με βάση όμως το κείμενο της κυρίας Γουλανδρή («Το Βήμα», 20.7.97) και τη συνέντευξη που έδωσε ο υπουργός Πολιτισμού (22.7.97), ως απλός πολίτης θέλω να εγείρω μια σειρά από ερωτήματα που πρέπει να απασχολήσουν και την κυβέρνηση και όσους ενδιαφέρονται για τα κοινά.


Πιο συγκεκριμένα, διαβάζουμε στον Τύπο πως «ο κ. Βενιζέλος βρήκε τη σύμβαση παραχώρησης του οικοπέδου το 1992 επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη «ανεπαρκή και ελλιπή» ως μη προβλέπουσα ποια έργα θα στεγαστούν στο μουσείο». Επίσης ο υπουργός Πολιτισμού τόνισε πως το σημαντικό σημείο τριβής είναι γιατί «η κυβέρνηση ζητάει τις «κατάλληλες ρήτρες» προκειμένου να διασφαλιστεί η οριστική παραχώρηση των έργων της συλλογής Γουλανδρή στο μουσείο, ενώ η κ. Γουλανδρή δεν αποκαλύπτει το περιεχόμενο της συλλογής» («Καθημερινή», 23 και 24 Ιουλίου 1997).


Με άλλα λόγια, κατά τον κ. Βενιζέλο ένα πολύ βασικό θέμα διαφωνίας (πέρα από το νέο οικόπεδο που θα πρέπει να βρεθεί) είναι πως η κυρία Γουλανδρή, για οποιονδήποτε λόγο, δεν θέλει να δεσμευτεί εξαρχής ως προς τα έργα της συλλογής της που προτίθεται να δωρίσει στο ίδρυμα ­ ώστε αυτό να λειτουργήσει ως μουσείο. Αν πράγματι αυτή είναι η κύρια διαφωνία που έχει οδηγήσει την όλη υπόθεση σε αδιέξοδο, μήπως είναι πιο συμφέρον για το κράτος να δείξει περισσότερη εμπιστοσύνη προς την κυρία Γουλανδρή, αφήνοντάς την να προχωρήσει χωρίς, όπως το απαιτεί ο κ. Βενιζέλος, την αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας του 1992;


Παρ’ όλο που κατ’ αρχάς αυτό φαίνεται αφελές, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα πρέπει να είναι θετική. Εξηγούμαι: δύο είναι τα πιθανά σενάρια, αν η παραχώρηση ενός νέου οικοπέδου στο ίδρυμα Β. και Ε. Γουλανδρή γίνει με βάση τη συμφωνία του 1992.


Το απαισιόδοξο σενάριο


Ας ξεκινήσουμε με το χειρότερο που μπορεί να συμβεί: ο παγκοσμίου φήμης αρχιτέκτων Ι. Μ. Πέι χτίζει τον εκθεσιακό χώρο αλλά ούτε ένα από τα έργα της συλλογής Γουλανδρή δεν γίνεται ιδιοκτησία του Ιδρύματος. Σε αυτή την περίπτωση το κτίριο δεν θα είναι φυσικά μουσείο αλλά ένας χώρος όπου το Ιδρυμα θα είναι υποχρεωμένο με δικά του έξοδα να διοργανώνει σημαντικές εκθέσεις απροσδιορίστου είδους. Ετσι η χώρα θα έχει έναν εκθεσιακό χώρο όπου η διοργάνωση και όλα τα έξοδα των εκθέσεων θα είναι ευθύνη του Ιδρύματος. Αν το Ιδρυμα δεν κατορθώσει να κάνει ούτε αυτό, αν π.χ. αδρανήσει παντελώς ή προσπαθήσει να μετασχηματιστεί σε κερδοσκοπική επιχείρηση, τότε, σύμφωνα με τη σύμβαση του 1992, κτίριο και οικόπεδο επανέρχονται στην ιδιοκτησία του κράτους.


Αρα στην απίθανη αυτή περίπτωση το κράτος όχι μόνο δεν χάνει τίποτα, αλλά και κερδίζει ένα θαυμάσιο εκθεσιακό χώρο κατασκευασμένο από έναν παγκοσμίως καταξιωμένο αρχιτέκτονα. (Η περίφημη πυραμίδα του Λούβρου και η νέα πτέρυγα της Εθνικής Πινακοθήκης στην Ουάσιγκτον είναι έργα του Ι. Μ. Πέι και κάθε χρόνο τραβούν το ενδιαφέρον εκατομμυρίων επισκεπτών).


Το αισιόδοξο σενάριο


Το Ιδρυμα λειτουργεί τόσο καλά όσο και το άλλο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που η κυρία Ε. Γουλανδρή ίδρυσε στην Ανδρο. (Το τελευταίο, κατά κοινή ομολογία, είναι ένα από τα καλύτερα μουσεία που διαθέτει η χώρα). Επιπλέον γίνεται ιδιοκτησία του Ιδρύματος ολόκληρο ή ένα σημαντικό μέρος της μυθικής συλλογής Γουλανδρή (εκτός από πολυάριθμους πίνακες των πιο γνωστών ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, η οικογένεια Γουλανδρή έχει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές έργων του Πικάσο). Σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα αποκτά ένα μουσείο που όχι μόνο θα αλλάξει τα πολιτισμικά δεδομένα της πρωτεύουσας, αλλά και θα βάλει τη χώρα μας στον χάρτη όλων αυτών που ενδιαφέρονται σοβαρά για τη σύγχρονη τέχνη. Επιπλέον το μουσείο θα συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας, του τουρισμού και ­ επειδή δεν θα λειτουργεί ούτε με βάση το κέρδος ούτε με βάση την κρατική γραφειοκρατία ­ στην ενδυνάμωση της κοινωνίας πολιτών.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Αν στην πιο απαισιόδοξη περίπτωση η χώρα και το κράτος δεν έχουν τίποτε να χάσουν, ενώ στην αισιόδοξη θα έχουν να κερδίσουν πάρα πολλά, μήπως πρέπει η κυβέρνηση να βγει από το καβούκι του καχύποπτου, αμυντικού νομικισμού λέγοντας ένα ηχηρό «ναι, τράβα μπρος» στην κυρία Γουλανδρή; Μήπως αυτό που χρειάζεται να κάνει η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή είναι να αψηφήσει τις μαθηματικά προβλεπόμενες κακεντρεχείς αντιδράσεις των κουλτουριάρικων κύκλων («τι θέλει η εφοπλίστρια και ανακατεύεται σε πράγματα που δεν γνωρίζει;»), της αριστερίστικης διανόησης («η κυβέρνηση ξεπουλάει τον τόπο στο εφοπλιστικό κεφάλαιο») και των εξ επαγγέλματος κινδυνολόγων («ποταπά κίνητρα ή σκοτεινές δυνάμεις βρίσκονται πίσω από τις ενέργειες της δωρήτριας»); Μήπως πρέπει να αγνοήσει τη λογική του πολιτικού κόστους και να στηρίξει δυναμικά και αποφασιστικά την κυρία Γουλανδρή στη βάση της συμφωνίας του 1992; Μήπως πρέπει επιτέλους να αντιληφθεί το κράτος πως ήρθε η ώρα να αρχίσει να λειτουργεί επιτελικά και όχι γραφειοκρατικά, παίρνοντας καλά υπολογισμένα ρίσκα, δείχνοντας ευελιξία και φαντασία, αφήνοντας στην μπάντα τις μαξιμαλιστικές στρατηγικές που, όπως στην περίπτωση του Σκοπιανού, επειδή στοχεύουν το αδύνατο δεν πετυχαίνουν ούτε αυτό που είναι δυνατό; Μήπως τελικά ο μαξιμαλισμός μας στο θέμα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης έχει σαν τελικό αποτέλεσμα η περίφημη συλλογή Γουλανδρή να καταλήξει στη Γαλλία ή στην Ελβετία και εμείς να μείνουμε με ένα άδειο οικόπεδο και με άθικτο το «κύρος της πολιτείας»;


Συμπέρασμα: Αν η κυβέρνηση νοιάζεται λιγότερο για τα μικροκομματικά οφέλη και τις εφήμερες εντυπώσεις και περισσότερο για το καλό αυτού του τόπου, πρέπει όχι μόνο να αποσύρει την ιδέα αναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας του 1992· θα πρέπει επίσης να συνεργαστεί εποικοδομητικά με το Ιδρυμα Γουλανδρή στην εξεύρεση ενός οικοπέδου που θα ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της δωρήτριας και του αρχιτέκτονα. Τέλος, αν οι σχέσεις υπουργού Πολιτισμού και δωρήτριας κάνουν δύσκολη την προσέγγιση, τότε νομίζω πως απαιτείται πρωθυπουργική παρέμβαση.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.