Τον τελευταίο καιρό διαβάζει μόνο σύγχρονη ποίηση. Μιλάει διαρκώς με στίχους και με κοιτάζει υποτιμητικά κάθε φορά (δηλαδή τις περισσότερες φορές) που δεν καταλαβαίνω. «Προσπάθησε!» μου λέει. Προσπαθώ. Ομως, δεν μπορώ να καταλάβω πού είναι το ποίημα. Πού είναι, λοιπόν, το ποίημα, σε ένα σύγχρονο ποίημα χωρίς ομοιοκαταληξία και (εκ πρώτης) χωρίς νόημα; Στην περίπτωση των ποιητών που θεωρούνται μεγάλοι τα πράγματα είναι σχετικά εύκολα, επειδή ξεκινάς από την αναγνωρισμένη αξία του δημιουργού. Δεν τον αμφισβητείς. Είναι μεγάλος, σου λένε, το δέχεσαι και πασχίζεις να καταλάβεις το γιατί διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας, καταφεύγοντας στις αναλύσεις εκείνων που τον έχουν μελετήσει, προσπαθώντας και εσύ να ακονίσεις περισσότερο μυαλό και συναίσθημα ώστε να καταφέρεις να κοιτάξεις από μια μικρή έστω χαραμάδα στο μαγικό σύμπαν των σπουδαίων και τρανών. Αυτό, είπαμε, όταν ο σύγχρονος ποιητής είναι σπουδαίος και τρανός, όταν υπάρχει το μαγικό σύμπαν που καλείσαι να ανακαλύψεις. Τότε η διαδικασία, ο ανήφορος προς την κατανόηση, είναι κάτι δημιουργικό. Πόσοι, όμως, είναι πραγματικά μεγάλοι; Εστω, αξιόλογοι;
Στέκοµαι στον πάγκο του βιβλιοπωλείου. Με πιάνει ζαλάδα. Εκατοντάδες οι ποιητικές συλλογές, δεκάδες οι νέες εκδόσεις, ακόμη και σήμερα που οι εκδοτικοί οίκοι κινούνται πιο συντηρητικά, ένεκα κρίσης. Ανέκαθεν με εξέπληττε η ευκολία με την οποία οι Ελληνες εξέδιδαν τα ποιήματά τους και βάφτιζαν εαυτούς ποιητές. «Ο νέος ποιητής», «ο πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής». Πόσο ποιητής μπορεί να είναι ένας πρωτοεμφανιζόμενος; Πότε πρόλαβε με πέντε-έξι στίχους να γίνει ποιητής; Ξεφυλλίζω βιβλία ποιητών που δεν γνώριζα για να επιβεβαιώσω πως καλώς δεν τους γνώριζα. «Διάβασε Αγαθάγγελο Αρίωνα» μου λέει εκείνη. Διαβάζω κι εγώ: «Το περιττό-αβέβαιο Σήμερα / τρέμει στην υποψία / ενός απόλυτου Αύριο / που έρχεται για να το συνθλίψει. / Σε μια στιγμή / το Σήμερα έγινε Χθες / το Αύριο υπάρχει ακόμα / για να υπόσχεται και να ξεγελάει. / Σήμερα θάνατος, Αύριο πάλι… Πάλι αύριο».
«Αύριο πάλι θα ‘ρθω να σε βρω, κρίμα που δεν με πιστεύεις, κρίμα που δεν ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ» της σιγοτραγουδώ. Νίκος Γκάτσος, αυτός μάλιστα! Και έχει και ρίμα. «Δεν κατάλαβες τίποτα;». Κατάλαβα πως αυτός ο Αγαθάγγελος Αρίωνας ως ποιητής δεν έχει αύριο. Εντάξει, δεν είμαι φιλόλογος, από εκείνους τους πολυδιαβασμένους που έχουν χαλάσει τα μάτια τους σκυμμένοι ώρες ατελείωτες πάνω (και) από ποιήματα, ώστε να μπορώ να αρθρώσω μια άποψη εμπεριστατωμένη, να μπορώ να συζητήσω με επιχειρήματα ατράνταχτα περί ποιήσεως. Ως αναγνώστης, όμως, που διαβάζει σε καθημερινή βάση, εξακολουθώ κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά στη σύγχρονη ποίηση να παθαίνω ταχυκαρδία, εφίδρωση και να έχω τάσεις φυγής. Εκείνη, πάλι, επιμένει να με μυήσει, έχει πέσει σε κάτι σαν έκσταση, και με μάτια κλειστά απαγγέλλει Αγαθάγγελο Αρίωνα (πότε πρόλαβε και αποστήθισε όλα αυτά τα λόγια;): «Υπέρβαση, χαμόγελο πάνω από το τεμαχισμένο πτώμα της Ανοιξης», «Το μηδενικό στον ουρανό κάποιοι φεγγάρι το είπαν, κάποιοι μεσάνυχτα», «Εσύ, το πέλαγο, εγώ, το πέλαγο, εμείς, το πέλαγο, μαρμάρωσαν του Οδυσσέα τα τσιράκια. Κίρκη, έλα…». «Τι δουλειά έχει η Κίρκη, αυτή είναι σε άλλη ραψωδία, ο Ποσειδώνας το μαρμάρωσε το πλοίο» τολμώ να παρέμβω. «Κίρκη, έλα, προτού ο Ποσειδώνας την καρδιά ξεριζώσει του κωπηλάτη» συνεχίζει εκνευρισμένη με την άγνοιά μου.
Ολα αυτά Αρίωνας; Ολα! Και Αρίωνας και άλλοι πολλοί, άπειροι οι νέοι τίτλοι: «Αλαλαγμοί επιμόνως», «Αποκομιδή συναισθημάτων», «Το έαρ και το φρέαρ», «Υπόταση εκτός», «Το κορίτσι με το κοραλλένιο στρινγκ»… «Το κορίτσι με τι; Υπάρχει τέτοια συλλογή;» με ρωτάει. «Οχι, αλλά μπορεί να τη γράψω εγώ» απαντώ και τη ρωτώ με τη σειρά μου: «Υπάρχει Αγαθάγγελος Αρίωνας ή τον σκαρφίστηκες για να μου σπάσεις τα νεύρα; Ομολόγα!». Μόνο απαγγέλλει: «Το υποσύνολο της αμφιβολίας / αν του προσθέσεις / λίγα μέτρα τούλι / μοιάζει νύφη που περιμένει στα σκαλιά της εκκλησίας / έναν γαμπρό που πέθανε προσπαθώντας να μην την αγαπήσει». Ετσι είσαι; Σου έχω κάτι πολύ καλύτερο: «Ο γάμος σχόλασε / την ώρα που το σκουπιδιάρικο περνούσε / γεμάτο από σχέσεις που δεν ευοδώθηκαν / από έρωτες που διαψεύστηκαν / από παιδιά που παραμένουν αγέννητα. / Η νύφη απέστρεψε το βλέμμα / η γλίτσα του λασπωμένου ρυζιού που της πετούσαν είχε όμως ήδη ποτίσει το πάλλευκο νυφικό της». «Από πού είναι αυτό;». Από «Το κορίτσι με το κοραλλένιο στρινγκ», μόλις άρχισα να το γράφω.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ