Η ολοκλήρωση της περιβόητης δεύτερης αξιολόγησης είναι ακριβές ότι δεν έγινε με τους καλύτερους όρους για την κυβέρνηση και τη χώρα.

Οι καθυστερήσεις και οι συνεχείς αναβολές διατήρησαν επί μακρόν ατμόσφαιρα καχυποψίας σε εταίρους και δανειστές και εντέλει δεν επέτρεψαν μια καθαρή λύση του ελληνικού προβλήματος.
Αντιθέτως, η πολυδιαφημισμένη μακρά διαπραγμάτευση άφησε πίσω της εκκρεμότητες, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες αναμονές και ανεκπλήρωτες προσδοκίες, παρατείνοντας έτσι το καθεστώς εποπτείας και αυστηρής επιτήρησης.
Ωστόσο, τα παραπάνω δεν αναιρούν το γεγονός ότι έστω με καθυστερήσεις και αναμονές η κρίσιμη και καθοριστική για την πορεία της ελληνικής οικονομίας δεύτερη αξιολόγηση έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα.
Ανεξαρτήτως πως η Ελλάδα εκπλήρωσε πλήθος βαρύτατων υποχρεώσεων και ανέλαβε επιπρόσθετες. Και αυτό είναι κάτι που ουδείς επιτρέπεται να αμφισβητεί, γιατί είναι σαν να αμφισβητεί την πολύχρονη προσπάθεια του ελληνικού λαού.
Στη βάση άλλωστε της εκπλήρωσης αυτών των υποχρεώσεων έκλεισε, επί του παρόντος τουλάχιστον, η ορθάνοιχτη μέχρι πρότινος πόρτα της διαβρωτικής αβεβαιότητας, που κατέτρωγε τα πάντα και ακινητοποιούσε την οικονομία.
Ας μην ξεχνάμε ότι πριν από λίγες μέρες συζητούσαμε ακόμη σενάρια καταστροφής και αξιολογούσαμε κινδύνους επανάληψης των δραματικών γεγονότων του 2015.
Ας είμαστε λοιπόν καθαροί και ευθείς, ώστε να μην θέτουμε υπό αμφισβήτηση τουλάχιστον τη δική μας ευθυκρισία.
Κακά τα ψέματα, με την αποδοχή πρόσφατα των νέων μέτρων και την ανάληψη νέων υποχρεώσεων στο διηνεκές, επετράπη το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και έτσι έκλεισε ο μεγάλος κύκλος της απόλυτης αμφισβήτησης και της παρατεταμένης αβεβαιότητας.
Και μαζί της διαμορφώθηκαν νέες συνθήκες, οικονομικές και πολιτικές.
Δεν χωρεί πλέον αμφιβολία ότι η ελληνική οικονομία και η χώρα ευρύτερα έχουν όντως ένα παράθυρο ευκαιρίας.
Μπορούν να εκμεταλλευθούν το καλύτερο κλίμα και στο βαθμό που οι εθνικές δυνάμεις δράσουν συνειδητά και οργανωμένα, δύνανται να προετοιμάσουν την απρόσκοπτη έξοδο στις αγορές και μαζί να ολοκληρώσουν επιτυχώς την ολοκλήρωση του προγράμματος πια, το καλοκαίρι του 2018.
Αν η Ελλάδα καταφέρει στους επόμενους 12 με 14 μήνες να ολοκληρώσει το πρόγραμμα θα έχει συγκροτήσει ένα ισχυρό εθνικό επιχείρημα για τη διεκδικούμενη ελάφρυνση του χρέους.
Κάτι που αν επιτευχθεί θα επιβεβαιώσει τη βιωσιμότητά του χρέους και θα επιτρέψει την επανένταξη της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
Εν τω μεταξύ στο βαθμό που ενδιάμεσα υπάρχουν μικρές και συνεχείς επιβεβαιώσεις αυτής της πορείας εξόδου από τη μεγάλη οικονομική κρίση, θα ανακτάται η εμπιστοσύνη και όλα θα βελτιώνονται.
Επιπλέον το κλείσιμο της αξιολόγησης προσέφερε πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση. Όποιας δεν το βλέπει ή δεν το αντιλαμβάνεται, είτε είναι πολιτικά μύωψ, είτε απλώς εθελοτυφλεί. Ο κ.Τσίπρας δεν έχει λόγους πια να καταφύγει στις κάλπες. Αντιθέτως έχει πολλούς λόγους να εξαντλήσει το χρόνο που κέρδισε ευελπιστώντας στην μεταβολή των οικονομικών συνθηκών και στην εξ αυτής συγκράτηση ή επανάκαμψη των ψηφοφόρων του.
Υπό αυτή την έννοια το αίτημα των εκλογών δεν έχει πολλές προοπτικές ικανοποίησης.
Όπως και δεν έχει νόημα η στείρα αντιπολιτευτική στάση αμφισβήτησης της αξιολόγησης και των αποτελεσμάτων του Eurogroup.
Είπαμε δεν ήταν τα καλύτερα,αλλά χωρίς αυτά τώρα θα κλαίγαμε.
Το μείζον της νέας περιόδου είναι πως δεν θα διαταραχθεί η πορεία προς την ολοκλήρωση του προγράμματος και πως η χώρα και η οικονομία της θα εκμεταλλευθούν καλύτερα τις ευκαιρίες εξόδου από τη μακρόχρονη κρίση.
Και εδώ η κυβέρνηση με τα καμώματα και την αβελτηρία των υπουργών της προσφέρει, χωρίς αμφιβολία, πεδίο δόξης λαμπρό για την πραγματική και ουσιαστική αντιπολίτευση.
Με άλλα λόγια μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης εισήλθαμε όντως σε νέα περίοδο.
Και οφείλουν όλοι αναπροσαρμογές.