Ο ζήλος του υπουργείου Παιδείας για απόλυτο έλεγχο και μικροδιαχείριση των πανεπιστημίων έχει μακρά ιστορία. Διαπερνάει πολλές κυβερνήσεις και υπουργούς με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες και αγκυλώσεις. Αυτό όμως που συμβαίνει τα δύο τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ξεπερνά κάθε φαντασία, αλλά και την αντοχή κάθε καλοπροαίρετου! Αρχίσαμε με το «νομοσχέδιο Μπαλτά», στη συνέχεια παρουσιάστηκε το «νομοσχέδιο Φίλη» (που και τα δύο ευτυχώς έμειναν στα… σχέδια), μας έρχεται τώρα και το αντίστοιχο «Γαβρόγλου» –για να τα ονοματίσουμε με τα ονόματα των υπουργών που τα καταθέσαν -, που είναι και βιαστικός, αφού το θέτει σε ταχυδιαβούλευση λίγων ημερών. Κοινοί παρονομαστές και των τριών: η εσωστρεφής υπερνομοθέτηση, η επιστροφή στις αποδεδειγμένα κακές πρακτικές της δεκαετίας του ογδόντα και η… μονομανής καταδίωξη των εσόδων από τις δραστηριότητες που –παρά τις άπειρες αντιξοότητες –άνθησαν και βοήθησαν το ελληνικό πανεπιστήμιο να πάει μπροστά και να διακριθεί, δηλαδή τη χρηματοδοτούμενη έρευνα και τα μεταπτυχιακά.
Η χρηματοδοτούμενη έρευνα με τις ηρωικές προσπάθειες των μελών ΔΕΠ άνθησε κυριολεκτικά, αν μάλιστα ληφθούν υπόψη η προχειρότητα και η γραφειοκρατία πάνω στις όποιες στήθηκαν οι ΕΛΚΕ των πανεπιστημίων ως φορείς διαχείρισής της, δηλαδή εκ των ενόντων και χωρίς αναπτυξιακό, αλλά μόνο ελεγκτικό προσανατολισμό. Τα ελληνικά πανεπιστήμια, από σχεδόν αποκλειστικά εκπαιδευτικοί φορείς που ήταν, απέκτησαν και ερευνητικό χαρακτήρα, όπως όλα τα καλά διεθνή πανεπιστήμια. Χιλιάδες ερευνητές έχουν προσληφθεί με πλούσια παραγωγή καινούργιας γνώσης, εκπόνηση διδακτορικών εργασιών, μεταδιδακτορικής έρευνας κ.λπ. Παράλληλα μας βοήθησε να αποκτήσουμε υποδομές, βοηθητικό και τεχνικό προσωπικό, να συντηρούμε τα εργαστήριά μας και παράλληλα να ενισχύουμε τον πενιχρό κρατικό προϋπολογισμό των πρυτανειών, της κεντρικής διοίκησης, των Σχολών και Τομέων, τις υποτροφίες για τους οικονομικά αδυνάμους, τη βασική έρευνα κ.λπ. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στη σπαρασσόμενη από την κρίση Ελλάδα αυτή η δραστηριότητα είναι η μόνη ελπίδα για βιωσιμότητα.
Από φέτος όμως η κατάσταση με τους ΕΛΚΕ έφτασε στο απροχώρητο. Εχουν υπαχθεί στη «γενική κυβέρνηση», η οποία είναι πλέον ο κύριος διαχειριστής εσόδων που προέρχονται από καθαρά ιδιωτική πρωτοβουλία και επιστημονική ικανότητα. Γίνονται τραγελαφικά πράγματα: οι ερευνητές αντιμετωπίζονται περίπου ως «υπάλληλοι του κράτους» με όλες τις αγκυλώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, οι ευθύνες στους ΕΛΚΕ πληθαίνουν με φυσικό επακόλουθο τον φόβο για κάθε προφανή διευκόλυνση της δουλειάς, τα αποθεματικά θεωρούνται δημόσια περιουσία, οι προμήθειες γίνονται γολγοθάς (τρεις προσφορές και εκ των προτέρων έγκριση για να πάρεις π.χ. …μελάνια), κ.λπ. Το νομοσχέδιο «Γαβρόγλου» όχι μόνο δεν λύνει τα βασικά, αλλά έρχεται να τα επιβεβαιώσει ως οριστική ταφόπλακα. Ετσι, αντί να πάμε μπροστά και να αξιοποιήσουμε το υπάρχον νομικό πλαίσιο (που καταπολεμήθηκε άγρια), το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα να μετατρέψουμε τους ΕΛΚΕ σε ΝΠΙΔ με την απαραίτητη διαχειριστική ευελιξία, πάμε ολοταχώς πίσω. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι στην πρόσφατη τοποθέτηση του άτυπου οργάνου των πρυτάνεων ζητούν αυτή την ευελιξία, αν και είναι στο χέρι τους να την αποκτήσουν απλώς εφαρμόζοντας τον νόμο που έχουν βάλει στα συρτάρια τους! Εχουν μάλιστα και τις προτάσεις με έτοιμα νομοσχέδια για αυτό από τα παραιτηθέντα ΣΙ, άλλη μια χρήσιμη και αξιοποιήσιμη καινοτομία του ισχύοντος νομικού πλαισίου που «πυροβολήθηκε» όσο καμία άλλη, για να αντικατασταθεί στο νέο νομοσχέδιο με τα «περιφερειακά συμβούλια», έναν πραγματικό αχταρμά προσώπων και ιδιοτήτων που είναι προβλέψιμα αναποτελεσματικός.
Στο «απόσπασμα» έχουν μπει και τα μεταπτυχιακά και κυρίως τα έσοδά τους από δίδακτρα, στα πανεπιστήμια βέβαια που οι σύγκλητοί τους δεν τα είχαν ήδη απαγορεύσει (εμπνεόμενοι από την ίδια νοοτροπία ότι το… τζάμπα είναι το μόνο ηθικό και… ποιοτικό!). Πολλά επιτυχημένα μεταπτυχιακά θα αδρανήσουν ή δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν, με προφανείς απώλειες για τα πανεπιστήμια. Το επιχείρημα ότι η μόρφωση δεν είναι εμπόρευμα, παρά τη λαϊκίστικη απήχηση που μπορεί να έχει, δεν αντέχει ούτε στη στοιχειώδη γνώση όλων μας για το πόσο τελικά κοστίζουν στους έλληνες γονείς και φορολογουμένους τα ελληνικά «δημόσια» πτυχία, αλλά ούτε και στη διεθνή πρακτική, εκτός και αν πιστεύουμε και πάλι ότι εμείς είμαστε οι «ξεχωριστοί» που εφευρίσκουμε συνεχώς τον τροχό.
Δεν θα επεκταθώ εδώ σε άλλα σημεία οπισθοδρόμησης που περιέχει το νέο νομοσχέδιο για την Παιδεία, όπως τα περί ασύλου, τρόπου εκλογής διοικήσεων, κ.λπ. Ειδικά για το πρώτο θεωρώ ότι η όποια συζήτηση για νομοθετική επαναφορά ή όχι –αν και ιδεολογικά φορτισμένη –έχει μάλλον θεωρητικό χαρακτήρα, αφού έχει ξεπεραστεί από την πραγματικότητα: με ή χωρίς το «άσυλο» τα πανεπιστήμιά μας είναι ξέφραγα αμπέλια στο έλεος κάθε παραβατικής επιθυμίας και πρακτικής.

Δεν χρειάζεται άλλη νομοθετική «προστασία», ούτε οριζόντιες υπερρυθμίσεις. Χρειάζονται εξωστρέφεια, αξιοκρατία και πόροι που –ιδιαίτερα με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα και οικονομία –κάθε πανεπιστήμιο θα πρέπει να μπορεί να τα αποκτήσει μόνο του!
Η κυρία Μαρία Μιμίκου είναι καθηγήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ