«Ο κ. Σημίτης θα καταγραφεί στην Ιστορία ότι ήταν ο Πρωθυπουργός που έβλεπε τις μίζες να περνούν δίπλα του, χωρίς να αντιδρά». Με τη δήλωση αυτή ο Α. Τσίπρας έδωσε το έναυσμα μιας, από κοινού με τον Τύπο της λαϊκιστικής Δεξιάς, οργανωμένης εκστρατείας, κατά του πρώην πρωθυπουργού. Οι λόγοι είναι προφανείς.

Ο Κ. Σημίτης δεν έμεινε ποτέ σιωπηλός θεατής της παρακμιακής πορείας της χώρας. Η ετυμηγορία του, για το ποιόν της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καταλυτική: «Μας κυβερνούν ανόητοι».

Οι αποκαλύψεις Βαρουφάκη τον επιβεβαιώνουν. Εκείνο όμως που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία είναι η απήχηση των παρεμβάσεών του υπέρ της ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς, σε νέο φορέα με εκσυγχρονιστικό πρόσημο και το, εκ των πραγμάτων, ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με την εκσυγχρονιστική ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η Ιστορία έχει καταγράψει τον Κ. Σημίτη ως τον Πρωθυπουργό που πέτυχε να εντάξει την Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, την ΟΝΕ και την Κύπρο στην ΕΕ, παρά τις αντιδράσεις της Τουρκίας.

Στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, από τη συγχώνευση των χιλιάδων κοινοτήτων στους καποδιστριακούς δήμους, τον εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος και την ανάδειξή του σε μοχλό ανάπτυξης, μέχρι την ίδρυση των ΚΕΠ και της «βοήθειας στο σπίτι», έγιναν σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού της χώρας και της οικονομίας.

Η αναδίπλωση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση ανέκοψε τη μεταρρυθμιστική δυναμική Σημίτη. Εγινε φανερό ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις για σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές.

Προσέκρουσαν στις λυσσαλέες αντιδράσεις του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, δεξιού και αριστερού. Κυρίως όμως στο βαθύ λαϊκιστικό ΠαΣοΚ, που, σήμερα, έχει μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ.

Οι αναχρονιστικές και αντιδραστικές δυνάμεις της λαϊκιστικής Αριστεράς και Δεξιάς επιχείρησαν να δαιμονοποιήσουν τα ιστορικά επιτεύγματα της γονιμότερης οκταετίας της Μεταπολίτευσης.

Το ευρώ, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, μαζί με τη διαφθορά θεωρήθηκαν ως οι αιτίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία.

Η αλήθεια είναι ότι στη χρεοκοπία μάς οδήγησαν οι τρεις παθογένειες της Μεταπολίτευσης, κρατισμός, λαϊκισμός και κομματοκρατία, που έχουν προσβάλει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.

Στη μεταρρυθμιστική άπνοια που επικράτησε πρωταγωνιστής ήταν η Αριστερά. Αντιτάχθηκε σε κάθε μεταρρύθμιση, υπερασπίστηκε κάθε συντεχνιακό κατεστημένο.

Η παράξενη, αλλά όχι ανεξήγητη συμμαχία των «ουτιδανών» (δανείζομαι τον όρο από σχετικό σχόλιο του Δ. Ψυχογιού) που, χωρίς να μπορούν να επικαλεστούν τη λύση κανενός προβλήματος –αντίθετα, βαρύνονται με την επιδείνωση όλων, με κατάληξη τη χρεοκοπία -, εγκαλούν τον πιο επιτυχημένο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης, μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, επειδή δεν τα έλυσε όλα. Πράγματι, ο Κ. Σημίτης δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της διαφθοράς.

Το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος.

Η διαφθορά αποτελεί μάστιγα της δημόσιας ζωής. Οχι μόνο στη χώρα μας, αλλά διεθνώς. Εχει πλήξει κάθε μορφή εξουσίας, τον κρατικό μηχανισμό και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

Ο ορθολογισμός του Κ. Σημίτη δεν του επέτρεψε να δώσει μια μάχη, που δεν θα μπορούσε να κερδίσει. Ο Α. Παπανδρέου τού κληροδότησε ένα κόμμα φορέα του ιού της διαφθοράς. Ο καταδικασθείς για διαφθορά πρώην υπουργός Αμυνας ήταν πολιτικό του τέκνο και, παρά τρεις ψήφους, διάδοχός του. Ο Κ. Σημίτης ήταν αδύνατο να υποβάλει το ΠαΣοΚ σε διαδικασία αυτοκάθαρσης.

Γιατί τα κόμματα διορθώνονται μόνο όταν βρίσκονται στην Αντιπολίτευση. Ποτέ όταν είναι στην κυβέρνηση. Διότι τότε η κυβέρνηση καταρρέει. Αλλωστε, η διαφθορά αποκαλύπτεται, κατά κανόνα, μετά την απομάκρυνση από την εξουσία. Κανείς πρωθυπουργός δεν μπορεί να γνωρίζει αν μια υπογραφή υπουργού του είναι προϊόν συναλλαγής. Η αποκάλυψη είναι συνήθως έργο του Τύπου και της αντιπολίτευσης.

Καμία καταγγελία κατά του πρώην υπουργού Αμυνας δεν διατυπώθηκε όσο βρισκόταν στην εξουσία. Θυμίζω ότι ηγετικά στελέχη της Αριστεράς προλόγισαν το βιβλίο του, διότι ήταν θιασώτης της «κυβερνώσας Αριστεράς». Και σήμερα δηλώνει ότι ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι στενότεροι συνεργάτες του έχουν εγκατασταθεί στον κομματικό πυρήνα του κυβερνώντος κόμματος.

Ο Κ. Σημίτης φρόντισε να περιχαρακώσει το προσωπικό του περιβάλλον. Γι’ αυτό κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την προσωπική του ακεραιότητα. Η δήλωσή του «όποιος έχει στοιχεία να πάει στον Εισαγγελέα» εξέφραζε μια πραγματικότητα.

Το ίδιο επικαλέστηκαν και οι σημερινοί κυβερνώντες απαντώντας σε καταγγελίες της αντιπολίτευσης. Ουδέποτε ο Σημίτης κάλυψε στελέχη της κυβέρνησης ή του κόμματός του. Δεν δίστασε να απομακρύνει συνεργάτες του με την απλή υποψία επίμεμπτης συμπεριφοράς.

Θυμίζω ότι ο επί οκταετία διευθυντής του Πρωθυπουργικού Γραφείου ήταν ο Ν. Θέμελης. Ενα κόσμημα της δημόσιας ζωή, με αδαμάντινο ήθος και ανεκτίμητη προσφορά στη χώρα και στην πολιτική.

Η διαφθορά ήταν, είναι και θα είναι παρούσα στη δημόσια ζωή. Ευδοκιμεί συνήθως σε κυβερνήσεις με καθεστωτική νοοτροπία. Και οι τρεις ηγέτες χωρών της Λατινικής Αμερικής, Μαδούρο, Κίρχνερ και Λούλα, προς τους οποίους ο Α. Τσίπρας έχει, κατά καιρούς, εκφράσει τον θαυμασμό του, είναι σήμερα κατηγορούμενοι ή καταδικάστηκαν ήδη για διαφθορά.
«Ψεύτες μπορεί να μας πουν, όχι όμως διεφθαρμένους» δήλωσε πρόσφατα ο Α. Τσίπρας. Η λαϊκή σοφία προειδοποιεί: «Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις».

Του θυμίζω ότι είναι η δική του κυβέρνηση που επανέφερε τις σκανδαλώδεις κατατμήσεις και αναθέσεις δημοσίων έργων σε φίλα προσκείμενους εργολάβους. Είναι η ίδια που ψηφίζει χαριστικές τροπολογίες σε προσκείμενους επιχειρηματίες με προφανή στόχο να διευκολύνει την είσοδό τους στον χώρο των media.

Δεν είμαι ιστορικός. Καταθέτω ως πολιτικός την προσωπική μου εκτίμηση για το έργο και την προσωπικότητα του Κ. Σημίτη. Προσυπογράφω την ετυμηγορία του κορυφαίου ιστορικού και καθηγητή Κ. Κωστή: «Ο Σημίτης ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια των Ελλήνων, ούτε καν των ψηφοφόρων του κόμματός του. Ωστόσο αναδείχθηκε ένας από τους επιτυχημένους πρωθυπουργούς στην ιστορία της Ελλάδας».

Ο επαρχιωτισμός της ελληνικής πολιτικής ζωής δεν είναι συμβατός με την ευρωπαϊκή προσωπικότητα του Κ. Σημίτη.

Ο κ. Βασίλης Κοντογιαννόπουλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ