Η ψεύτικη είδηση του θανάτου του ηθοποιού Ζεράρ Ντεπαρντιέ αποτελεί μια κλασική, πλέον, περίπτωση κατασκευασμένης πληροφορίας (fakenews).

Η ταχύτατη διάδοσή της στα κοινωνικά δίκτυα αποδεικνύει το μέγεθος αλλά και την επικινδυνότητα της λεγόμενης «bubbleπληροφόρησης». Κανείς δεν ελέγχει τις πηγές. Κάνει like και αναπαράγει τυφλά ό,τιδήποτε κυκλοφορεί στη σφαίρα αυτή, ιδιαίτερα όταν η «είδηση»έχει χαρακτηριστικά εντυπωσιασμού (ανθρωποφαγία).

Μου έκανε εντύπωση ότι αυτήν την κραυγαλέα κατασκευή πίστεψαν και κυρίως αναπαρήγαγαν επαγγελματίες των μέσων. Και λέω «κραυγαλέα» γιατί το μέσο που κατασκεύασε την είδηση σου επέτρεπε να την διαβάσεις μόνο αν την κοινοποιούσες-φυσικά πριν την διαβάσεις. Ο πολλαπλασιασμός ήταν ταχύτατος.

Τα fakenews πολλαπλασιάζονται. Ειδικοί κάνουν πλέον λόγο για ένα νέο αναλφαβητισμό: mediailliteracy. Οι πολίτες αλλά και οι επαγγελματίες πρέπει να επανεκπαιδευτούν (επανεκπαιδευτούμε) στα βασικά: στη διάκριση της πραγματικής και τεκμηριωμένης πληροφορίας από την παραπληροφόρηση.

Φαίνεται εύκολο. Αλλά δεν είναι, ιδιαίτερα όταν κυνηγάς την είδηση σε συνθήκες πραγματικού χρόνου και οι παραγωγοί ειδήσεων, κυρίως ψεύτικων ειδήσεων (διάβαζε: κυβερνητικοί και παρακυβερνητικοί) σε πολιορκούν).

Η ποιότητα της πληροφορίας και η ποιοτική δημοσιογραφία έχουν απόλυτη σχέση με την ποιότητα της δημοκρατίας. Το βλέπουμε αυτό στη χώρα μας, όπου η ποιότητα της δημοκρατίας μας βαθμολογείται με πολύ χαμηλούς βαθμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας κατέχει την πρώτη θέση (74%) στην κατάταξη του Reuters Institute for the Study of journalism του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για τα «κοινωνικά μέσα δικτύωσης ως πηγή ενημέρωσης».

Ταυτόχρονα εμφανίζει τον χαμηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς (όπου κατά παράδοση και κατά τεκμήριο οι ειδήσεις επαληθεύονται πριν δημοσιευτούν), τελευταία σε ένα σύνολο 26 χωρών (κυρίως ευρωπαϊκών) που συμμετέχουν στην έρευνα του Reuters Institute.

Τα ποσοστά αυτά είναι απογοητευτικά για την Ελλάδα αλλά και για τον νέο αναλφαβητισμό των πολιτών της. Από την άλλη όμως δημιουργούν τις βάσιμες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη των μέσων που στηρίζουν και θα στηρίξουν την ποιοτική δημοσιογραφία.