Αποτελεί την ερώτηση της εβδομάδας: Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Στουρνάρας, δήλωσε ότι πρέπει πρώτα να γίνουν 2-3 εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις και μετά να βγούμε στις αγορές. Ο πολύς κ. Ρήγας (γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ), ο οποίος λογικά θα πρέπει να είναι κάτοχος Διδακτορικού στις Οικονομικές Επιστήμες, «μάλωσε» τον κ. Στουρνάρα λες και ο κεντρικός Τραπεζίτης της χώρας δεν πρέπει να έχει γνώμη για θέματα που σίγουρα άπτονται των αρμοδιοτήτων του. Το ερώτημα όμως παραμένει: Nα βγούμε ή όχι στις αγορές;
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι αυτό συμβαίνει εντός των επομένων ημερών. Τι θα πρέπει να επιλέξουμε; Πενταετή ή δεκαετή δανεισμό αλλά και τι είδους κόστος δανεισμού θα θεωρηθεί «επιτυχία»;

Το 2014, η κυβέρνηση Σαμαρά βγήκε στις αγορές με 5-ετές ομόλογο και κόστος δανεισμού 4,95% (βλέπε: http://www.reuters.com/article/greece-bonds-idUSL6N0N21X220140410). Συνεπώς η κυβέρνηση, και λογικά βέβαια, θα θεωρήσει μεγάλη επιτυχία (και ασφαλώς θα κάνει και την ανάλογη «φασαρία»!) εαν εκδόσει 5-ετές ομόλογο με μικρότερο, από το προαναφερθέν, κόστος δανεισμού.

Πρέπει όμως να επιλέξει τον χρονικό ορίζοντα 5 ετών; Μια προσεκτική ανάλυση των δανειακών μας υποχρεώσεων από την web page της Wall Street Journal (βλέπε: https://graphics.wsj.com/greece-debt-timeline/) αποκαλύπτει ότι οι δανειακές μας υποχρεώσεις (σε 5 έτη) το 2022 (περίπου 5,2 δις Ευρώ) είναι (κάπως) μικρότερες από εκείνες του 2027 (περίπου 6,6 δις Ευρώ) για το 10-ετές ομόλογο δηλαδή, το οποίο αυτήν την στιγμή έχει κόστος δανεισμού 5,3%.
Εκτίμηση λοιπόν του γράφοντος είναι ότι εαν προχωρήσουμε στην έκδοση ομολόγου, ίσως είναι καλύτερα να γίνει αυτό σε βάθος 10-ετίας. Και τούτο επειδή όσο περισσότερο μετατοπίζουμε τις δανειακές μας υποχρεώσεις στο απώτερο μέλλον (10 αντί για 5 έτη) τόσο λιγότερο συχνά θα πρέπει να ανανεώνουμε (να κάνουμε roll over) τις δανειακές μας υποχρεώσεις. Κάτι που βέβαια παρακάμπτει και το μείζον πρόβλημα του 2022, να λάβουμε δηλαδή επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα (τα οποία θα επιβαρύνουν το οικονομικό κλίμα μας αλλά και τις περαιτέρω προοπτικές δανεισμού) καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο στόχος, το 2022, για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ είναι μη επιτεύξιμος!

Εδώ όμως δεν έχουμε ακόμα απαντήσει στο μείζον θέμα: Τι ακριβώς θα κάνουμε με το ποσό που ενδεχομένως θα δανεισθούμε τις επόμενες ημέρες; Εαν αυτό χρησιμοποιηθεί για να αποπληρώσει το κράτος τις αυξημένες ληξιπρόθεσμες οφειλές του στον ιδιωτικό τομέα, τότε έχει καλώς και τούτο επειδή ο ιδωτικός τομέας θα κινηθεί κάπως. Είναι όμως βέβαιο ότι το δάνειο θα καταλήξει εκεί;

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εαν δανεισθούμε με χαμηλότερο από το σημερινό επιτόκιο, ας μην περιμένουμε μεγάλη περαιτέρω αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Και τούτο επειδή οι επενδυτές θα ψηφίσουν Ελλάδα εαν και εφόσον βεβαιωθούν ότι η χώρα μας έχει πραγματικά δημιουργήσει «φιλόξενο επενδυτικό περιβάλλον». Συμβαίνει όμως αυτό;
1. Σύμφωνα με την βάση δεδομένων της World Bank, η Ελλάδα κατατάσσεται (μεταξύ 215 κρατών) πολύ χαμηλότερα από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης σε σχέση με τις επιδόσεις της στον δείκτη «ποιότητας θεσμών και κανονισμών» ο οποίος καταγράφει την ικανότητα του κράτους να εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα.

2. Πέρα από το παραπάνω, η Ελλάδα σήμερα αποθαρρύνει τους επενδυτές λόγω της υπέρμετρης φορολογίας. Επί παραδείγματι, ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων, ευρισκόμενος στο 29% σήμερα, υπερβαίνει κατά 5 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο των 34 χωρών του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, η φορολογία των επιχειρήσεων σε διεθνές περιβάλλον μειώνεται με μικρά αλλά σταθερά βήματα ενώ στην Ελλάδα ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων μειώνεται και (ως επι το πλείστον) αυξάνεται με τέτοιο απρόβλεπτο τρόπο έτσι ώστε κανείς σώφρονας επενδυτής να μην ‘ρισκάρει’ (ακόμα) τα χρήματα του στην Ελλάδα.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, ανεξάρτητα από το εαν βγούμε (ή μη) στις αγορές, οι οικονομικές συνθήκες στην χώρα μας, τόσο από άποψη επενδυτικού περιβάλλοντος όσο και από άποψη φορολογίας, δεν είναι ακόμα ώριμες προκειμένου να πείσουν τους επίδοξους επενδυτές να «ψηφίσουν» Ελλάδα.