Εχω μια αμυδρά αίσθηση ότι κάποτε, κατά το παρελθόν, έχω ξαναγράψει για το ίδιο θέμα. Οχι όμως και με τις ίδιες απόψεις. Δεν εξελίσσεται μόνον η γλώσσα, ζωντανός οργανισμός καθώς είναι, εξελισσόμαστε κι εμείς, οι χρήστες της, ακόμα και όσοι ασχολούμαστε κατ’ επάγγελμα με αυτήν. Εκεί κάπου, στο μεταίχμιο του να προσπαθείς να παρακολουθείς τις εξελίξεις στη γλώσσα με ανοιχτό μυαλό και του να προσπαθείς να αναχαιτίζεις ακραίες εκδοχές κακοποίησής της και ανασκολοπισμού της, εκεί κάπου –για να παραφράσω τον τίτλο της γνωστής συλλογής του Τίτου Πατρίκιου –«σε βρίσκει το ερώτημα»: Το χρονίως κοινολεκτούμενο απολανθάνεται;
Αφορμή για να επανέλθω στο ζήτημα μού έδωσαν ορισμένα αμετάβατα ρήματα που παρουσιάζουν έντονες τάσεις να μετατραπούν σε μεταβατικά, με τη νεολαία και τα ΜΜΕ μάλιστα να πρωτοστατούν σε αυτήν την τάση.
Και πρώτα πρώτα το πολύπαθο διαρρέω, για το οποίο τόσο μελάνι έχει χυθεί. «Ο υπουργός διέρρευσε ότι…», «αν του το πεις, υπάρχει κίνδυνος να το διαρρεύσει» κ.λπ., κ.λπ. Εντάξει, το ξέρουμε, μια πληροφορία ή μια είδηση διαρρέει και δεν «τη διαρρέει» κάποιος. Το «σωστό» είναι, προφανώς, «ο Α διοχετεύει την πληροφορία», «διαδίδει την πληροφορία», ή έστω «η διαρροή έγινε από τον Α». Αυτά είναι τα γραμματικά δεδομένα του ζητήματος, αυτά επισήμαινα κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, πριν από μερικά χρόνια.
Να, όμως, που όλο και περισσότερο διαπιστώνω πως τα εσφαλμένα «θα το διαρρεύσω», «το διέρρευσε» κ.λπ. έχουν μια εκφραστική δύναμη που δεν την έχει το «θα διοχετεύσω την είδηση», «θα το διαδώσω», «θα φροντίσω να γίνει διαρροή» κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, η ίδια η γλώσσα «ζητάει» ένα μεταβατικό ρήμα με την έννοια αλλά και με τη δύναμη του «διαρρέω κάτι…». Μάλιστα, έχω διαπιστώσει ότι επαρκέστατοι κατά τα άλλα χειριστές της γλώσσας, μην μπορώντας να αντισταθούν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν το διαρρέω σαν μεταβατικό ρήμα, καταφεύγουν σε μια μεσοβέζικη όσο και γλωσσικά πονηρή λύση: προσθέτουν στο ρήμα εισαγωγικά, όταν το χρησιμοποιούν σαν να ήταν μεταβατικό, δηλώνοντας έτσι εμμέσως ότι, ναι, το ξέρω, είναι λάθος αλλά βολεύει, «το ζητάει» το κείμενο.
Αλλη περίπτωση, αντίστοιχη με αυτήν του διαρρέω, είναι το επίσης κατά κόρον χρησιμοποιούμενο τα τελευταία χρόνια (για προφανείς λόγους) χρεοκοπώ. Ετσι, στις πολιτικές και οικονομικές συζητήσεις δίνουν και παίρνουν φράσεις όπως «εσείς χρεοκοπήσατε τη χώρα», «όπως πάτε, θα μας χρεοκοπήσετε» κ.ο.κ. Ξέρω, ναι, είναι λάθος.

Πριν από μερικά χρόνια μάλιστα παρουσίαζα στους μαθητές μου την εν λόγω χρήση του ρήματος ως παράδειγμα «κακοποίησης της γλώσσας». Ελα, όμως, που το άτιμο το χρεοκοπώ σαν μεταβατικό, όπως και το διαρρέω, έχει κι αυτό μια δύναμη, μια δύναμη που δεν την έχει το «οδηγώ στη χρεοκοπία», το «προκαλώ τη χρεοκοπία» [μιας χώρας, μιας επιχείρησης, κ.λπ.]», ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διατύπωση. Αυτήν την αίσθηση, του ενεργούντος υποκειμένου, του υποκειμένου που προκαλεί κάτι, του agent, φοβάμαι ότι τη δίνει μόνο η άτυπη μετατροπή ρημάτων όπως το διαρρέω ή το χρεοκοπώ σε μεταβατικά.

Και τι να πει κανείς για το λήγω, που επίσης τείνει να μετατραπεί σταδιακά σε μεταβατικό, κυρίως μέσω του νεολαιίστικου ή/και γηπεδικού ιδιολέκτου. «Το λήξαμε με την Κικίτσα» λέει ο Κώστας στον φίλο του τον Σπύρο, και η φράση γίνεται πολύ πιο έντονη και εκφραστική απ’ ό,τι αν του έλεγε «τελείωσε η ιστορία με την Κικίτσα», «δώσαμε τέλος στην ιστορία…» κ.λπ., κ.λπ. Αυτό το στοιχείο της πρωτοβουλίας, της αποφασιστικής κίνησης/ενέργειας, μόνο ίσως με τη χρήση του λήγω σαν μεταβατικού μπορεί να διασωθεί, ή έστω να τονιστεί. Αντίστοιχα, και η παραίνεση των φιλάθλων προς τον διαιτητή «Λήξ’ το, ρε» ή «Σφύριξ’ το, ρε» (όταν η ομάδα τους κερδίζει με ένα γκολ διαφορά και ο αντίπαλος πιέζει) χάνει την όποια δύναμή της αν αντικατασταθεί από το απλό όσο και γραμματικά σωστό «Εληξε, ρε» ή «Τελείωσε, ρε». Εκείνη τη στιγμή το ζητούμενο είναι η απόφαση/ενέργεια του διαιτητή να σφυρίξει, η μόνη που μπορεί να δώσει τέλος στην αγωνία των οπαδών μιας ομάδας. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι ένα ρήμα με agent, ένα μεταβατικό ρήμα.
Εν κατακλείδι λοιπόν, με αφορμή την τάση μετατροπής αμετάβατων ρημάτων σε μεταβατικά, θα μπορούσε να απαντήσει κανείς πως ναι, πράγματι, «το χρονίως κοινολεκτούμενο απολανθάνεται». Μακάρι αυτή η διαπίστωση να έλυνε και το πρόβλημα. Να όμως που ακόμα και αν τη δεχθούμε σαν γενική αρχή, νέα προβλήματα ανακύπτουν. Πότε απολανθάνεται; Υπό ποιες προϋποθέσεις; Με τη σύμφωνη γνώμη κάποιων «αρμοδίων», ή αυτομάτως; Ποιος μας προφυλάσσει από ενδεχόμενη κατάχρηση αυτής της επιτρεπτικότητας; Σε αυτά και άλλα ακόμα ελπίζω να μου δοθεί σύντομα η ευκαιρία να επανέλθω.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ