Η αλήθεια είναι ότι το εμβληματικό σύνθημα του Ποταμιού στις εκλογές του 2015 «να τ’ αλλάξουμε όλα χωρίς να γκρεμίσουμε τη χώρα» συνιστούσε μια πολιτική δέσμευση προς τους ψηφοφόρους μας την οποία δυστυχώς δεν καταφέραμε να υλοποιήσουμε. Και εάν οι πολίτες δεν εμπιστεύθηκαν το Ποτάμι στον βαθμό που θα το καθιστούσαν κρίσιμο παράγοντα αντίστασης, για τα υπόλοιπα φρόντισε ο κ. Τσίπρας.

Κατά τη διαδικασία της εκπαίδευσης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που κόστισε 100 δις., αλλά και μετά, συνέτρεξαν ενδιαφέρουσες εξελίξεις τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό μας. Το σταθερό αίτημα για μεταρρυθμίσεις στην οργάνωση και λειτουργία του κράτους που θα θεράπευαν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, μεταφράσθηκε και εκτελέστηκε, υπό τα άγρυπνα όμματα των δανειστών, σε άγριες, για έκτη και έβδομη χρονιά, μονοσήμαντες επιβαρύνσεις των πολιτών, ιδίως, δε εκείνων οι οποίοι βρίσκονται σε πιο αδύνατη θέση μέσω της αβάσταχτης αύξησης της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών.

Άλλες, εσωτερικής καύσεως, «μη μνημονιακές» μεταρρυθμίσεις στην οργάνωση κρίσιμων δημόσιων πολιτικών όχι μόνο δεν έγιναν αλλά ακυρώθηκαν κι όσα λίγα μέτρα συγκρατούσαν κάπως την κατάσταση. Για παράδειγμα, από ένα σωφρονιστικό σύστημα που δεν λειτουργούσε ιδιαίτερα ικανοποιητικά περάσαμε στην αμνηστία βαρυποινιτών. Στην Παιδεία, στον τομέα που όλη η υφήλιος επενδύει αναγνωρίζοντάς τον ως το πρωταρχικό εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης, η Ελλάδα γυρνάει στο 1980. Στην Υγεία μόνο η αυτοθυσία του νοσηλευτικού προσωπικού στέκεται εμπόδιο στην πλήρη κατάρρευση. Στη Δικαιοσύνη συνεχίζονται τα ρεκόρ βραδύτητας στην απονομή της. Τα κυρίαρχα αισθήματα των πολιτών παραμένουν ο φόβος, η αγωνία και η ανασφάλεια.

Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, οι επιθέσεις της κυβέρνησης εναντίον της δικαιοσύνης πολλαπλασιάζονται, η δημόσια διοίκηση αποσαρθρωμένη προσπαθεί, στηριγμένη στην αξιοπρέπεια κάποιων στελεχών της, να αντιμετωπίσει τα απολύτως αναγκαία και οι νέοι εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα αναζητώντας την ελπίδα στην ΕΕ ή και ακόμη μακρύτερα, στερώντας μας όμως και την τελευταία ελπίδα ανάκαμψης. Ο κύκλος της ψεύτικης ευμάρειας κλείνει οδυνηρά.

Η μεταρρύθμιση για τον Έλληνα πολίτη έγινε μια απωθητική λέξη κι ακόμη μια πιο απωθητική πολιτική ατζέντα. Η απαισιοδοξία και η ματαίωση των προσδοκιών για ένα καλύτερο αύριο, ευνοεί την εμφάνιση σωτήρων που πάλι θα υποσχεθούν τα πάντα ζητώντας ξανά την περίφημη λευκή επιταγή.

Απέναντι στην καταστροφή της χώρας που συντελείται και λόγω της απαξίωσης από την κυβέρνηση των σημερινών εργαλείων πολιτικής, υπάρχει μια δυσανάλογα μικρή πολιτική αντίδραση. Στο κοινοβούλιο, η αντιπολίτευση παρακολουθεί εγκλωβισμένη στις δικές της ευθύνες μια κυβέρνηση, που τα περισσότερα νομοσχέδιά της δεν έχουν καν έκθεση επιπτώσεων στον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ το ρουσφέτι και η φαυλότητα αναπηδούν σε κάθε πρωτοβουλία της δείχνοντας ανάγλυφα τον πολλές φορές ολοκληρωτικό χαρακτήρα των παρεμβάσεών της.

Απέναντι σε μια πολιτική καμμένης γης υπάρχει μια γενική φιλολογία περί μέτρων και προγραμμάτων που θα εφαρμοστούν όταν θα έρθει η νέα διακυβέρνηση, είτε αυτή είναι η ΝΔ είτε το ΠΑΣΟΚ. Τα επονομαζόμενα προγράμματά τους δεν συνιστούν τίποτα περισσότερο από βαρετές επαναλήψεις ευχών και, σε καμία περίπτωση, δεν μπορούν από μόνα τους να αποκαταστήσουν την διαταραχθείσα σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Στα ψεύτικα μεγάλα λόγια αντιτάσσουμε τον οργανωμένο προγραμματικό λόγο με μετρήσιμους στόχους και επιχειρησιακό σχέδιο.

Ακόμη χειρότερα, οι περισσότεροι επώνυμοι, παλαιάς κοπής πολιτικοί, με επαρκή κομματικό ιδρυματισμό, μας προτείνουν τον εαυτό τους ως τον πιο αξιόμαχο αντίπαλο του κυβερνητικού ολετήρα. Εάν δε, αυτά τα γνωστά, φθαρμένα πρόσωπα συνδυαστούν με τους αλαλαγμούς για τα κουρελιασμένα σύμβολα του παρελθόντος που νοηματοδότησαν τον λαϊκισμό, τότε κάτι δεν πάει καθόλου καλά με την αναπαλαίωση του παλιού καλού χθες.

Όχι, δεν μας λείπει ο φωτισμένος ηγέτης που θα μας δείξει τον δρόμο. Δεν μας ενδιαφέρει να συμμετέχουμε στην ανάδειξη τον επόμενου κεντρο-δεξιο-αριστερού ηγέτη πατώντας σ’ ένα πολτό πολιτικών προταγμάτων. Μας ενδιαφέρει να συμβάλλουμε μαζί με τις δυνάμεις της υγιούς παραγωγής και της μεταρρυθμιστικής πολιτικής στη δημιουργία μιας πρότασης για την «μετα-πελατειακή» Ελλάδα που δεν θα εξαντλείται σε συνθήματα. Θα αποκόβει τον ομφάλιο λώρο της δημόσιας διοίκησης από το κόμμα, θα καταργεί κάθε εμπόδιο στον Έλληνα που θέλει να δημιουργήσει και να παράξει και θα κάνει άτρωτους τους πολιτειακούς θεσμούς απέναντι στην επεμβατική εκτελεστική εξουσία. Ένα μέρος του σχεδίου ήδη μπορούμε να το καταθέσουμε, αλλά αναζητούμε ενίσχυση από τις ζωντανές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας που έχουν απογοητευτεί από τους πολιτικούς και την πολιτική. Τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν χωρίς πολιτική, αλλά είναι ψέμα ότι μοναδικές πολιτικές είναι οι εφαρμοζόμενες τα τελευταία χρόνια. Στους πολίτες πέφτει το βάρος.

Μας ενδιαφέρει, τελικά, να στηρίξουμε εκείνη την κεντρική ιδέα που μας έφερε στο Ποτάμι, να επανακαθορίσουμε (ξεπερνώντας και τις δικές μας ευθύνες που οδήγησαν το κίνημά μας στο δημοσκοπικό βάλτωμα) πώς θα μπορέσουμε να υλοποιήσουμε την πρόταση αναγέννησης της πατρίδας μας, αλλάζοντας πολλά χωρίς να γκρεμίσουμε τη χώρα.