Η περιβόητη δεύτερη αξιολόγηση που βασάνιζε τη χώρα και τους πολίτες, κοντά έναν χρόνο, έκλεισε επιτέλους.
Η κυβέρνηση, που φιλοδοξούσε τα μέγιστα και ήλπιζε ότι δι’ αυτής θα λύσει μονομιάς το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, αντελήφθη –έστω και αργά –ότι οι διεθνείς συσχετισμοί δεν την ευνοούσαν και έτσι συμβιβάστηκε με τα ελάχιστα.
Απέρριψε ευτυχώς την ιδέα της ρήξης και επανάληψης του 2015, έλαβε τη δόση για την κάλυψη των τρεχουσών δανειακών υποχρεώσεων, αποδέχθηκε τον στενό κορσέ των δημοσιονομικών υποχρεώσεων και πλέον υπολογίζει στη σταθερότητα, η διατήρηση της οποίας μπορεί να εγγυηθεί ως έναν βαθμό την εκπλήρωση των πολλών υποσχέσεων που προσφέρθηκαν από τους ευρωπαίους εταίρους.
Είναι αλήθεια ότι η μεγάλη περιπέτεια αποφεύχθηκε, όπως είναι αλήθεια και ότι οι εταίροι επιμένουν να αντιμετωπίζουν μίζερα, έως εκδικητικά, χωρίς την απαιτούμενη γαλαντομία την ελληνική προσπάθεια.
Μπορεί όντως η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα να βαρύνεται με πάμπολλα λάθη και να ευθύνεται για τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις, αλλά και η στάση των εταίρων φαντάζει τιμωρητική και ξένη προς τις αρχές της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Ωστόσο, έστω και έτσι, διαμορφώθηκε ένα παράθυρο ευκαιρίας για τη χώρα.
Η Ελλάδα ξέφυγε από την απειλή του Grexit, η μεγάλη αβεβαιότητα ενδεχόμενης οικονομικής κατάρρευσης δεν υφίσταται πια, τα ελλείμματα έχουν τιθασευθεί, η δημοσιονομική σταθερότητα είναι υπερασπίσιμη και είναι ζήτημα πια επιμονής και πειθαρχίας η έξοδος από την κρίση.
Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της επόμενης περιόδου.
Ο Πρωθυπουργός, αφού πήρε την απόφαση, οφείλει να την υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις.
Στο δωδεκάμηνο που ακολουθεί και στον βαθμό που πιστεύει πραγματικά την επιλογή ολοκλήρωσης του προγράμματος, είναι υποχρεωμένος να οργανώσει και να εξοπλίσει αναλόγως την κυβέρνησή του ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της μεγάλης μεταρρύθμισης που έχει ανάγκη η χώρα και η οικονομία της.
Η έξοδος στις αγορές δεν θα είναι περίπατος, θα ενισχύεται και θα ενθαρρύνεται όσο προωθούνται οι μεταρρυθμίσεις και όσο οι υπουργοί «τρέχουν» τις κρατικές υποθέσεις χωρίς τους συνήθεις ενδοιασμούς και τις πολλές επιφυλάξεις τους.
Επειτα από δύο χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου άπαντες αναγνωρίζουν τα βαρίδια, τους αδύναμους κρίκους και τους φορείς καθυστέρησης και οπισθοχώρησης.
Η περίοδος είναι ιστορική και δεν συγχωρούνται λάθη. Υστερα από δέκα χρόνια ύφεσης η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Πλέον είναι απείρως φθηνότερη, έχει αντιμετωπίσει πολλές από τις διαρθρωτικές αδυναμίες που καταδυνάστευαν την επιχειρηματική δραστηριότητα, η οικονομία έγινε ανταγωνιστικότερη και, το κυριότερο, η κοινωνία της απέκτησε στον καιρό της κρίσης συνείδηση αυτοσυντήρησης και απεξάρτησης από το κράτος.
Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να ανθήσει στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια και να διαμορφώσει συνθήκες επίτευξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, τους μόνους ικανούς να σβήσουν στην κυριολεξία το υπέρογκο σήμερα δημόσιο χρέος.
Αρκεί ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί του να συμφιλιωθούν μαζί του και να πάψουν να ορθώνουν εμπόδια όπου σταθούν και όπου βρεθούν.