Λουλίτσα μου,
τέσσερις καρτούλες σου σήμερα ­ μα γιατί, κοριτσάκι μου, ανησυχείς και ανυπομονείς; Κάποτε θα σμίξουμε και θα φιληθούμε. Και τώρα, τάχα μη δεν είμαστε κοντά;». Δεν πρόκειται για ερωτικό γράμμα, αλλά για επιστολή του Γιάννη Ρίτσου προς την πολυαγαπημένη του αδελφή Λούλα Ρίτσου – Γλέζου, που πρόσφατα βρέθηκαν στο σπίτι της. Είναι ένα από τα πολλά γράμματα που της έστελνε τα χρόνια της εξορίας του (1949-’52) από τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Τον ποιητή της «Ρωμιοσύνης» και την, κατά ένα χρόνο μεγαλύτερή του αδελφή, Λούλα, συνέδεε βαθειά και στενή σχέση: Μαζί πήγαν σχολείο, μαζί ήρθαν από τη Μονεμβασιά στην Αθήνα, μαζί μοιράστηκαν τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια, μαζί τα δύσκολα και τα μεγάλα που ήρθαν στη συνέχεια. Πηγή έμπνευσης η Λούλα για τον ποιητή, ακόμη και τότε όπου την οικογένεια σημάδεψαν τραγικά γεγονότα. Πηγή έμπνευσης και στα χρόνια της εξορίας.


Πεντακόσια γράμματα, τα περισσότερα γραμμένα σε δελτάρια (στο μέγεθος μιας καρτ-ποστάλ), δεμένα όλα μαζί με προσοχή και καλά φυλαγμένα, βρήκε η κόρη της Λούλας και ανιψιά του ποιητή Δέσποινα Γλέζου λίγο καιρό μετά τον θάνατο της μητέρας της. Αν και γνώριζε αμυδρά την ύπαρξή τους, το περιεχόμενό τους τη συγκλόνισε. «Είναι τα χρόνια στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη, τα χρόνια της εξορίας, από τα μέσα του ’49 ως το ’52», λέει η Δέσποινα Γλέζου, και μιλά για τη βαθιά σχέση τους, έτσι όπως επιβεβαιώνεται και από τα γράμματα. «Οι δυο τους πάντα επικοινωνούσαν με επιστολές και δελτάρια, όχι μόνον εκείνα τα πρώτα χρόνια της εξορίας, αλλά και αργότερα. Τότε, όμως, στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη, η αλληλογραφία τους ήταν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ισως να συνέβαλε και το γεγονός ότι οι κακουχίες ήταν μεγάλες και η εξορία κάτι το πρωτόγνωρο για τον Ρίτσο».


Η αγάπη του προς την αδελφή του είναι αυτή που κυριαρχεί μέσα στα δελτάρια. Μαζί όμως γράφει για τις δικές του ανάγκες, για τις έγνοιες του, για την καθημερινότητά του στην εξορία. Ουδέποτε όμως ζητεί τον οίκτο· αντίθετα, με υπερηφάνεια στέκεται απέναντι στα γεγονότα. Και γράφει στην αδελφή του: «Ζητάς την έγκρισή μου να ενεργήσεις για απόλυση ή άδεια. Οχι, αδελφούλα, σε παρακαλώ, μην κάνεις τίποτα τέτοιο. Δεν είναι σωστό να παρακαλεί κανείς για κάτι που δικαιούται. Ετσι, αδελφούλα μου;» (3.1.52). Με λόγια γλυκά και τρυφερά σε κάθε δελτάριο – γράμμα εκφράζει την αγάπη του σε εκείνη που στάθηκε πάντα στο πλάι του και τον ενέπνευσε. Ηδη από το 1936, όταν χρειάστηκε να οδηγηθεί η Λούλα στο Δημοτικό Ψυχιατρείο, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το πολυσέλιδο ποίημα «Το τραγούδι της αδελφής μου» (περιλαμβάνεται στον τόμο Ποιήματα Α’, 1930-1960, εκδόσεις Κέδρος, 1961). Εκείνη την εποχή ο Κωστής Παλαμάς έγραφε για τον Ρίτσο: «Να παραμερίσουμε για να περάσης».


«Αδελφή μου,


θ’ άξιζε ολόρθος να σταθώ


κατάντικρυ στον ήλιο


και των στίχων τους κίονες να υψώσω


προς το κυανό διάστημα για να περπατείς τα βράδια…»


(…)


«Αδελφή μου,


ξαπλώνω τα φτερά μου


λυγίζω το σώμα


για ν’ ασπασθώ


τις άκρες των γυμνών ποδιών σου»


«Μέσα από τα δελτάρια αυτά», συνεχίζει η Δέσποινα Γλέζου, «ο θείος Γιάννης, ο ποιητής Ρίτσος, της μετέδιδε τις ανάγκες του και της άνοιγε την ψυχή του. Αυτή την ψυχή, αυτό το απόλυτα προσωπικό στοιχείο, έπρεπε να γίνει γνωστό στο κοινό, γι’ αυτό και αποφάσισα να εκδώσω αυτές τις επιστολές. Συγκεκριμένα πρόκειται να εκδοθούν το φθινόπωρο από τον Λιβάνη. Αλλωστε έτσι δικαιώνεται και η μητέρα και αποκαλύπτεται η προσωπικότητά της· κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για μένα. Ηταν η μούσα του. Ξέρω ότι αυτό που έχω στα χέρια μου είναι μια μεγάλη κληρονομιά».


Οι απαντητικές επιστολές της αδελφής του εκείνη την περίοδο δεν βρίσκονται στα χέρια της Δέσποινας Γλέζου. Ισως χάθηκαν, ίσως υπάρχουν στο σπίτι της γυναίκας του Ρίτσου, της Φαλίτσας. «Νομίζω ότι μέσα σε αυτές η μάνα μου θα εξέφραζε κυρίως την αγωνία της για όσα συνέβαιναν, για το αν έφαγε καλά κι αν κοιμήθηκε». Θυμάται ότι πού και πού «η μαμά τα ξαναδιάβαζε μέσα στη μοναξιά της. Τα θεωρούσε ένα κομμάτι της ζωής της, ήταν η τροφή της. Ακόμη και όταν δεν ήταν μαζί, ακόμη κι όταν ο Ρίτσος δεν μπορούσε να έρθει στο σπίτι ή η μαμά δεν μπορούσε να πάει να τον δει, είχαν τακτική επικοινωνία: κάθε μέρα στις 7.30 το πρωί για καλημέρα και κάθε βράδυ στις 7.30 για καληνύχτα».


Αν και ο ποιητής είχε και άλλα δύο αδέλφια, τη Νίνα (Αννα) και τον Μίμη (Δημήτρης), που γεννήθηκαν στα τέλη του περασμένου αιώνα, με τη Λούλα (Σταυρούλα), που γεννήθηκαν κοντά κοντά (το 1908 εκείνη, το 1909 εκείνος), είχε τον μεγαλύτερο δεσμό. Και αυτό είναι κάτι που πέρασε στο ποιητικό του έργο, αλλά και στα πεζά του. «Η μορφή της αδελφής του δεσπόζει», παρατηρεί η Χρύσα Προκοπάκη, φιλόλογος – μεταφράστρια που έχει μελετήσει το έργο του Γιάννη Ρίτσου. «Τα γράμματα της εποχής ’49-’52 εντάσσονται στην περίοδο όπου ο ποιητής έγραφε έργα λυρικο-ελεγειακά μακράς πνοής. Η Λούλα είναι η έκφραση των παιδικών χρόνων, η αναπόληση· γι’ αυτό και επανέρχεται».


Ωστόσο, όπως επισημαίνουν και άλλοι αναλυτές του ποιητή, ο τρόπος που βίωνε τα πράγματα και ο τρόπος που έγραφε ήταν πάντα στον υπερθετικό βαθμό και έτσι διεύρυνε τα συναισθήματα και τις καταστάσεις. Και αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται και από την υπό έκδοση αλληλογραφία. Η κυρία Προκοπάκη επισημαίνει ότι «ο Ρίτσος ήταν πάντα διαχυτικός στα γραπτά του και στην αλληλογραφία του. Πάντα έγραφε γλυκά, οικεία, εξομολογητικά, με έναν έντονο ερωτικο-συναισθηματικό χαρακτήρα. Δεν ήταν ο άνθρωπος που έγραφε διεκπεραιωτικά. Βέβαια αυτός ο τρόπος του να αλληλογραφεί γινόταν πιο διαχυτικός με την αδελφή του, που ήταν τόσο στενά συνδεδεμένοι. Να πούμε ότι εκείνα τα χρόνια (1949-52) στην εξορία έγραφε ακατάπαυστα και ζωγράφιζε πολύ. Ζούσε, όπως όλοι οι εξόριστοι, σε άθλιες συνθήκες και έγραφε, έγραφε πολύ». Τότε ήταν εκείνη που του στεκόταν στις δυσκολίες· αργότερα ήταν εκείνος διαθέσιμος για την αδελφή του. «Αρχετυπικές μορφές» χαρακτηρίζει η κυρία Προκοπάκη τις μορφές της Λούλας, της μάνας και της Νίνας. «Είναι οι μορφές που μέσα στο έργο του μετουσιώνονται και επανέρχονται. Από την άλλη υπάρχει ο πατέρας του, μια μορφή αυστηρή». Αλλωστε από την πλευρά της η Λούλα Γλέζου έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Τα παιδικά χρόνια του αδελφού μου Γιάννη Ρίτσου» (εκδόσεις Κέδρος, 1981), ένα από τα λίγα βιογραφικού χαρακτήρα έργα για τον ποιητή.


Πρόσφατα η Αγγελική Κώττη με το βιβλίο της «Γιάννης Ρίτσος. Ενα σχεδίασμα βιογραφίας» (Ελληνικά Γράμματα, 1996) στάθηκε ιδιαίτερα στη σχέση του με την αδελφή του και στην επίδρασή της στο έργο του. Γράφει η Α. Κώττη στο βιβλίο της για την παραμονή της μοιραίας νύχτας του εγκλεισμού της Λούλας: «Με αναστατωμένη την όψη και ανακατεμένα τα μαλλιά (σ.σ. η Λούλα Ρίτσου – Γλέζου) απαγγέλλει ένα ποίημα του αδελφού της και λέει στη Νίνα: Ξέρω πως αύριο δεν θα μπορέσω να το ξαναθυμηθώ. Να του πεις (σ.σ. του Ρίτσου) ότι υπήρξε ο θεός μου» (σελ. 79).


17-ΙΙ-50. ­ Αγαπημένη μου αδελφούλα. Προχτές πήρα το γράμμα σου και την επιταγή. Σ’ ευχαριστώ Λουλίτσα μου. Μου γράφεις να σου λέω τι χρειάζομαι. Μα απ’ τη μια μεριά σ’ έχω τόσο πολύ κουράσει, κι απ’ την άλλη εσύ μαντεύεις και προλαβαίνεις κάθε επιθυμία μου, που δεν μπορώ πια να σου ζητήσω τίποτα. Ωστόσο, να πάλι που θα σε βάλω σε μπελάδες: θάθελα δύο μολύβια μαύρα «Φάμπερ», Νο 2, κι αν έχει ο Βασίλης κανένα παλιό στυλό ­ γιατί έχασα το δικό μου. Είμαι καλά. Σου γράφω σε ένα απάγγειο στην ακρογιαλιά και το κύμα πιτσιλάει το χαρτί. Ομορφη μέρα. Λιακάδα. Σε φιλώ σένα και τα παιδιά σου και τον Βασίλη. ­ Γιάννης


13-ΙΧ-50. ­ Λουλίτσα – είναι νύχτα – είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου – διαβάζω – τι ησυχία – όλοι κοιμούνται – τίποτα δεν ακούγεται – μια πεταλούδα στριφογυρνάει γύρω στη λάμπα μου – θυμάμαι τα παιδικά μας χρόνια – ναι, τούτος ο φτερωτός νυχτερινός επισκέπτης τόσα μου θυμίζει – ό,τι κι αν θυμηθώ παντού η αδελφούλα μου – ω να της γράψω, λέω, δύο λογάκια της μανούλας μου, έτσι μια μικρή καληνύχτα, σιγανά-σιγανά μην την ξυπνήσω – κ’ είναι κουρασμένη η αδελφούλα μου, κ’ είναι λιγάκι κρυωμένη – να, σιγά-σιγά – περπατάω στις μύτες – ησυχία. ναι, είμαι γω – ήρθα μια στιγμούλα να σε δω, να σε φιλήσω στο μέτωπο – καληνύχτα αδελφούλα, καληνύχτα. Εγώ; – θα διαβάσω λίγο ακόμη – όχι δεν είναι αργά – μη φοβάσαι – δεν κουράζονται τα μάτια μου. Καληνύχτα. Σε φιλώ στο μέτωπο – σένα τα παιδάκια σου, το Βασίλη. Καληνύχτα σας, παιδάκια μου αγαπημένα μου. Γιάννης


11. ΧΙΙ.50. ­ Λουλίτσα μου – γλυκειά μου αδελφούλα – σιμώνουν οι γιορτές κ’ η νοσταλγία μου για σένα δυναμώνει. Δεν ξέρω γιατί – πάντα τούτες τις μέρες νιώθω μια πίκρα αδελφούλα μου – σα να μαζεύονται όλοι οι αγαπημένοι μας νεκροί στην καρδιά μου – κάθονται κει – δε μιλάνε – όπως κάθονται οι φτωχοί γύρω στο τραπέζι. Πρέπει να τους δώσουμε το μερτικό τους στην αγάπη για να γαληνέψουν και να γαληνέψουμε. Πρέπει να κερδίσουμε πολύ φως για να τους φωτίσουμε. Εγώ έχω το φως και την αγάπη σου, αδελφούλα μου. Χίλια φιλιά, Λουλίτσα μου – και στο Βασίλη και στα παιδάκια


13. ΧΙΙ.50. ­ Βραδάκι. Είμουνα λιγάκι κουρασμένος, λιγάκι λυπημένος. Είχα κλειστεί αδελφούλα μου στο καμαράκι μου με τη μικρή λάμπα χαμηλωμένη κι αυτή – έτσι πλαγιασμένος με τα ρούχα στο ράντζο μου. Χτυπάει η πόρτα. Μου φέρνουν τέσσερις κάρτες σου. Αχ αδελφούλα, πόσο μου χρειάζονταν κείνη τη στιγμή. Κλαίω αδελφούλα μου με τα ωραία, τα γλυκά, τα τρυφερά λογάκια σου. Δεν πειράζει, καρδούλα μου, που κλαίω. Ε, μανούλα; Αφησε με να κλάψω λίγο ακόμη. Μου κάνει καλό. Ακούω τη φωνούλα σου που μου λέει: «Ταξιδεμένο μου πουλάκι», το ξαναλέω, ξανά και ξανά, για να κλάψω πιότερο, ν’ αλαφρώσω, αδελφούλα. Οχι μη μου πικραίνεσαι. Είμαι καλά. Είναι απ’ την πολλή μου αγάπη. Η καρδιά μου με πνίγει. Πρέπει να σε φιλήσω πολύ, πολύ για να ηρεμήσω. Καληνύχτα ακριβούλα μου. Φιλιά. Φιλιά και στο Βασίλη και στα παιδάκια σου. Γιάννης


16.IV.51. ­ Πρωί-πρωί, αδελφούλα μου, έρχομαι να σου πω καλημέρα – αναμερίζω τα μαλλάκια σου απ’ το μέτωπό σου, να σε φιλήσω – όμορφη μέρα και σήμερα – όξω καρδιά, μανούλα – μη μουσκιά για τίποτα – νάξερες πόσο σ’ αγαπάει ο αδελφούλης σου – μα το ξέρεις κ’ είναι χαρούμενος γιατί σ’ αγαπάει και γιατί το ξέρεις και γιατί τον αγαπάς – κι αγαπάει όλο τον κόσμο με την αγάπη σου – και μ’ όλου του κόσμου την αγάπη σ’ αγαπάει. Φιλιά κι άλλα πολλά και στα παιδιά και στον Βασίλη. Γιάννης


2.V.51. ­ Αδελφούλα – ματάκια μου – μοσκοβολάει το καμαράκι μου όλο από σένα – είναι γιομάτο απ’ τη στοργή σου – να εδώ είναι το μπουκαλάκι κι η κολώνια που κρατούσες στα χεράκια σου – εδώ η ταμπακιέρα του Βασίλη μας – εδώ, νάτο, το πουλοβεράκι που ξήλωνες μοναχούλα σου – να και τα μαξιλαράκια που σε βρήκα να τα φιλάς λίγο πριν μου φύγεις – κ’ η πολυθρόνα που καθόσουνα – και το κύπελλο όπου έγραψες το χρυσό ονοματάκι – όλα, όλα μοσκοβολάνε, όλα ανασαίνουν την αγάπη σου – κ’ είμαι χαρούμενος, αδελφούλα – μην κοιτάς που κλαίω – είναι απ’ τη χαρά μου. Φιλιά, φιλιά και στα παιδιά και στο Βασίλη. Α, πόσο σ’ αγαπάω. Καλημέρα, αδελφούλα. Γιάννης


3.V.51. ­ Τρίτη μέρα σήμερα που μου λείπεις, αδελφούλα μου – μα, όχι, δε μου λείπεις – είσαι δω, καρδούλα μου, ολοζώντανη με κείνο το γλυκό πονετικό σου χαμόγελο, με κείνα τα βαθειά ανθρώπινα μάτια σου γεμάτα λύπη και αυτοθυσία – ω μανούλα – δεν μπορώ τίποτα να σου πω απ’ ό,τι νιώθω – είναι πολύ, πολύ και μου μπουκώνει το στόμα – μόνο τα μάτια μου κ’ η σιωπή μου μπορούν να σου το πουν – και συ την ξέρεις τη σιωπή της αγάπης. Πόσο καλό μου ‘κανε ο ερχομός σου. Μου ‘δωσες πάλι τη χαρά για χίλια χρόνια. Να ‘σαι ευλογημένη, αδελφούλα μου, νάσαι ευτυχισμένη – γεια σου αγαπούλα. Φιλάκια πολλά, πολλά και στο Βασίλη και στα παιδάκια σου. Ο αδελφούλης σου Γιάννης


1.ΙΙ.52. ­ Λουλίτσα μου – ήρθε κι ο Φλεβάρης – θα φύγει κι αυτός – περνάν οι μήνες, τα χρόνια – σκέψου: Τριάμιση χρόνια είμαι μακριά σου – φεύγει ο καιρός, αδελφούλα, μα η αγάπη μας μένει – και σα γεράσουμε ακόμα η αγάπη μας θάναι πιο νέα και τα τραγούδια μας που θα μιλούν για την αγάπη δεν θα γεράσουνε ποτέ. Είναι όμορφο τούτο το αβασίλευτο φως που τυλίγει τη ζωή μας – έτσι να ξέρουμε πως μέσα σ’ όλες τις εποχές ένα δέντρο μένει πάντα ανθισμένο πάνω από τόσα ξερά φύλλα και τόσους ξύλινους σταυρούς. Τούτο το φως που συντηρεί τη ζωή και την ποίηση. Φιλιά Γιάννης