Στο σπίτι µου το ντους είναι δίπλα σε ένα παράθυρο που κοιτάζει σε έναν μικρό και σκοτεινό ακάλυπτο. Εχω τοποθετήσει σήτα, η οποία είναι μόνιμα κατεβασμένη. Ανοιχτό το είχα τις προάλλες ενώ έκανα ντους, όταν με την άκρη του ματιού μου έπιασα εκεί, πίσω από τη σήτα, πάνω στον τοίχο, κάτι σαν κίνηση. Μια τεράστια κατσαρίδα κουνούσε σε slow motion τις επίσης τεράστιες κεραίες της. Don’t panic, σκέφτηκα. Το τέρας δεν μπορεί να σε πλησιάσει. Αρχισα να χοροπηδώ και να τραγουδώ δυνατά για να το διώξω. Κάπου είχα διαβάσει πως οι κατσαρίδες ακούν από τα πίσω πόδια τους. Είναι αλήθεια;
Συνέχισα να τραγουδώ, τα πίσω πόδια δεν έδειχναν καμία αντίδραση. Ούτε το υπόλοιπο σώμα. Της έριξα λίγο νερό με το «τηλέφωνο». Πάντα ακίνητη! Η λογική αντίδραση θα ήταν να φέρω το κατσαριδοκτόνο και να ψεκάσω όλη τη σήτα. Τον τελευταίο καιρό, όμως, έπαιζα τον οικολόγο. Είχα διαβάσει πως μια κατσαρίδα μπορεί και να σου σώσει τη ζωή. Εχουν λέει τόσο ευαίσθητο νευρικό σύστημα που αν τις εξοπλίσεις κατάλληλα τις μετατρέπεις σε ανιχνευτές οι οποίοι σε περίπτωση σεισμού μπορούν να εντοπίζουν παγιδευμένους στα ερείπια. Τις κατσαρίδες τις φοβάμαι, τους σεισμούς τους φοβάμαι περισσότερο, αποφάσισα να την αφήσω να ζήσει. Μπορεί και να μου το ξεπληρώσει. Κάποτε.

Της χάρισα τη ζωή. Μάταια περίμενα από εκείνη την επόμενη κίνηση. Μια κίνηση που θα έδειχνε την ευγνωμοσύνη της. Δηλαδή, πολύ απλά, περίμενα να φύγει. Την επόμενη ημέρα, την ώρα που πλενόμουν, είδα πάλι τις κεραίες της να εμφανίζονται, στο κάτω μέρος του παραθύρου. Τέτοιος πανικός, ούτε στο ντους τού «Ψυχώ». Ηταν μια απερίγραπτα επίμονη κατσαρίδα. Μια κατσαρίδα θρασεία. Μια κατσαρίδα-ματάκιας που κατάλυε την ιδιωτικότητά μου. Κανένα έλεος.
Είχε έρθει η ώρα να πιάσω το κατσαριδοκτόνο. Εκλεισα πόρτες και παράθυρα και μετέτρεψα το σπίτι σε θάλαμο αερίων. Εφυγα για μερικές ώρες, γιατί αν έμενα ο επόμενος που θα έμπαινε δεν θα έβρισκε νεκρή μόνο τη Μαριγούλα –έτσι τη βάφτισα –αλλά και εμένα. Μάλλον, μόνο εμένα. Την επομένη η Μαριγούλα εμφανίστηκε πάλι να με κοιτάζει με τις τεράστιες φθονερές κεραίες της. Ο οικολογικός εαυτός μου έδωσε τη θέση του σε έναν Εξολοθρευτή πιο σκληρό και από τον Σβαρτσενέγκερ. Ξαναψέκασα. Την άλλη μέρα ήταν πάλι εκεί! Κάθε συμπόνια είχε πλέον πεθάνει μέσα μου. Αγόρασα το θαυματουργό και πανάκριβο τζελ που εγγυάται «κατσαρίδες τέλος». Εβαλα παντού. Το σπίτι είχε μετατραπεί σε μια επικίνδυνη τοξική παγίδα. Εως και τα φυτά μου είχαν αρχίσει να κατσιάζουν από τις αναθυμιάσεις των φαρμάκων. Μόνο η Μαριγούλα, κάθε πρωί που έμπαινα στο ντους, έκανε την εμφάνισή της πάντα με το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο… στις κεραίες της. Αν εξαφανιστώ και δεν με βρουν ποτέ, θα με έχει κατασπαράξει. Ναι, βλέπω πολλά θρίλερ.

Και ναι, το τέρας έχει, όπως καταλαβαίνετε, αρχίσει να επηρεάζει δραματικά την καθημερινότητά μου. Η διαρκής παρουσία της πίσω από τη σήτα γεννάει σκέψεις παράλογες στο μυαλό μου. Κυρίως φοβάμαι μήπως γίνω ένας νέος Γκέοργκ Σάμσα, ο άνδρας ο οποίος στη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα μεταμορφώθηκε σε κατσαρίδα. Γι’ αυτό επιτίθεμαι για άλλη μία φορά, τώρα με νεπέτα. Τη λένε και μαγιοβότανο. Τη βράζεις και ψεκάζεις. Κανένα αποτέλεσμα. Πετώ στον ακάλυπτο αγγούρι και φύλλα δάφνης, που τις διώχνουν. «Θα γεμίσουμε μυρμήγκια» μου λέει μια γειτόνισσα. Προτιμάτε τις κατσαρίδες; Ξαναφλιτάρω με νεπέτα. «Μας ψεκάζουν» λέει μια άλλη. Put the blame on me! «Να θυμιατίσεις», επιμένει η τρίτη, «το λιβάνι τις διώχνει». Να ‘μαι και με το θυμιατό στο χέρι. Μήπως να κάνω και κανέναν αγιασμό που δεν έχω κάνει ποτέ; Ή να απευθυνθώ στη Σέλμπι, την εννιάχρονη που είναι εθισμένη στις κατσαρίδες και τις συγκεντρώνει σε μικρά κουτάκια-φωλίτσες στο δωμάτιό της; Οι γονείς της, λέει, δεν έχουν πρόβλημα, τις αντιμετωπίζουν ως κατοικίδια.
Εγώ, πάλι, έχω πρόβλημα. Απευθύνθηκα σε εταιρεία απεντόμωσης. Ηρθαν κάτι νέα παιδιά ίδια οι «Ghostbusters», με μπιτόνια στις πλάτες τους, και ψέκασαν κάθε γωνιά. Μία εβδομάδα μετά, η Μαριγούλα ήταν άφαντη. Διάβασα λίγο Ρίτσο στη μνήμη της: «Μένω άγρυπνη, ν’ ακούω απ’ το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους, τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν με βαθιές εισπνοές…». Χθες, την ώρα του ντους, δεν μπορείτε να φανταστείτε ποια εμφανίστηκε πίσω από τη σήτα! Ή μάλλον μπορείτε. Παραδίνομαι!
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Αυγούστου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ