Ισχύει για τον κομμουνισμό ό,τι και στο ανέκδοτο με τα προσκοπάκια που, για να κάνουν την καλή πράξη της μέρας, περνούν με το ζόρι μια γηραιά κυρία στο απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ εκείνη δεν θέλει να διασχίσει τον δρόμο. Από τον Οκτώβριο του 1917, με τη μειοψηφία των Μπολσεβίκων στη ρωσική Δούμα να καταργεί κάθε άλλο κόμμα, μέχρι την τελευταία απόπειρα του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος της Σρι Λάνκα να καταλάβει την εξουσία το 1989, πουθενά δεν προέκυψε κομμουνιστικό καθεστώς ύστερα από ενθουσιώδη συναίνεση ενός λαού να κοινωνικοποιήσει τα μέσα παραγωγής, ώστε να ευτυχήσει με κολχόζ αγροτών και εργατών που θα αποδίδουν στο μέγιστο των ικανοτήτων τους, ενώ θα αμείβονται σύμφωνα με τις στοιχειώδεις ανάγκες τους.
Μόνη εξαίρεση η Τσεχοσλοβακία το 1948, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα κέρδισε δίκαια τις εκλογές, αλλά όταν οι ψηφοφόροι άλλαξαν γνώμη ήταν αργά –δεν υπήρχε άλλο κόμμα να ψηφίσουν. Είκοσι χρόνια μετά, μόλις δοκίμασαν να κάνουν πιο μετριοπαθές το μόνο κόμμα, μπήκαν τα σοβιετικά τανκς για να επαναφέρουν την κομμουνιστική ορθοδοξία. Μεταξύ 1986-1991, το ίδιο δοκίμασε και ο Γκορμπατσόφ στο κέντρο της σοβιετικής εξουσίας. Αποδείχθηκε όμως ότι η προλεταριακή ευδαιμονία μόνο σε τανκς μπορεί να στηρίζεται. Αλλιώς καταρρέει.
Βεβαίως, οι κομμουνιστικές εξεγέρσεις δεν ήταν στρατιωτικά πραξικοπήματα, χωρίς λαϊκή υποστήριξη. Ολες, λίγο-πολύ, έγιναν ενάντια σε άκρως αυταρχικά ή διεφθαρμένα καθεστώτα, με κορυφαία παραδείγματα εκείνα του τσάρου Νικολάου Β’ στη Ρωσία και του Μπατίστα στην Κούβα. Αλλά, μετά τα μακελειά για την επικράτησή τους, έπρεπε να ασκήσουν ανάλογη ή και χειρότερη καταπίεση, ώστε να μην ανατραπούν και υποστούν την εκδίκηση όσων αντιπάλων είχαν επιβιώσει. Αυτή, μοιραία, είναι η τροπή των ακραίων αντιπαραθέσεων, αυτός είναι ο δρόμος προς τον ολοκληρωτισμό.
Τελικά, η πρόταση του καπιταλισμού λέει: Ελάτε να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο ανισότητες και αδικίες, μέσα στον οποίο όμως ο καθένας έχει την ευκαιρία, χάρη στα ταλέντα, στην εργατικότητα, στην τύχη ή στην ανηθικότητά του, να ζήσει σε εξαιρετική ευμάρεια, ακόμη και στον απόλυτο πλούτο. Αντίθετα, η πρόταση του κομμουνισμού λέει: Ελάτε να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο δικαιοσύνης και ισότητας, όπου κανείς δεν θα διαθέτει πλούτο, εκτός από τα μέλη της ομάδας εκείνων που οδήγησαν σ’ έναν τέτοιο κόσμο.
«Δεν λέμε ότι επανήλθε η ευτυχία στον κόσμο, αλλά αγωνιζόμαστε γι’ αυτό» δήλωνε την Κυριακή 3/9 ο κ. Φλαμπουράρης, σε κλίμα αυτοκριτικής. Που σημαίνει όμως ότι υπήρξε μια φάση κατά την οποία ο κόσμος πράγματι τελούσε σε «ευτυχία». Και αυτή η φάση δεν ήταν στους κόλπους μιας λαϊκής δημοκρατίας. Στη συνέχεια της συνέντευξης ο κ. Φλαμπουράρης παραδέχθηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνά μέσα σε «σκληρό, νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό», συμπληρώνοντας ότι «εμάς, μας κάλεσε ο λαός να τον προστατεύσουμε». Προφανώς, εκείνοι που έχουν κληθεί από τον λαό να τον προστατεύσουν δικαιούνται να απολαμβάνουν τη χλιδή των προστατών. Εστω κι αν η «προστασία» δεν έγκειται στο να αλλάξει τον καπιταλισμό, μα να τον κάνει πιο «δίκαιο».
Αλλά αυτή ακριβώς ήταν η επιδίωξη των σοσιαλδημοκρατών ήδη από τον 19ο αιώνα. Μόνο στη δεκαετία του 1980, συχνά με σημαία τη Χάνα Αρεντ, άρχισαν κάποιοι μαρξιστές να κατευθύνονται προς έναν αντιολοκληρωτικό ρεπουμπλικανισμό, ολοένα και λιγότερο ριζοσπαστικό, ολοένα και περισσότερο πρόθυμο να συμφιλιωθεί με τη φιλελεύθερη παράδοση. Τι στο καλό όμως μπορεί να σκαρώνουν εκεί οι πιο αμετακίνητοι αριστεροί; Παιδιά της ΚΝΕ, τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, να αγωνίζονται να κάνουν τον καπιταλισμό δικαιότερο είναι κάτι που αναπληρώνει σε παραδοξότητα ό,τι του λείπει σε αποτελεσματικότητα. Διότι η ιδέα πως μπορεί μια αριστερή κυβέρνηση να χειριστεί τον καπιταλισμό έτσι ώστε οι εργοστασιάρχες να γίνουν τόσο δίκαιοι με τους εργάτες τους που να μοιραστούν εν τέλει τα εργοστάσιά τους με εκείνους είναι ιδέα πιο κοντά στο χριστιανικό «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» παρά στον μαρξισμό.
Ισως γι’ αυτό ο κ. Τσίπρας φροντίζει να τα έχει καλά με την Εκκλησία και να κάνει σαφές ότι περισσότερο κι από τον Μαρξ, τον Λένιν ή τον Κάστρο τον εμπνέει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Κρατά ωστόσο, για να μην ξεχνιόμαστε, σαφή επιφύλαξη ως προς την κοινοβουλευτική, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αφού το περίφημο άρθρο του στο «Documento» κλείνει ζητώντας «τη δημοκρατία εκείνη που θα επιτρέπει στον λαό πραγματικά να ασκεί εξουσία»!
Τι λογής δημοκρατία θα είναι αυτή; Αλλη από την υπάρχουσα; Κάτι τέτοιο υποθέτει κανείς από δηλώσεις σαν της κυρίας Καφαντάρη λ.χ., ότι κάθε καθυστέρηση ή αποτυχία οφείλεται σε «διευθυντές υπηρεσιών που τους διόρισαν οι προηγούμενοι κι αναχαιτίζουν τις κινήσεις της κυβέρνησης». Αρα, αν όλο το κράτος γίνει συριζαϊκό, αν κανείς δημόσιος υπάλληλος δεν ανήκει στην αντιπολίτευση, αν οι εκπαιδευτικοί ορκίζονται στην Αριστερά, οι πυροσβέστες εγκρίνονται από το κόμμα και η Αστυνομία συμπληρωθεί από ένοπλες ομάδες λαού, σαν αυτές που κάθε νύχτα προπονούνται στα Εξάρχεια, τότε ίσως οδεύσουμε σε «εκείνη τη δημοκρατία που θα επιτρέπει στον λαό πραγματικά να ασκεί την εξουσία». Μια δημοκρατία όπως του Μαδούρο, δηλαδή, την οποία ο κ. Τσίπρας θα εγκρίνει με την ίδια «υπερηφάνεια» που διακηρύσσει και για τη συγγένειά του με το ηρωικό ΠαΣοΚ του 1974-1981.
Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ