Το καλοκαίρι του 1914 η Ευρώπη ζούσε ακόμη στον αστερισμό της ειρήνης. Η ήπειρος δεν είχε εμπλακεί σε γενικευμένη πολεμική σύγκρουση για έναν ολόκληρο αιώνα, από τον καιρό του Ναπολέοντα. Οι σημαντικές μεταβολές στα σύνορα, στις οικονομικές παραμέτρους, στις κοινωνικές δομές, στη διά των αποικιών διανομή του κόσμου δεν προκάλεσαν μεγάλης έκτασης ενδοευρωπαϊκές πολεμικές συγκρούσεις τον 19ο αιώνα. Παρά τους μαζικούς στρατούς που προετοίμαζαν οι μηχανισμοί της γενικής επιστράτευσης, ελάχιστοι Ευρωπαίοι είχαν πραγματική πολεμική εμπειρία. Καθώς μάλιστα η Κριμαία, η Σάντοβα, το Σολφερίνο και το Σεντάν είχαν απομακρυνθεί στον χρόνο, για την κοινή γνώμη η πολεμική σύγκρουση είχε ταυτισθεί με την εξερευνητική περιπέτεια, όπου, σε χώρες εξωτικές και άγνωστες, λίγοι εκλεκτοί προάσπιζαν τον πολιτισμό και τις ευρωπαϊκές του αξίες απέναντι σε άγριους και απροσάρμοστους. Πόλεμοι που τελείωναν πάντοτε με νίκες, έστω και αν περνούσαν από την επική θυσία του όποιου Γκόρντον σε όποιο Χαρτούμ.


Ο πόλεμος λοιπόν ήταν περιπέτεια, τελετή μύησης για τους εκλεκτούς, αναμέτρηση του πολιτισμού και των ταγμένων στην υπηρεσία των ανθρώπων με τη γεωγραφία, τη φύση, τον πρωτογονισμό, τους εχθρούς της τεχνικής προόδου. Τα ναυτικά μεγαθήρια, τα δρεδνώτ, αιχμή του δόρατος των πολεμικών εξοπλισμών, πιστοποιούσαν την διά της τεχνικής επάρκειας ανωτερότητα του έθνους. Συμβόλιζαν δηλαδή πολύ περισσότερα από όσα η πολεμική τους αξία υποσχόταν. Τα στρατιωτικά γυμνάσια τελείωναν με παρελάσεις, τελετές και γιορτές και οι κάθε είδους στρατιωτικές στολές είχαν κάνει μεγάλα βήματα προς τα εμπρός στον τομέα της κοινωνικής γοητείας. Μολονότι υπήρχαν ισχυρές αντιδράσεις από πολλά κοινωνικά στρώματα που αντιμετώπιζαν εχθρικά την καθολική στρατολογία και τους πρόσθετους φόρους που οι εξοπλισμοί επέβαλλαν, άλλα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών είχαν μυστικιστικά συμφιλιωθεί με την ιδέα της πολεμικής αναμέτρησης. Στα δεύτερα ανήκαν χώροι δραστήριοι και απειλητικοί για την εξουσία, ο αστικός χώρος και η νεολαία του. Νεορρομαντικές και νιτσεϊκές ιδέες διέτρεχαν τους χώρους αυτούς και συναντούσαν αλυτρωτικές και εθνικιστικές εντάσεις.


Τα παραπάνω εξηγούν τον μεθυσμένο Ιούλιο του 1914. Από τη δολοφονία στο Σαράγεβο ως τις πρώτες βολές των πυροβόλων στήθηκε προοδευτικά, ένα απρόσμενο σκηνικό σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Οι υπέρ της εθνικής τιμής και του πολέμου εκδηλώσεις εμφανίστηκαν δειλά στην αρχή, για να μετατραπούν σε απειλητικό, για τις κυβερνήσεις και τα καθεστώτα, ποτάμι μέσα σε λίγες εβδομάδες. Τα τελευταία ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις αναχρονιστικά και εύθραυστα, βρισκόμασταν ακόμη στον καιρό των Αυτοκρατόρων. Δίσταζαν μπροστά στον πόλεμο και στα όσα αυτός θα έφερνε μαζί του, τους ήταν όμως αδύνατον να αντισταθούν στις φωνές του δρόμου, στις διαδηλώσεις της εθνικής μέθης. Ο πόλεμος ξεκίνησε λοιπόν σε ατμόσφαιρα γιορτής ή, όπως το προσδιόρισε καλύτερα ο Μόντρις Εκστάιν στο συναρπαστικό σχετικό του βιβλίο1, σε ατμόσφαιρα παράστασης.


Οι επιχειρήσεις των πρώτων μηνών έμοιαζαν με τις αντίστοιχες του 19ου αιώνα. Για τους ρυθμούς της εποχής τα γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία. Ενα μήνα μετά την επίθεση τα γερμανικά στρατεύματα έφθασαν στον Μάρνη και στις πύλες του Παρισιού. Οι προσαρμογές δεν ήταν ακόμη καίριες. Το πολυβόλο εξαφάνισε από το πεδίο της μάχης τα ξίφη των αξιωματικών, τις πολύχρωμες στολές (ειδικά τα κόκκινα παντελόνια των Γάλλων), τις χαίτες και τις αιχμές από τα κράνη ιππέων και πεζών. Τα μουντά χρώματα της παραλλαγής κυριάρχησαν. Λίγο αργότερα, μετά τη μάχη του Μάρνη και την αποτυχία της επίθεσης προς τις ακτές, προοδευτικά, το μέτωπο αγκυλώθηκε και οι αντίπαλοι έσκαψαν στη λασπωμένη γη αυτό που θα ήταν το καταφύγιο, το σπίτι τους, η ζωή και ο θάνατός τους για τα επόμενα τέσσερα χρόνια: τα χαρακώματα.


Το πνεύμα της εποχής που τελείωνε είχε μια τελευταία αναλαμπή, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1914. Σε πολλά τμήματα του μετώπου οι αντίπαλοι βγήκαν από τα χαρακώματα, άλλαξαν δώρα και ποτά, συμφιλιώθηκαν, τραγούδησαν μαζί κάλαντα και τραγούδια νοσταλγίας, έπαιξαν μπάλα. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό τα επιτελεία φρόντισαν μεθοδικά να απαλείψουν αυτές τις ατέλειες των πολεμικών τους μηχανισμών και να σκληρύνουν τους υφισταμένους τους στα μέτρα τού ­ κατά την έκφραση του Ερνστ Γιούγκερ ­ Materialschlacht, του πολέμου του ατσαλιού, των μηχανισμών και των μηχανημάτων.


Το πέτυχαν. Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν μέσα σε συνθήκες έξω από κάθε λογική και φαντασία. Θαμμένοι ζωντανοί σε θανατηφόρους αγρούς που όργωνε συνεχώς το πυροβολικό και όπου πλήθος ελεύθερων σκοπευτών περίμεναν το μοιραίο λάθος τού απέναντι. Με επιθέσεις πολύνεκρες, όσο και παράλογες, όπου με τίμημα χιλιάδες νεκρούς άλλαζαν χέρια λίγες εκατοντάδες μέτρα. Στρατηγική του παραλόγου, αλλά και μόνη προσδοκία για την ειρήνη ήταν η εξάντληση του αντιπάλου, το στοίχημα για το ποιος μπορεί να αντέξει μεγαλύτερες απώλειες, περισσότερους νεκρούς, σακατεμένους και τραυματίες.


Δεν υπήρχε λογική σε όλα αυτά και στο μεγάλο αυτό σχολείο ο κόσμος έμαθε να ζει χωρίς λογική. Γεννήθηκε εκεί ο ιδιόμορφος ιρασιοναλισμός του σύγχρονου κόσμου. Τα κληροδοτήματα αυτής της συλλογικής εμπειρίας προσδιόρισαν το μέλλον ως τραύματα, ως συμπεριφορές, ιδεολογίες και πολιτικές πρακτικές. Την επαύριον του Μεγάλου Πολέμου, η Ευρώπη γέμισε με νέου τύπου ιερά, τα μνημεία των εν πολέμω πεσόντων, γύρω από τα οποία κράτος και κοινωνία οργάνωσαν πλήθος τελετουργιών λιγότερο ή περισσότερο επίσημων. Η λατρεία του θανάτου παγιώθηκε και ο καινοφανής αυτός παγανισμός χαρακτήρισε με τον καλύτερο τρόπο την αλλαγή και την είσοδο στον 20ό αιώνα2.


1. Modris Eksteins, Rites of Spring. The Great War and the Birth of the Modern Age, 1989.


2. Πβλ. το πρόσφατο βιβλίο του Jay Winter, Sites of Memory, Sites of Mourning. The Great War in European Cultural History, 1995, το παλαιότερο, George Mosse, Fallen Soldies. Reshaping the Memory of the World Wars, 1990. Εντυπωσιακό επίσης το με αφορμή τηλεοπτική σειρά εκδοθέν εικονογραφημένο βιβλίο των Jay Winter, Blaine Baggett, The Great War and the Shaping of the 20th Century, 1996.


Ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.