ΠΡΙΝ από λίγο καιρό ο Γεώργιος Ράλλης δήλωσε πως αν η χώρα μας ακολουθούσε στη δεκαετία του ’80 την πολιτική που αυτή τη στιγμή εφαρμόζει ο Κώστας Σημίτης, η Ελλάδα θα ήταν σήμερα μία από τις ευημερούσες κοινωνίες της Ευρώπης. Η δήλωση αυτή σχολιάστηκε εκτενώς και από τους πολιτικούς και από τα ΜΜΕ ­ αλλά η προσοχή όλων επικεντρώθηκε αποκλειστικά στις επιπτώσεις που η παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού είχε στο κομματικό χρηματιστήριο: πόσο ανέβηκαν οι μετοχές του Σημίτη και πόσο κατέβηκαν αυτές του νέου προέδρου της ΝΔ; Αυτό που κανένας δεν ρώτησε όμως είναι κατά πόσον η δήλωση Ράλλη είναι σωστή ή λανθασμένη.


Θα μπορούσε άραγε η Ελλάδα, με μια διαφορετική πολιτική στην προηγούμενη δεκαετία, να έκλεινε το χάσμα που τη χωρίζει από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Και αν ναι, με τι είδους στρατηγικές θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Αυτού του είδους οι προβληματισμοί δεν είναι απλή παρελθοντολογία. Οπως θα υποστηρίξω πιο κάτω, η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να μας βοηθήσει να ακολουθήσουμε την κατάλληλη αναπτυξιακή στρατηγική σήμερα.


Νομίζω πως στο υποθετικό ερώτημα που η δήλωση Ράλλη εγείρει, η αναπτυξιακή εμπειρία της Ιρλανδίας μπορεί να μας βοηθήσει να δώσουμε μια ικανοποιητική απάντηση. Οπως είναι γνωστό, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας, ως κοινωνία, έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη χώρα μας: μικρός πληθυσμός (3,5 εκατομμύρια περίπου), χαμηλή γεννητικότητα, πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης, τεράστια διασπορά (οι Ιρλανδοί που ζουν εκτός του πάτριου εδάφους είναι περισσότεροι από αυτούς που ζουν εντός), έντονος ρόλος της Εκκλησίας στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, «υπανάπτυκτη» αγροτική οικονομία και χαμηλό βιοτικό επίπεδο στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες κλπ.


Επιπλέον, όπως και η χώρα μας, στις δύο τελευταίες δεκαετίες η Ιρλανδία, ως «περιφερειακή» χώρα, πήρε σημαντική οικονομική βοήθεια από την Κοινότητα. Από την άλλη μεριά, όμως, αντίθετα με την Ελλάδα, οι πολιτικές ηγεσίες χρησιμοποίησαν τους κοινοτικούς πόρους κατά τέτοιο τρόπο που σήμερα η Ιρλανδία έχει περάσει από το κλαμπ των φτωχών σε αυτό των πλουσίων.


Ιδού μερικά εντυπωσιακά στατιστικά στοιχεία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η Ιρλανδία ήταν μία από τις φτωχότερες χώρες της Δ. Ευρώπης. Το εθνικό της εισόδημα ήταν λίγο – πολύ στο ίδιο επίπεδο με αυτό της Πορτογαλίας και της Ελλάδας. Σήμερα όμως όχι μόνο είναι πολύ ψηλότερο από το ελληνικό, το πορτογαλικό και το ισπανικό, αλλά και έχει ξεπεράσει αυτό της Βρετανίας (βλέπε «The Economist», 17.5.97, σελ. 23-26). Στην περίοδο 1990-1996 το ακαθάριστο εθνικό προϊόν αυξήθηκε κατά μέσο όρο 5%, ενώ ο αντίστοιχος κοινοτικός μέσος όρος ήταν 1,5%. Και όλα αυτά επιτεύχθηκαν χωρίς την αύξηση του πληθωρισμού (αυτή τη στιγμή οι τιμές στην Ιρλανδία αυξάνονται μόνο κατά 1,5% τον χρόνο!).


ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ που τίθεται βέβαια είναι πώς κατάφερε η Ιρλανδία να έχει επιδόσεις ανάλογες με αυτές των ασιατικών «τίγρεων» ­ και μάλιστα χωρίς τη χρησιμοποίηση του τύπου των αυταρχικών μέτρων που χαρακτηρίζουν τον ανερχόμενο ασιατικό καπιταλισμό; Ποια είναι η αναπτυξιακή συνταγή που οδήγησε στο ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα»;


Αυτό που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι πως η ιρλανδική συνταγή, κατά κάποιο τρόπο, πάει ενάντια και στην κυρίαρχη συντηρητική / νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και στη συμβατική σοσιαλδημοκρατική. Ή, για να θέσω το θέμα πιο θετικά, η ιρλανδική στρατηγική συνδυάζει κατά δημιουργικό τρόπο στοιχεία και από τις δύο αναπτυξιακές λογικές. Πιο συγκεκριμένα, από τη συντηρητική πλευρά έχουμε το στοιχείο της δημοσιονομικής πειθαρχίας (αυστηρός έλεγχος των κρατικών δαπανών και του πληθωρισμού), της χαμηλής φορολογίας επιχειρήσεων που ασχολούνται με τη βιομηχανία και την εξαγωγή υπηρεσιών, του ανοίγματος της οικονομίας στο ξένο κεφάλαιο (ειδικά μέτρα για την προσέλκυση μονάδων προηγμένης τεχνολογίας), της εντατικής ανάπτυξης του χρηματιστικού και τραπεζιτικού τομέα κλπ.


Από την άλλη μεριά τώρα, απογοητεύοντας τους οπαδούς της θατσερικής / νεοφιλελεύθερης λογικής, η ιρλανδική ανάπτυξη βασίζεται σε μια σειρά από παρεμβατικά μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διορθώσουν / καθοδηγήσουν τους μηχανισμούς της αγοράς ­ μετριάζοντας τις βάρβαρες ή και μη εθνικά συμφέρουσες επιπτώσεις τους. Ετσι η κρατική IDA (Agency of Industrial Development) έχει διαμορφώσει μια συγκεκριμένη βιομηχανική πολιτική, ενώ συλλογικές συμφωνίες μεταξύ κράτους – κεφαλαίου και εργασίας δημιούργησαν ένα κλίμα κοινωνικής συναίνεσης και συνεργασίας που βοήθησε τη συγκράτηση της αύξησης των μισθών ή μάλλον τη σύνδεση αυτής της αύξησης με την παραγωγικότητα. Επιπλέον η άμεση φορολογία έχει ένα σαφή προοδευτικό χαρακτήρα, ενώ οι δαπάνες για κοινωνική πρόνοια είναι εξαιρετικά γενναιόδωρες. (Βλέπε Ian Gough και άλλοι, «Social assistance in OECD countries», Journal of European Social Policy, Φεβρουάριος 1997, σελ. 21-27).


Με αυτόν τον τρόπο η ιρλανδική αναπτυξιακή στρατηγική ξεπερνά τους δογματισμούς και της Αριστεράς και της Δεξιάς. Σπάει σαφώς τα ταμπού του νεοφιλελεύθερου συντηρητισμού (ναι στον ευέλικτο κρατικό παρεμβατισμό, ναι στην κρατικά συντονισμένη συνεργασία κεφαλαίου και εργασίας, ναι στην προοδευτική φορολογία και στο κοινωνικό κράτος)· αλλά σπάει επίσης και τις αγκυλώσεις της κρατικιστικής Αριστεράς (ναι στη δημοσιονομική πειθαρχία, ναι στον αυστηρό έλεγχο του πληθωρισμού, ναι στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου).


Αυτού του είδους η μη δογματική αναπτυξιακή στρατηγική, σε συνδυασμό με μια σειρά από άλλους ευνοϊκούς παράγοντες ­ όπως το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού, οι πόροι από τη διασπορά, η κοινοτική βοήθεια, το μικρό μέγεθος της χώρας ­ έκαναν την Ιρλανδία να περάσει από την περιφέρεια / ημιπεριφέρεια στο κέντρο. Βέβαια το πρόβλημα της ανεργίας δεν έχει λυθεί ­ είναι γύρω στο 10%. Αντίθετα όμως με χώρες σαν την Ελλάδα, που έχουν παρόμοια επίπεδα ανεργίας, η Ιρλανδία είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτό το πρόβλημα ­ αφού έχει υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα, χαμηλότερο εξωτερικό χρέος, χαμηλότερο πληθωρισμό, υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κλπ. (Βέβαια για να λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας σήμερα δεν χρειάζεται μόνο μια νέα σύνθεση συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών στρατηγικών· χρειάζεται επίσης μια νέα πολιτική βούληση για την εφαρμογή λύσεων που θα ξεπερνούν και τη νεοφιλελεύθερη και τη σοσιαλδημοκρατική λογική. Βλέπε άρθρο μου στο «Βήμα», 23.6.96).


ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ όλα τα παραπάνω για τη χώρα μας; Ξαναγυρίζοντας στον αρχικό μας προβληματισμό, νομίζω πως ο ισχυρισμός του Γ. Ράλλη είναι σωστός. Πράγματι, αν το ΠαΣοΚ ακολουθούσε στη δεκαετία του ’80 μια παρόμοια πολιτική με αυτή που προσπαθεί να ακολουθήσει ο Κ. Σημίτης σήμερα, η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε μπει σε «ιρλανδικού τύπου» αναπτυξιακή τροχιά. Οι λόγοι γι’ αυτό το συμπέρασμα είναι προφανείς:


α) Η κυβέρνηση Σημίτη ακολουθεί (με πόση επιτυχία δεν το ξέρουμε ακόμη) μια αναπτυξιακή στρατηγική που συνδυάζει τη δημοσιονομική αυστηρότητα, τον ευέλικτο κρατικό παρεμβατισμό, τον κοινωνικό διάλογο και την κοινωνική δικαιοσύνη.


β) Αν αυτή η στρατηγική εφαρμοζόταν την περασμένη δεκαετία, αν οι κοινοτικοί πόροι δεν κατασπαταλιόνταν για καθαρά κομματικούς σκοπούς ­ αν δηλαδή ο σημιτικός οικονομικός ορθολογισμός / ρεαλισμός αντικαθιστούσε τον παπανδρεϊκό λαϊκισμό του «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» μία δεκαετία πιο πριν ­, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Ελλάδα δεν θα βρισκόταν σήμερα στον «πάτο» της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.


γ) Επειδή ακριβώς η χώρα μας διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα παρόμοια με αυτά της Ιρλανδίας, η αναπτυξιακή εμπειρία της τελευταίας είναι χρήσιμη και για την αξιολόγηση του παρελθόντος και για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά μας σήμερα.


Ως προς το παρελθόν η ιρλανδική περίπτωση δείχνει καθαρά τι είδους ευκαιρίες χάσαμε επειδή είχαμε την ατυχία να έχουμε στη μεταπολίτευση πολιτικές ηγεσίες που ενδιαφέρονταν λιγότερο για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και περισσότερο για το στήσιμο και την επέκταση των κομματικών τους μαγαζιών.


δ) Οσο αφορά το παρόν και το μέλλον τώρα, αν η στρατηγική Σημίτη πετύχει (πράγμα που δεν είναι βέβαια καθόλου σίγουρο), η Ελλάδα έχει, έστω και στο παρά πέντε, τη δυνατότητα αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων που διαθέτει για να προχωρήσει προς την «ιρλανδική» κατεύθυνση.


Τέλος, αυτό που επίσης δείχνει και η ιρλανδική και η περίπτωση των ασιατικών «τίγρεων» είναι πως μικρές χώρες ­ μέσα στο πλαίσιο της ραγδαίας οικονομικής παγκοσμιοποίησης ­ ακολουθώντας κατά μη δογματικό τρόπο την κατάλληλη στρατηγική (που φυσικά αλλάζει από περίπτωση σε περίπτωση) μπορούν να μεταπηδήσουν από την ημιπεριφέρεια στο κέντρο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως όλες οι χώρες της «ύστερης ανάπτυξης» μπορεί να πετύχουν κάτι τέτοιο ­ χρειάζονται ειδικές προϋποθέσεις, που έχει για παράδειγμα η χώρα μας, όχι όμως η Βουλγαρία ή η Γκάνα. Επιπλέον, η μετάβαση από την ημιπεριφέρεια στο κέντρο δεν σημαίνει πως, ως διά μαγείας, όλες οι αρνητικές παραδοσιακές δομές της κοινωνίας μας (κρατικός αυταρχισμός, πελατειακά κόμματα, δυαδικός χαρακτήρας της οικονομίας κλπ.) θα εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτά τα «κουσούρια», που εν μέρει συνδέονται με την οθωμανική μας κληρονομιά, θα τα κουβαλάμε για πολύ καιρό μαζί μας, ακόμη και αν περάσουμε από το ευρωπαϊκό κλαμπ των φτωχών σε αυτό των πλουσίων. Ενα τέτοιο πέρασμα όμως θα δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις και για να καλυτερεύσουμε το βιοτικό μας επίπεδο και για να αυξήσουμε την πολιτική και πολιτιστική μας αυτονομία μέσα στην κοινότητα.