Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Σχεδίου Νόμου «Μέτρα Θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής» και λοιπές διατάξεις που ετέθη πρόσφατα σε 12ήμερη δημόσια διαβούλευση, επέρχονται σοβαρότατες αλλαγές στο δίκαιο του διαζυγίου. Συγκεκριμένα τροποποιείται το βασικότατο για το οικογενειακό δίκαιο άρθρο 1438 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όπως άλλωστε ισχύει από τότε που θεσπίστηκε ο Αστικός μας Κώδικας, το διαζύγιο εκδίδεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Στο εξής, «Ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των συζύγων όπως ορίζεται στο άρθρο 1441» Η συμφωνία των συζύγων υποβάλλεται σε συμβολαιογράφο και αυτός συντάσσει πράξη με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου. Συμπέρασμα : Το συναινετικό διαζύγιο μετακομίζει από το δικαστήριο στο συμβολαιογραφείο. Αξίζει να σημειωθούν μερικές παρατηρήσεις:

Το διαζύγιο απαιτεί δικαστική απόφαση, δηλ. τη δικαστική κρίση για να πιστοποιηθεί η ωριμότητα και η σοβαρότητα της αποφάσεως των συζύγων. Στο μέτρο που ο γάμος δεν είναι κοινή σύμβαση, αλλά θεσμός και προστατεύεται συνταγματικά (άρθρο 21 § 1 Συντ), ορθώς τονίζεται ότι η βούληση των συζύγων ως προς τη διάζευξη πρέπει να ελέγχεται δικαστικά κάτω από το πρίσμα των κανόνων που προβλέπουν το διαζύγιο ως εξαίρεση από την ισόβια κοινωνία βίου. Άλλωστε η απαγγελία του διαζυγίου με δικαστική απόφαση προβλέπεται εθιμικά τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα.

Αλλά βεβαίως η δικαστική απόφαση δεν έχει μόνον συμβολική σημασία : έχει σπουδαίες πρακτικές συνέπειες. Καταρχάς το δικαστήριο μπορεί να ελέγχει έτσι τις συμφωνίες για τα ανήλικα τέκνα που είναι υποχρεωμένοι να προσκομίζουν αυτοί που επιθυμούν το διαζύγιο, αν δηλαδή είναι για το συμφέρον των τέκνων. Για παράδειγμα, οι γονείς αποφασίζουν να “χωρίσουν” τα παιδιά τους και να τα μοιρασθούν. Το δικαστήριο έχει αντίθετη γνώμη, να μη χωρίζουν δηλαδή τα αδέλφια και μπορεί να αρνηθεί την επικύρωση της συμφωνίας αυτής και εμμέσως το ίδιο το διαζύγιο.

Σπουδαία επίσης συνέπεια της δικαστικής αποφάσεως είναι ότι μπορεί να προσβάλλεται με ένδικα μέσα, κυρίως με έφεση. Έτσι η μεταμέλεια των συζύγων μπορεί να οδηγήσει στην άσκηση εφέσεως. Γιατί να αρνηθούμε στους συζύγους το δικαίωμα να μετανιώσουν;

Αλλά στο πλαίσιο της εφέσεως μπορούν να κριθούν και τα λεγόμενα ελαττώματα βουλήσεως, εξαιτίας των οποίων η συμφωνία για το διαζύγιο πάσχει. Για παράδειγμα, αν ο ένας σύζυγος συγκατένευσε στο διαζύγιο επειδή εξαπατήθηκε ή απειλήθηκε, μπορεί να ασκήσει έφεση και να ελεγχθεί ο ισχυρισμός του από το δικαστήριο.

Δεν υπάρχει λόγος να γίνει το διαζύγιο ένα διαζύγιο – εξπρές, όπως ήδη έχει προβληθεί από τα ΜΜΕ. Μπορεί να είναι σεβαστή η βούληση των συζύγων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να διευκολυνθεί και άλλο η λύση του γάμου. Και τι απομένει από τη προστασία του γάμου; Ούτε μπορεί βεβαίως να είναι κριτήριο η δικάσιμος που προσδιορίζεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών, για να μεταβληθεί έτσι απλά ο Αστικός μας Κώδικας.

Το Νομοσχέδιο προβλέπει εξάλλου ότι στο συμβολαιογράφο υποβάλλονται οι συμφωνίες για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων παιδιών, οι οποίες ισχύουν για τουλάχιστον δύο χρόνια και επικυρώνονται από αυτόν. Ενώ είναι θετικό ότι, όπως φαίνεται, γίνεται υποχρεωτική και η συμφωνία για τη διατροφή, η υποβολή της οποίας είναι μέχρι σήμερα προαιρετική, προβλέπεται στη συνέχεια ότι οι συμφωνίες αυτές μπορούν να ανανεωθούν. Δηλαδή επιμέλεια, επικοινωνία, και διατροφή των ανηλίκων μένουν εκτός του βεληνεκούς και της προστασίας του δικαστηρίου.

Ας μη θεωρηθεί βεβαίως ότι οι επιφυλάξεις αυτές υποτιμούν τους συμβολαιογράφους, κάθε άλλο. Αλλά, δεν είναι αυτή η αποστολή τους. Ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός με υψηλότατη αποστολή, του οποίου τα καθήκοντα καθορίζονται κυρίως από τον Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000). Στο Οικογενειακό Δίκαιο αναμιγνύεται κυρίως σε μονομερείς πράξεις με σοβαρές επιπτώσεις ως προς τη συγγένεια, όπως είναι π.χ. η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο. Από το συμβολαιογράφο βεβαίως συντάσσεται το σύμφωνο συμβίωσης και με συμβολαιογραφική πράξη λύεται (και) μονομερώς. Εντελώς διαφορετικά είναι τα πράγματα με το διαζύγιο. Ο γάμος δεν λύεται μονομερώς και είναι ορθό να παραμείνει έτσι. Ενώ, με την προτεινόμενη ρύθμιση, αντί να διακρίνεται το σύμφωνο από το γάμο, ο γάμος πλησιάζει στο σύμφωνο συμβίωσης. Μήπως το επόμενο βήμα θα είναι και η τέλεση γάμου (πολιτικού) από το συμβολαιογράφο;

Ο γάμος χρειάζεται ενίσχυση όχι μόνον “εξπρές”, αλλά διαρκείας. Και η λύση του γάμου με διαζύγιο απαιτεί ανάλογη αντιμετώπιση : Ας παραμείνει λοιπόν αποκλειστικώς και μόνον στο δικαστήριο η αρμοδιότητα της λύσης αυτής.

Η κυρία Ρόη Δ. Παντελίδου είναι καθηγήτρια Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θράκης.