Ο σχεδιασμός ήταν λάθος από την αρχή και εμπεριεχόταν μια προχειρότητα στην όλη σύλληψή του.
Η σκέψη για την παραγωγική ανασυγκρότηση ήταν η περαιτέρω ενίσχυση των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, ώστε με τη σταδιακή εγκατάλειψη της καλλιέργειας μικρών εκμεταλλεύσεων από ετεροεπαγγελματίες ή συνταξιούχους να γίνουν βιώσιμες οι υπάρχουσες εκμεταλλεύσεις.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσουν χαρακτηριστικά οι διευκρινιστικές εγκύκλιοι που αφορούν στο τι θα ισχύσει για τις ασφαλιστικές εισφορές ετεροπεπαγγελματιών αγροτών και ετεροσυνταξιούχων και έτσι να έχουμε δραματική μείωση φέτος των δηλώσεων ΟΣΔΕ, κατά 80.000 κωδικούς (άρα και εκμεταλλεύσεις) και μαζική μεταβίβαση δικαιωμάτων.
Την ίδια ώρα η ανησυχία για τους δασικούς χάρτες κορυφώνεται καθώς είναι ορατός ο κίνδυνος 2,5 εκατομμύρια στρέμματα αγροτικής γης, καταπατημένης, ή εκχερσωμένης, ή προκύψασας από αναδασμούς που παραχώρησε η πολιτεία αλλά δεν αποδέχθηκαν οι δασικές υπηρεσίες, να μείνουν εκτός επιδοτήσεων.
Είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται παραγωγική ανασυγκρότηση όχι με πρόσθεση παραγωγικών δυνάμεων αλλά με αφαίρεση, στη λογική να γίνουν βιώσιμες οι εναπομείνασες εκμεταλλεύσεις. Και έτσι φτάσαμε οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες να μην ξεπερνούν τους 250.000 στη χώρα, όταν πριν από 5 χρόνια οι δηλώσεις ΟΣΔΕ υπερέβαιναν τις 900.000(!).
Την ίδια ώρα στους κόλπους της ΕΕ σε συνδυασμό με το Βrexit και την απώλεια σημαντικών κονδυλίων που συνεισέφερε η Βρετανία στην Κοινή Αγροτική Πολιτική η τάση για τη νέα ΚΑΠ που θα εφαρμοστεί από το 2020 και μετά είναι να στηριχθούν κυρίως οι «μικροί», αυτοί δηλαδή με τις μικρές στρεμματικές εκμεταλλεύσεις, που θα επιβιώσουν χάρη στον συνεργατισμό και τις ομάδες παραγωγών, που θα διαφοροποιούνται στην καλλιέργεια ποιοτικών και διαφορετικών προϊόντων και όχι μαζικών σε μεγάλες εκμεταλλεύσεις…
Ολα αυτά είναι σε γνώση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, που συμμετέχει στα συμβούλια των υπουργών Γεωργίας στις Βρυξέλλες, ή στο Λουξεμβούργο, εν τούτοις υπάρχει εμμονή και επιμονή για διάλυση της παραγωγικής βάσης που στηρίζεται στην οικογενειακής μορφής εκμετάλλευση σε όλον το μεσογειακό Νότο.
Η Ελλάδα στήριξε όλα τα προηγούμενα χρόνια το αφήγημά της για την κατανομή των κοινοτικών επιδοτήσεων στη διαφορετικότητα του ελληνικού κλήρου, στο γεγονός ότι ο μέσος κλήρος είναι μικρός και χρήζει περαιτέρω ενίσχυσης αυτός ο αγρότης ή κτηνοτρόφος και έτσι κατόρθωνε μετά βίας αφού πάντα υπήρχαν αντιρρήσεις να συγκεντρώνει ένα σεβαστό ποσό ανά στρέμμα κοινοτικών εισροών.
Και τώρα που η τάση αυτή τείνει να γίνει κυρίαρχη στους κόλπους της ΕΕ εγκαταλείπει αυτόν τον σχεδιασμό και καμώνεται ότι θα αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό, έχοντας παραδώσει στις διεθνείς συμφωνίες προϊόντα προστατευόμενα όπως η φέτα, παραδίδοντας βορά την εγχώρια παραγωγή (π.χ. γιαουρτιού) με την υιοθέτηση πλήρως της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ και κυρίως αποτρέποντας τους αγρότες από το να συνεταιριστούν με την εξοντωτική φορολόγηση και οδηγώντας αρκετούς με ανεδαφικούς φόρους, όπως αυτός στο κρασί, στη «μαύρη οικονομία».
Ηδη καταγράφεται όργιο «μαύρης οικονομίας» στη διακίνηση αγροτικών προϊόντων κυρίως σε Θεσσαλία και Βόρεια Ελλάδα.
Κοντολογίς, με αυτά και με αυτά κινδυνεύουμε ως χώρα από το 2020 και μετά να υποστούμε δραματική μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ ετησίως, αφού θα πάμε με μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις αλλά λιγότερους αγρότες και λιγότερη έκταση να διεκδικήσουμε κονδύλια που θα διανέμονται στη λογική να πάνε σε πολλούς και μικρούς, από μία πίτα συρρικνωμένη λόγω Brexit.
Αυτό είναι πιθανό να πυροδοτήσει έναν ακόμη μεγαλύτερο ευρωσκεπτικισμό στην ελληνική περιφέρεια, που αποτελούσε λόγω της ΚΑΠ όλα αυτά τα χρόνια το προπύργιο της ευρωσυναίνεσης. Και δεν θα φταίνε πάλι οι Φράγκοι…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ