Δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία η απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ να εξαγγείλει ότι θα επιδιώξει τον τερματισμό της διαδικασίας για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Πόσω μάλλον που η διαδικασία αυτή καρκινοβατούσε ούτως ή άλλως εδώ και πολλά χρόνια και πάντως πολύ προτού εκδηλωθεί η πρόσφατη ανοιχτή κρίση στις γερμανοτουρκικές σχέσεις. Η εξαγγελία αυτή έγινε άλλωστε τις παραμονές των γερμανικών εκλογών και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τίθεται αυτομάτως το ερώτημα τι θα συμβεί μετά τις εκλογές, όταν μάλιστα η τελική απόφαση για τον τερματισμό των σχετικών διαπραγματεύσεων δεν εξαρτάται από το Βερολίνο, αλλά απαιτείται και η συναίνεση όλων των υπολοίπων χωρών-μελών της ΕΕ. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Τουρκία μέχρι στιγμής δεν πληροί κανένα κριτήριο για την ένταξη και ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζει απτόητος τις διώξεις κατά πάντων.
Αυτό όμως που θα πρέπει να μας προβληματίσει είναι αν μια τέτοια απόφαση θα τον ενισχύσει τελικά, όταν έχει θέσει ως στόχο του τη δημιουργία μιας περιφερειακής ισλαμικής υπερδύναμης, οδηγώντας στο περιθώριο τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε ότι στο πρόσφατο δημοψήφισμα ο Ερντογάν έλαβε μόλις το 51%, με το 49% προφανώς να διαφωνεί με τα μεταοθωμανικά του οράματα. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι δεν τα έχει βάλει μόνο με τη Γερμανία, αλλά ουσιαστικά με τους πάντες (Αυστρία, Ολλανδία κ.λπ.) και κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της στήριξης που παρέχουν στους κούρδους μαχητές στις επιχειρήσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους. Και η ένταση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο καθώς επίκειται η εξαγγελία δημοψηφίσματος στις κουρδικές περιοχές για τη δημιουργία κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της Τουρκίας. Είναι λοιπόν προφανές ότι η οριστική διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μπορεί να έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Πέραν όμως όλων των άλλων ευνόητο είναι ότι μια διακοπή των διαπραγματεύσεων θα έχει άμεσες αρνητικές συνέπειες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις –και όχι μόνο στο γνωστό προσφυγικό ζήτημα –καθώς θα εκλείψει ο ευρωπαϊκός μοχλός πίεσης προς την Αγκυρα για ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ελλάδα. Μια πολιτική που εγκαινίασε η Αθήνα με την απόφαση του Ελσίνκι το 1999 και που σε μια πρώτη φάση, επί κυβερνήσεως Σημίτη κυρίως, απέδωσε –έστω και περιορισμένα –θετικά αποτελέσματα. Σήμερα που η αστάθεια είναι το κύριο γνώρισμα της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου είναι απολύτως αναγκαίο να μην εκδηλωθούν ενέργειες που θα προωθήσουν ακόμη περισσότερο την αστάθεια αυτή. Εστω και με άλλους τρόπους, που η Διπλωματία καλείται να ανακαλύψει, η Τουρκία δεν θα πρέπει να τεθεί έξω από το ευρωπαϊκό σύστημα αξιών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ