ΑΠΕΙΡΑ λόγια και τόνοι από μελάνι έχουν χυθεί για το ζήτημα της ανεργίας τα τελευταία χρόνια. Το μόνο που τα συναγωνίζεται είναι οι υποσχέσεις και εξαγγελίες μέτρων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για την καταπολέμησή της. Ελάχιστα όμως είναι γνωστό ότι μεγάλο μέρος του προβλήματος, αν όχι το μεγαλύτερο, οφείλεται στη διαρθρωτική και στην τεχνολογική ανεργία. Οι δύο αυτές όψεις του ίδιου νομίσματος συνδέονται με το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικές κατευθύνσεις και ειδικότητες που παράγονται από το εκπαιδευτικό μας σύστημα όλων των βαθμίδων, δημόσιο και ιδιωτικό, βρίσκονται σε σοβαρή αναντιστοιχία προς τη ζήτηση της αγοράς εργασίας, τις τάσεις της οικονομίας και την εξέλιξη της τεχνολογίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις μας που στηρίζονται σε σχετικές έρευνες και επιστημονικές δημοσιεύσεις, η διαρθρωτική και η τεχνολογική ανεργία ευθύνονται κατά προσέγγιση για το μισό από το σύνολο του 10% της ανεργίας στη χώρα μας σήμερα.


Η παιδεία στη χώρα μας ολοένα και σε αυξανόμενους ρυθμούς παράγει ανέργους. Δαπανούμε τεράστιο παραγωγικό πλούτο σε υποδομή, ανθρωποώρες διδασκαλίας και διδασκομένων για να εκπαιδεύσουμε νέα παιδιά που με βεβαιότητα σχεδόν θα καταλήξουν στη μακροχρόνια ανεργία ή στην ετεροαπασχόληση. Παράλληλα ο επαγγελματικός προσανατολισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος, ενώ η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση είναι υποβαθμισμένες και λειτουργούν χωρίς συγκεκριμένο προγραμματισμό που να συνδέεται με ζήτηση ειδικοτήτων κατά περιφέρεια της χώρας.


Τελευταία επικρατεί η άποψη και η τάση να αυξάνεται ο αριθμός των εκπαιδευομένων σε όλες τις βαθμίδες της παιδείας. Εξεταστέο είναι επίσης αν σκοπός της παιδείας είναι η παιδεία με τη γενικότερη μορφή της ή η κατά το δυνατόν προσαρμογή της στη ζήτηση της αγοράς εργασίας και στις προοπτικές της. Χωρίς να αμφισβητείται η σκοπιμότητα της «παιδείας για την παιδεία», η ίδια η ζωή και οι ανάγκες της επιβάλλουν τη στροφή του συνολικού εκπαιδευτικού μας συστήματος σε ευρείες ειδικότητες που έχουν ζήτηση και προοπτική στην αγορά εργασίας. Η ραγδαία εξέλιξη της οικονομίας και της τεχνολογίας επιβάλλει αυτή την αναγκαιότητα, αλλιώς η οικονομία θα καταρρεύσει έτσι που δεν θα υπάρχουν οικονομικές δυνατότητες για να εφαρμοσθεί η αρχή της «παιδείας για την παιδεία». Χρειαζόμαστε λιγότερους ανειδίκευτους εργάτες, αποφοίτους λυκείου, γιατρούς, νομικούς, χημικούς, φυσικούς, αρχιτέκτονες, δημοσιογράφους και περισσότερους εξειδικευμένους συμβούλους επιχειρήσεων, προγραμματιστές Η/Υ, βιοτεχνολόγους, τεχνολόγους τροφίμων, ιχθυολόγους, νοσοκόμους, στελέχη τουριστικών επιχειρήσεων, εκπαιδευμένους αγρότες, ειδικευμένους τεχνίτες κλπ.


Για να πετύχουμε τους στόχους αυτούς, αναγκαίο είναι να διερευνηθούν σε βάθος οι τάσεις της ζήτησης και προσφοράς επαγγελμάτων και ειδικοτήτων κατά περιφέρεια (σχετική προμελέτη έχει γίνει και πρόκειται να δημοσιευθεί σύντομα από το ΚΕΠΕ). Παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει ριζική αναβάθμιση του επαγγελματικού προσανατολισμού και να αναπροσαρμοσθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα ώστε να παρέχονται οι αναγκαίες γενικές γνώσεις αλλά και να υπάρχουν οι δυνατότητες εξειδίκευσης και μεταπήδησης σε συναφείς ειδικότητες, ανάλογα με την πορεία της ζήτησης. Ετσι θα παρέχεται η δυνατότητα να είναι κάποιος απασχολήσιμος1, να μπορεί δηλαδή να βρίσκει δουλειά ή να διατηρεί τη θέση του, όχι γιατί έτσι επιβάλλει η νομοθεσία ή η όποια κρατική ή συνδικαλιστική πίεση, αλλά γιατί οι γνώσεις του και η εξειδίκευσή του ζητούνται στην αγορά εργασίας. Με τον τρόπο αυτόν και ο ίδιος ο εργαζόμενος θα είναι περισσότερο ασφαλής εργασιακά και με προοπτική να αυξήσει το εισόδημά του, αλλά και η οικονομία καθίσταται ανταγωνιστική.


Επιπλέον, η πολιτεία οφείλει να προειδοποιήσει τα νέα παιδιά και τις οικογένειές τους ότι η επιλογή ορισμένων εκπαιδευτικών κατευθύνσεων (που μάλιστα γίνεται μέσω και δαπανηρών σπουδών στο εξωτερικό, όπως λ.χ. του γιατρού) πιθανώς να μην οδηγήσει σε αντίστοιχη επαγγελματική αποκατάσταση λόγω του ότι τα επαγγέλματα αυτά είναι ήδη κορεσμένα.


Ευνόητο είναι ότι ταυτόχρονα θα πρέπει να υπάρξουν πολλαπλού τύπου μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας (ενίσχυση των γραφείων εργασίας και των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, επιδοτούμενη απασχόληση, τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, ευελιξία της αγοράς εργασίας, ενίσχυση της εργασιακής και γεωγραφικής κινητικότητας, αύξηση του ποσοστού του οικονομικού ενεργού πληθυσμού στο σύνολο του πληθυσμού, ειδικές πολιτικές για τους αλλοδαπούς εργαζομένους κλπ.), αλλά και επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς καθώς και αντίστοιχη εκπαίδευση που θα επιτρέπει την εξειδίκευση αλλά και την ευελιξία στην αγορά εργασίας.


Η προώθηση όμως επιμέρους μέτρων, όπως και η γενικότερη ανάπτυξη της οικονομίας, ενώ είναι αναγκαία, δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει την καρδιά του προβλήματος σήμερα, που δεν είναι άλλη από τη διαρθρωτική και την τεχνολογική ανεργία. Μόνο με τη ριζική αναδιοργάνωση των κατευθύνσεων του συνολικού εκπαιδευτικού μας συστήματος θα μπορέσουν οι νέοι μας να είναι απασχολήσιμοι, να έχουν δηλαδή δυνατότητες απασχόλησης, σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον.


1. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες που έχουν γίνει στις ΗΠΑ, ένας μέσος εργαζόμενος αλλάζει δέκα εργασίες στη διάρκεια της εργασιακής ζωής του μεταξύ 18 και 65 ετών. Οι επτά από τις δέκα αυτές εργασίες αφορούν τα δέκα πρώτα χρόνια. Βλ. Kaufman Β., The Economics of Labor Markets, The Dryden Press, 1995, σελ. 5.


Ο κ. Θ. Κατσανέβας είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.