Την 20ή Ιουνίου, Παγκόσμια Ημέρα των Προσφύγων, ο διεθνής και ο ελληνικός Τύπος αφιερώνουν εκτενείς, επικριτικές βέβαια, αναφορές στην απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προβάλει βέτο σε κοινή δήλωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώπιον του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, σχετικά με την κατάσταση στην Κίνα.
Η κοινή δήλωση της ΕΕ στον ΟΗΕ παρουσιάζεται τρεις φορές τον χρόνο και αφήνει κάποια περιθώρια στην Ενωση να περισώσει ό,τι έχει μείνει διεθνώς από τη σπαταλημένη τιμή της στο πεδίο των δικαιωμάτων. Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση είχε άλλη εκτίμηση: θεώρησε πως το να τεθούν κάποιες χώρες ενώπιον των προφανών ευθυνών τους για συστηματικές παραβιάσεις των ελευθεριών των πολιτών τους «δεν βοηθά στην προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες αυτές, ούτε στις σχέσεις τους με την ΕΕ». Ετσι λοιπόν μπλόκαρε τη δήλωση. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που πράττει κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Μια παράξενη «γενναιοδωρία»
Η Ελλάδα επιδεικνύει μια παράξενη «γενναιοδωρία» απέναντι σε κράτη που παραβιάζουν τα δικαιώματα. Στο πρόσφατο παρελθόν πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση και άλλων καταπατητών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Ρωσία, το Ιράν, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Κούβα και η Βενεζουέλα.
Αλήθεια, πόσοι έλληνες πολίτες γνωρίζουν ότι η Ελλάδα, άλλοτε «αδελφή χώρα» με τους Παλαιστίνιους, κατατάσσεται πλέον εκ του αποτελέσματος στις χώρες με την πιο φιλοϊσραηλινή πολιτική, φτάνοντας σε σημείο να υπερβαίνει ακόμα και την παραδοσιακά φιλοϊσραηλινή γερμανική θέση, η οποία εντάσσεται σε άλλο πλαίσιο, της «έμπρακτης μεταμέλειας» μετά το 1945, ζητώντας από την ΕΕ να μην καταδικάσει σθεναρά ούτε καν την ισραηλινή εποικιστική δραστηριότητα;
Γνωρίζουν οι έλληνες πολίτες ότι αυτού του τύπου τις επιλογές στην Ευρώπη τις στηρίζει η χώρα μας μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις της «φαιάς συμμαχίας» του Βίζεγκραντ (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), γνωστές για την αλλεργία τους στους φτωχούς ξένους, οι οποίες πρωτοστάτησαν στο να αιχμαλωτιστούν στην Ελλάδα χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, μόνο και μόνο για να μη διέλθουν από το δικό τους έδαφος;
Την Παγκόσμια Ημέρα του Πρόσφυγα λοιπόν μαθαίνουμε πως η κυβέρνηση ενός λαού που το 2015 έδειξε ένα μοναδικό απόθεμα αλληλεγγύης προς τους ξεριζωμένους συνανθρώπους του, κάνοντας τη δημοκρατική ανθρωπότητα να υποκλιθεί σε ένα μεγαλείο που ξεπέρασε τα μύρια προβλήματά του, αποφασίζει να βάλει τις διμερείς εμπορικές σχέσεις με την Κίνα πάνω από τις ελευθερίες του κινεζικού λαού. Χρειάστηκαν λίγοι μήνες ώστε από τη ρητορική «το λιμάνι δεν πουλιέται», όχι απλώς να αποδεχθούμε την πώλησή του, αλλά και να βάζουμε διεθνώς πλάτη στις αμαρτίες του αγοραστή του. Αν αυτό δεν λέγεται κυνισμός, τι είναι;
Μας αρκεί το μισό του λιμανιού του Πειραιά για να σιωπούμε ως χώρα απέναντι σε κράτη-δυνάστες των δικαιωμάτων, όπως η Κίνα; Μας φτάνουν υποσχέσεις για μελλοντικές συμφωνίες προς εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων για να υπερασπιζόμαστε χώρες που παράνομα κατέχουν τα εδάφη ενός άλλου λαού αρνούμενες το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του, όπως το Ισραήλ; Αν ναι, τότε ας πάψουμε να παριστάνουμε πως θυμώνουμε με την υποκριτική συμμαχία ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας: εκεί είναι κάτι δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου. Α, ναι! Και να πάψουμε να παριστάνουμε και τα πονεμένα αδέλφια των Παλαιστινίων, αφού όπου βρεθούμε, είτε στην ΕΕ είτε στην UNESCO είτε σε άλλο διεθνές φόρουμ, θυσιάζουμε την ιστορική σχέση φιλίας και τα δίκαιά τους στη σκοπιμότητα του άξονα σταθερότητας με το Ισραήλ. Για να μην πούμε για τις στενές σχέσεις με τον πραξικοπηματία Σίσι στην Αίγυπτο…
Απώλεια αρχών και πολιτικού κεφαλαίου σε μια κρίσιμη στιγμή
Θα μου πει κανείς: «Μα είσαι αφελής; Δεν ξέρεις ότι όλα στην εξωτερική πολιτική είναι σκοπιμότητες;». Απαντώ: όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν οικονομικά συμφέροντα με την Κίνα και δέχονται πιέσεις από αυτήν, ωστόσο είναι η χώρα μας που υπήρξε πρόθυμη να μπλοκάρει τη λήψη συλλογικών αποφάσεων, χωρίς ούτε να αισθάνεται πως δεσμεύεται από κάποιες αρχές ούτε και να αντιλαμβάνεται τη ζημιά που προξενεί η απομόνωση αυτή για τις υπόλοιπες υποθέσεις μας. Τα πράγματα λοιπόν δεν προσφέρονται για αφορισμούς.
Η Ελλάδα τα τελευταία δύσκολα χρόνια έχει, παρά τις εμμονές του Βερολίνου –ή, ακριβέστερα, εξαιτίας αυτών -, κερδίσει ένα σκίρτημα συμπάθειας σε σημαντικό αριθμό ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, που ειλικρινά νοιάζονται για την κατάσταση στη χώρα μας. Αυτή είναι μια ανεκτίμητης αξίας υποθήκη διεθνώς. Με τέτοιες όμως επιλογές η υποθήκη χάνεται. Η συμπάθεια εξανεμίζεται και η αλληλεγγύη στερεύει. Δεν μπορείς να περιμένεις κάτι, αν δεν το δείχνεις ποτέ!
Μια μάλλον μικρή και, παρά τα προβλήματα, σταθερή χώρα σε ταραχώδη γειτονιά έχει συμφέρον να υπερασπίζεται τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Θα μπορούσε κιόλας να αυξήσει το όποιο κεφάλαιο συμπάθειας κέρδισε τα τελευταία χρόνια, διαδραματίζοντας τον ρόλο του «τίμιου διαμεσολαβητή» στις διεθνείς σχέσεις. Ακόμα κι αν η κυβέρνηση αυτή δεν κατάφερε να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για την κατάργηση των μνημονίων, κάποιοι ήλπισαν ότι θα ακολουθήσει μια «αριστερή εξωτερική πολιτική». Θα είχε, δηλαδή, μια εποικοδομητική θέση σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων στον κόσμο και θα ήταν διατεθειμένη να συμβάλει σε λύσεις των δύσκολων θεμάτων που απασχολούν την άμεση γειτονιά μας. Μάταια όμως.

Ο ρεαλισμός είναι αρετή, ο κυνισμός όχι
Ο ρεαλισμός στην εξωτερική πολιτική μιας χώρας είναι αρετή. Ο κυνισμός όμως όχι. Το να καταφέρει κανείς να συνδυάζει τον ρεαλισμό με τον σεβασμό ενός ελάχιστου παρονομαστή κάποιων αρχών, όπως η προστασία στοιχειωδών δικαιωμάτων, δεν είναι αφέλεια. Αντιθέτως, αφέλεια είναι να περιφέρεις αυτάρεσκα το δίκαιό σου, με την ελπίδα ότι κάποτε κάτι θα κερδίσεις, όταν ο ίδιος υπονομεύεις τα δίκαια των άλλων στην υφήλιο. Ετσι όμως, αντί για αλληλεγγύη, κάποια δύσκολη στιγμή στο εγγύς μέλλον θα εισπράξεις κάτι χειρότερο και από την ίδια την απαξίωση: την απομόνωση και τη χλεύη.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (FIDH ), αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ