Ολα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι η Ευρώπη, έπειτα από τα πολλά γεγονότα τρομοκρατίας, το ναυάγιο του Brexit, τα καμώματα του Τραμπ και την απομόνωση των ανθενωσιακών δυνάμεων πρώτα στην Ολλανδία και πρόσφατα στη Γαλλία, οδεύει ταχύτατα προς ενίσχυση των ενοποιητικών διαδικασιών της.
Ενδεικτικές προς τούτο είναι και οι συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών, όπου πέραν των άλλων ανεδείχθησαν τόσο τα ζητήματα εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης όσο και εκείνα της κοινής πολιτικής σε άμυνα και ασφάλεια.
Ηδη μεταξύ Βερολίνου, Παρισιού και Βρυξελλών ανταλλάσσονται ιδέες και προετοιμάζονται δυναμικές λύσεις, ικανές να ενισχύσουν το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές θα αναληφθούν σχετικές πρωτοβουλίες και θα αναπτυχθούν σχέδια για μια νέα Ευρώπη.
Κατά τα φαινόμενα, το σχέδιο για τη νέα Ευρώπη θα στηρίζεται στους δύο βασικούς πυλώνες της οικονομίας και της άμυνας.
Στον τομέα της οικονομίας η ενοποίηση θα προωθηθεί με την ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων, με την υιοθέτηση κοινών προϋπολογισμών, την τοποθέτηση υπερυπουργού Οικονομικών και σε βάθος χρόνου με την έκδοση ευρωομολόγων, που θα καλύπτουν χρηματοδοτικά με ενιαίο τρόπο όλες τις χώρες της ευρωζώνης.
Στον τομέα της άμυνας-ασφάλειας γίνεται επίσης λόγος για κοινούς αμυντικούς προϋπολογισμούς και περισσότερες εγγυήσεις πανευρωπαϊκής ασφάλειας. Ολα δε θα εξελιχθούν στη βάση του δόγματος που θέλει τους Ευρωπαίους να μοιράζονται υποχρεώσεις και ρίσκο.
Προφανώς δεν θα πρόκειται για ανέφελη πορεία. Σε μια ενοποιητική διαδικασία τα κράτη-μέλη για να απολαύσουν οικονομική, εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια θα υποχρεωθούν προφανώς σε εκχωρήσεις εξουσιών και δυνάμεων.
Οπως και να έχει πάντως η Ελλάδα έχει πολλούς λόγους να συμμετάσχει ενεργά στις διεργασίες που θα αναπτυχθούν για τη νέα Ευρώπη.
Αν όντως οδηγηθούμε σε μια περισσότερο ενοποιημένη οικονομικά και αμυντικά Ευρώπη, η Ελλάδα, στον βαθμό που παραμείνει στον σκληρό πυρήνα των χωρών της ευρωζώνης, θα ισχυροποιήσει τη θέση της, θα ασφαλισθεί έναντι οικονομικών κινδύνων και –το σημαντικότερο –θα καλυφθεί έναντι εθνικών κινδύνων.
Ειδικά για το τελευταίο ας μην ξεχνάμε ότι αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους ένταξής μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Το δυστύχημα πάντως είναι ότι οι ιθύνοντες της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής περί άλλα τυρβάζουν. Ο υπουργός Εξωτερικών δεν πιστεύει στις ευρωπαϊκές ενοποιητικές διαδικασίες και φαντάζεται συμμαχίες με εξωτικές δυνάμεις, ενώ ο υπουργός Εθνικής Αμυνας έχει τον δικό του συνωμοσιολογικό τρόπο να αντιλαμβάνεται την αμυντική συνεργασία, έχοντας μονίμως το βλέμμα του στραμμένο στην Ουάσιγκτον, στο Τελ Αβίβ και ενίοτε στη Μόσχα.
Ο Πρωθυπουργός υποθέτουμε πως έχει πια τις εμπειρίες –ορισμένες μάλιστα πολύ πικρές –για να αντιληφθεί τη σημασία των επερχόμενων αλλαγών στην Ευρώπη. Και φανταζόμαστε ότι θα προσαρμόσει αναλόγως την πολιτική της κυβέρνησής του…