Σαν από θαύμα δεν θρηνούμε ανθρώπινες ζωές στο Αμύνταιο από την κατολίσθηση που προκλήθηκε στο ορυχείο το οποίο τροφοδοτεί με λιγνίτη τον ομώνυμο Ατμοηλεκτρικό Σταθμό. Παρά τις προσπάθειες της ΔΕΗ να ρίξει την ευθύνη στις αρχαιολογικές υπηρεσίες, είναι σαφές ότι η επιχείρηση υποεκτίμησε τραγικά τον κίνδυνο που προκλήθηκε για τον παρακείμενο οικισμό των Αγίων Αναργύρων από τις εξορύξεις λιγνίτη.
Μπορεί τώρα ΔΕΗ και κυβέρνηση να εμφανίζονται επισπεύδουσες τη διαδικασία μετεγκατάστασης του οικισμού αλλά στο μεταξύ έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια αδράνειας από τον 3937/2011 που ρύθμιζε τις μετεγκαταστάσεις τόσο των Αγίων Αναργύρων όσο και της Ακρινής. Ισως θα ήταν διαφορετική η αντιμετώπιση των κατοίκων των δύο αυτών οικισμών αν στο υπέδαφός τους κρύβονταν σημαντικά κοιτάσματα λιγνίτη.
Και ενώ η άμεση μετεγκατάσταση του οικισμού των Αγίων Αναργύρων είναι εκ των ων ουκ άνευ, σκάνδαλο αποτελεί η επιβάρυνση των φορολογουμένων για την πραγματοποίησή της. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του παραπάνω νόμου τα έξοδα των μετεγκαταστάσεων θα βαρύνουν κατά το ήμισυ τους έλληνες φορολογουμένους και μόνο κατά 50% τη ΔΕΗ, παρά το γεγονός ότι οι μετεγκαταστάσεις είναι 100% αποτέλεσμα της λιγνιτικής δραστηριότητας. Πρόκειται δηλαδή για μια ακόμα κρυφή επιδότηση του λιγνίτη για να συντηρηθεί ο μύθος του «φθηνού εθνικού καυσίμου». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στο κόστος που θα καλύψει το κράτος επιτρέπεται και η χρήση του Τοπικού Πόρου Ανάπτυξης, ο οποίος καταβάλλεται από τη ΔΕΗ στους «λιγνιτικούς» δήμους της χώρας σαν αντιστάθμισμα των καταστροφών από τη λιγνιτική δραστηριότητα.
Οι οικονομικές επιπτώσεις από την κατολίσθηση είναι όμως σημαντικές και για τη ΔΕΗ. Εκτός από το 50% του κόστους των μετεγκαταστάσεων, η επιχείρηση έχασε και τέσσερις εκσκαφείς ενώ εκτιμάται ότι θα χαθεί η πρόσβαση σε 25-30 εκατομμύρια τόνους λιγνίτη. Οι επιπτώσεις αυτές έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά αρνητικών εξελίξεων για τα οικονομικά του λιγνίτη:
n Η άρνηση των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης να δώσουν στην Ελλάδα δωρεάν δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα στερήσει από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ 1,75-2,5 δισ. ευρώ τη δεκαετία 2021-2030 και μειωμένη ανταγωνιστικότητα στην καθημερινή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
n Η επικύρωση του νέου Εγχειριδίου Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών στις Βρυξέλλες τον περασμένο Απρίλιο θα αναγκάσει τις λιγνιτικές μονάδες να προβούν σε ακριβές αναβαθμίσεις το αργότερο ως το 2021, έτσι ώστε να συμμορφώνονται με τα νέα, αυστηρότερα όρια εκπομπών.
n Παρά τις έντονες προσπάθειες της ΔΕΗ να επιτραπεί στους ΑΗΣ Καρδιάς και Αμυνταίου να λειτουργήσουν 32.000 ώρες ως το 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να επιτρέψει μόνο 17.500 ώρες λειτουργίας για την οκταετία 2016-2023.
Η δε πρόσφατη συμφωνία με τους θεσμούς στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης οδήγησε στην απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής για πώληση του 40% της λιγνιτικής ισχύος της ΔΕΗ σε ιδιώτες μαζί με τα αντίστοιχα λιγνιτικά κοιτάσματα. Οι τεχνικές λεπτομέρειες θα προσδιοριστούν κατόπιν συζήτησης της ελληνικής κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ εικάζεται ότι η πώληση θα βασιστεί σε εκτίμηση για το μερίδιο αγοράς του λιγνίτη με έτος αναφοράς το 2025. Επομένως, αν κυβέρνηση και ΔΕΗ όντως εννοούν ότι θέλουν να ελαχιστοποιήσουν το τμήμα του λιγνιτικού στόλου που θα μεταβιβαστεί σε ιδιώτες, είναι προφανές ότι τα σχέδια για νέες λιγνιτικές μονάδες, όπως και οι σκέψεις για επέκταση της ζωής του ΑΗΣ Αμυνταίου μετά και την εξάντληση των 17.500 ωρών λειτουργίας που του αναλογούν ως το 2023, πρέπει να εγκαταλειφθούν.
Ο δρόμος του λιγνίτη στην Ελλάδα φθάνει στο τέλος του. Ο σχεδιασμός για τη δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο μαζί με την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει η ελληνική πολιτεία για τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες δεκαετίες τώρα καίγονται για να ηλεκτροδοτούμαστε όλοι εμείς. Οσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσουν αυτό ΔΕΗ και κυβέρνηση τόσο λιγότερες θα είναι οι απώλειες για τη μεγαλύτερη επιχείρηση ηλεκτρισμού των Βαλκανίων και τόσο γρηγορότερα η οικονομία των λιγνιτικών νομών της χώρας θα μπει σε τροχιά βιωσιμότητας.
Ο κ. Νίκος Μάντζαρης είναι χημικός μηχανικός, υπεύθυνος του τομέα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής του WWF Ελλάς

HeliosPlus