Πριν από μερικές βδομάδες στις «Νέες Εποχές» υπήρχε κείμενό μου με τον τίτλο «Το χρονίως κοινολεκτούμενο απολανθάνεται;». Στην ακροτελεύτια παράγραφο εκείνου του κειμένου έγραφα ότι θα επανέλθω. Και αυτό, επειδή, ακόμα και αν δεχτούμε ότι η ρήση ισχύει, μένουν να απαντηθούν ερωτήματα όπως: Πότε απολανθάνεται το κοινολεκτούμενο; Υπό ποιες προϋποθέσεις; Ποιος μας προφυλάσσει από ενδεχόμενη κατάχρηση αυτής της επιτρεπτικότητας;
Σε αυτήν την (ας την πούμε) δέσμευσή μου ήρθε να προστεθεί και ότι αρκετοί εξέφρασαν έκπληξη για την τολμηρή(;) άποψή μου ότι η χρήση ρημάτων όπως τα διαρρέω, χρεοκοπώ, λήγω ως μεταβατικών («το διέρρευσε», «μας χρεοκοπήσατε», «το λήξαμε», κ.ο.κ.), έστω και αν είναι προφανώς εσφαλμένη, έχει μια εκφραστική δύναμη που με το πέρασμα του χρόνου τείνει να νομιμοποιήσει τη μετάλλαξή τους σε μεταβατικά. Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, έγραφα, και επομένως όχι απλώς μπορεί αλλά και επιβάλλεται ορισμένες φορές να αλλάζει, ανταποκρινόμενη στις ενδογενείς ανάγκες της αλλά και στις ανάγκες των καιρών.
Ορισμένα παραδείγματα, πέρα από τα αμετάβατα ρήματα που τείνουν να μετατραπούν σε μεταβατικά, θα επιβεβαιώσουν νομίζω του λόγου το αληθές.
Ολοι –ή σχεδόν όλοι –γνωρίζουμε ότι ο πασίγνωστος στίχος του Σολωμού «και διηγώντας τα να κλαις» πάσχει από γραμματική άποψη. Δεν υπάρχει ρήμα διηγώ, και επομένως ούτε μετοχή διηγώντας. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο Σολωμός, όντας κατά βάση ιταλόφωνος, πάλευε να δαμάσει την ελληνική γλώσσα προκειμένου να γράψει σε αυτήν. Και όμως, αυτός ο «εσφαλμένος» γραμματικός τύπος όχι μόνον ακούγεται τόσο όμορφος ώστε να φαίνεται αδιανόητο να τον απορρίψει κάποιος, αλλά έχει μετατραπεί με τα χρόνια και σε παροιμιώδη έκφραση της νεοελληνικής («Ξέρεις τι ήταν αυτός, κάποτε; Πού να σου λέω; Και διηγώντας τα να κλαις!»). Να, λοιπόν, που το τεράστιο κύρος του Σολωμού, ο ποιητικά εύστοχος και άρτιος στίχος του, αλλά και το πέρασμα του χρόνου, έχουν συντελέσει στη «γλωσσική νομιμοποίηση» της εν λόγω διατύπωσης.
Επίσης, όλοι –ή σχεδόν όλοι –γνωρίζουμε ότι η χρήση τού σαν αντί του ως όταν πρόκειται για κατηγορούμενο είναι λάθος, όπως λάθος είναι βέβαια, αντιστρόφως, και η χρήση τού ως αντί του ορθού σαν σε εκφράσεις όπως «θα το προσέχω ως κόρην οφθαλμού» ή «εισέβαλε ως ταύρος σε υαλοπωλείο». Και όμως, υπάρχει μια έκφραση στην οποία μού φαίνεται αδιανόητο να επέμβω διορθωτικά, παρά το οφθαλμοφανές λάθος: «Εγώ παιδί μου, σαν μάνα σου, οφείλω να σου πω…». Μη μου πείτε ότι έχετε ακούσει ή ότι φαντάζεστε κάποια γυναίκα να λέει, στον γιο της ή στην κόρη της: «Εγώ παιδί μου, ως μάνα σου…».
Περνώντας σε ένα άλλο πεδίο, αυτών των κυρίων ονομάτων, θα εστιάσω (λόγω περιορισμένου χώρου) σε δύο μόνον παραδείγματα. Ολοι ξέρουμε ότι η αγγλική λέξη church προφέρεται τσερτς. Επομένως, και το πασίγνωστο επώνυμο Churchill δεν μπορεί παρά να προφέρεται Τσέρτσιλ. Και όμως, επειδή κάποιος, κάποτε, στις αρχές του 20ού αιώνα, το μετέγραψε παρ’ ημίν ως Τσώρτσιλ, πάει, έμεινε. Είναι τέτοιο το βάρος του εν λόγω ονόματος αλλά και τόσο στενή η σύνδεσή του με την ελληνική πραγματικότητα, ώστε να είναι αδιανόητη η όποια διορθωτική επέμβαση. Θα τολμούσε, άραγε, κάποιος να γράψει ακόμη και σήμερα κείμενο στο οποίο να γίνεται λόγος για «τον ρόλο του Τσέρτσιλ» στην Εκστρατεία της Καλλίπολης ή στα Δεκεμβριανά; Απλώς ο αναγνώστης θα νόμιζε ότι, πιθανότατα, πρόκειται για κάποιο άλλο, άγνωστό του, πρόσωπο. Ετσι, γράφω κι εγώ, όπως όλοι, Τσόρτσιλ ή Τσώρτσιλ (άλλη συζήτηση, που όμως δεν είναι της παρούσης, αν το γράφει κανείς με «ο» ή με «ω»).
Και τι γίνεται, αλήθεια, με μια περίπτωση όπως αυτή του Μολότοφ; Τον οποίο (λόγω θεματολογίας) έβρισκα συνεχώς μπροστά μου σε πρόσφατες μεταφράσεις μου; Το σωστό, όπως λένε οι ρωσομαθείς, είναι Μόλοτοφ. Τι κάνεις, λοιπόν; Επεμβαίνεις διορθωτικά και γράφεις για το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μόλοτοφ; Μένεις στο παραδοσιακά κοινολεκτούμενο Μολότοφ. Νομίζω ότι η ισχύς του εσφαλμένου τύπου (Μολότοφ), στον οποίο και αποφάσισα τελικά να μείνω πιστός, οφείλεται κυρίως στην ευρύτατη χρήση του στην καθομιλουμένη λόγω του γνωστού εκρηκτικού μείγματος.

Ξέρω ότι τα όρια είναι συχνά ασαφή και δυσδιάκριτα, αλλά τι να κάνουμε; Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι στο ίδιο μετάφρασμα δεν είχα ενδοιασμό να διορθώσω το κοινολεκτούμενο Καγκάνοβιτς (άλλος σταλινάνθρωπος αυτός) σε Καγκανόβιτς, που είναι το σωστό. Τι να του κάνω του Καγκανόβιτς; Ας είχε λανσάρει κι αυτός κάποιο εκρηκτικό κοκτέιλ, ώστε το όνομά του να είναι πιο διάσημο και να μην τολμάμε να το «πειράξουμε».

Εν κατακλείδι, για να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα, μιας και πολλή γραμματική έπεσε και αρκετοί παρατρεχάμενοι του Στάλιν αναφέρθηκαν, αξίζει νομίζω να θυμίσω μια ιστορία με τον μακαρίτη Ηλία Ηλιού, γνωστόν, εκτός των άλλων, και για το χιούμορ του.

Εχοντας απαυδήσει από τις συνεχείς, μακρόσυρτες και κατά κανόνα άγονες συνεδριάσεις στις οποίες επιδιδόταν –και επιδίδεται –η κομμουνιστική και κομμουνιστογενής Αριστερά, είχε «μετατρέψει» το ρήμα συνεδριάζω από αμετάβατο σε μεταβατικό. Ελεγε λοιπόν ο Ηλιού, σαρκάζοντας: «Πάλι με συνεδρίασε προχτές ο Α» ή «Κάτσε καλά, γιατί θα σε συνεδριάσω».




Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ