Συνεχίζω τις επετειακές αναφορές μου (Το Βήμα, 22-1 και 23-4-2017) για τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από την «Υπόθεση Σόκαλ» (από τη δημοσίευση του κειμένου με το οποίο ο Αμερικανός φυσικός Αλαν Σόκαλ σατίριζε, μιμούμενος το ύφος της, τη βεβαιότητα της μεταμοντέρνας θεωρίας περί του παντός ως προϊόντος κοινωνικής κατασκευής) με μιαν επιφυλλίδα αναφερόμενη στην εφαρμογή αυτής της θεωρίας στο πεδίο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Πρόκειται για την κυρίαρχη πλέον ιδέα, όχι μόνο στον ιστοριογραφικό χώρο, ότι αυτοί που σήμερα ονομάζονται Ελληνες έμαθαν ότι πρέπει να αυτοαποκαλούνται έτσι κυρίως από τους ξένους. Η ιδέα, που απορρέει από τη μεταμοντέρνα (ως επί το πλείστον) πεποίθηση ότι το έθνος είναι κατασκευή του κράτους (και όχι το αντίστροφο), θεωρεί βέβαιο ότι οι κοινότητες –στο πλαίσιο μιας αυτοκρατορίας –που ως τώρα θεωρούσαμε εθνικές ήταν μόνο πολιτισμικές, και ότι το εθνικό αίσθημα, με την εξαίρεση ορισμένων μελών της ελίτ, ήταν ανύπαρκτο στον λαό της κοινότητας. Ως εκ τούτου –καταλήγει η θεωρία –στα μέλη της πολιτισμικής κοινότητας, που ως τo 1800 αποκαλούνταν Χριστιανοί ή Ρωμαίοι και από τα οποία συγκροτήθηκε το κράτος που ονομάστηκε Ελλάς, άρχισε να αποδίδεται αναδρομικά η (νεο)ελληνική συνείδηση και το όνομα Ελληνες.
Η πολιτισμική συνείδηση της πριν από τον 19ο αιώνα ελληνόφωνης κοινότητας –εξηγεί η θεωρία –άρχισε να μετατρέπεται σε εθνική κυρίως επειδή οι Ευρωπαίοι της εποχής του Διαφωτισμού πληροφορούσαν τα αδαή μέλη της (τόσο τα φιλομαθή της ελίτ όσο και τα αμαθή του λαού) ότι έχουν δεσμούς συγγένειας με τους αρχαίους Ελληνες. Υπαγορευόμενη από το θέσφατο της θεωρίας η βεβαιότητα αυτή επαναλαμβάνεται, όχι μόνο από ιστορικούς αλλά και από φιλολόγους, κοινωνιολόγους, κοινωνικούς ανθρωπολόγους, πολιτειολόγους, αρχαιολόγους και εν γένει δημοσιογραφούντες μεταδιδόμενη υπό μορφήν επιδημίας. Παραθέτω χαρακτηριστικά δείγματά της:
1) «Οι Ελληνες, διαφορετικά από ό,τι άλλα έθνη, έλαβαν την εθνική τους ταυτότητα από τη Δυτική Ευρώπη ως ένα ετοιμοπαράδοτο πακέτο» (2007). Ο φορέας αυτής της διαπίστωσης, καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας κορυφαίου βρετανικού Πανεπιστημίου, παραπέμπει προς τεκμηρίωσή της σε κείμενο προϊστορικής αρχαιολόγου (2003), η οποία είχε απλώς αναμασήσει την επί του θέματος βεβαιότητα από κείμενα θεωριακών ιστορικών.
2) «Οι ξένοι κυρίως φιλέλληνες μάς ενέσπειραν την ιδέα της καταγωγής μας από τους αρχαίους προγόνους μας» (2014). Ο συγγραφέας, κορυφαίος γενετιστής, παραπέμπει σε χωρίο δικής του μελέτης (2013), το οποίο δεν παραπέμπει πουθενά.
3) «Η πρώιμη ελληνόφωνη μπουρζουαζία στα τέλη του 18ου αιώνα», γράφει ανέμελα επιφανής κοινωνιολόγος (2013), «ερχόμενη σε επαφή με την ευρωπαϊκή «ελληνολατρία», πείστηκε αμέσως για τη δική της συλλογική κλίση».
Οσο για τους θεωριακούς ιστορικούς μας, αυτούς τους καλύπτει η διαπίστωση του εφευρέτη της θεωρίας των «φαντασιακών κοινοτήτων» Μπένεντικτ Αντερσον, σύμφωνα με την οποία (1983) «το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα ένας μικρός αριθμός ελληνόφωνων χριστιανών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν σπουδάσει ή ταξιδέψει έξω από τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απέκτησε πρόσβαση στο αρχαιοελληνικό «παρελθόν»».
Οι καταβολές αυτών των απόψεων βρίσκονται, βέβαια, σε ανάλογες πεποιθήσεις δύο παλαιότερων βυζαντινολόγων, των Ρ. Τζένκινς και Σ. Μάνγκο. Το γεγονός ότι αποδείχτηκαν ασύστατες από το έργο όχι μόνο Ελλήνων (Σβορώνος, Βακαλόπουλος, Βρυώνης κ.ά.) αλλά και επιφανών ξένων ιστορικών (λ.χ. Χούνγκερ, Λεμέρλ, Ράνσιμαν) δεν εμπόδισε τις πεποιθήσεις αυτές να επανέλθουν δριμύτερες αναβαπτιζόμενες στα γάργαρα νάματα των νέων θεωριών περί εθνικής κατασκευής. Κι αυτό παρότι οι κύριοι εισηγητές αυτών των θεωριών, Μπ. Αντερσον και Ε. Γκέλνερ, έχουν δηλώσει γραπτώς, ο πρώτος ότι «οι γνώσεις του για τη Νεοελληνική Ιστορία είναι ελάχιστες» (1983) και ο δεύτερος ότι η νεοελληνική περίπτωση «φαίνεται να αποτελεί μείζον πρόβλημα για τη θεωρία» του (1997).
Τι είναι εκείνο που κάνει πολλούς ιστορικούς μας, αλλά και θεράποντες άλλων γνωστικών αντικειμένων, να αισθάνονται την ανάγκη να συνταχθούν με κάτι που η ενδελεχής μελέτη της διαμόρφωσης του νέου ελληνισμού αποδεικνύει λανθασμένο; Ακριβέστερα: τι είναι εκείνο που απωθεί αυτούς τους ιστορικούς (οι άλλοι απλώς αναπαράγουν) από τη σοβαρή μελέτη των ιστορικών πηγών των σχετικών με αυτή τη διαμόρφωση; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να αναζητήσει κανείς στην παθογένεια του ελληνικού πανεπιστημιακού επαρχιωτισμού. Που δεν είναι η συνήθης παθογένεια του επαρχιωτισμού, την οποία –στα εθνικά θέματα –εκδηλώνει ο ουσιοκρατικός εθνοκεντρισμός, αλλά ο φόβος του επαρχιωτισμού: το αίσθημα μιας μειονεξίας που κάνει τους εν λόγω ιστορικούς μας να ασπάζονται άκριτα τους διανοητικούς τρόπους της πρωτεύουσας –στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρίες της εθνικής διαμόρφωσης κατασκευασμένες από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν επαρκώς την ιστορία της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης.
Ετσι, αντί να ελέγξουν αυτές τις θεωρίες, οι ιστορικοί μας, στην επιθυμία τους να αποδομήσουν τα ιδεολογήματα του φονταμενταλιστικού ελληνοκεντρισμού, εμφανίζονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Η εύλογη αποστροφή τους για τους εθνικούς μας μύθους τούς έχει οδηγήσει στο άλλο άκρο: στη δημιουργία θεωριακών μύθων, αντιστρόφως ανάλογων με εκείνους των αντιπάλων τους.
Οτι οι (νεο)Ελληνες κατασκεύασαν τον εαυτό τους κυρίως με τα όσα έμαθαν γι’ αυτόν από τους ξένους είναι ένας από αυτούς τους μύθους.
Αλλά για το ποιος έμαθε σε ποιον θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ