Πριν από ένα χρόνο οι απανταχού ανθενωσιακοί, γοητευμένοι από τα οράματα του Τραμπ, της Λεπέν, του Φάρατζ, του Πέπε Γκρίλο και των δικών μας δραχμιστών, προφήτευαν το τέλος της Ευρώπης, κουνούσαν εθνικιστικά λάβαρα κι ονειρεύονταν φράχτες και τείχη αντίστοιχα εκείνων που σήκωνε ο Ούρμπαν στα περίχωρα της Βουδαπέστης.

Ήταν τέτοια η βεβαιότητα του κύκλου των αντιευρωπαϊστών που έφτασαν να εκπονούν σχέδια νέων συμμαχιών και να φαντάζονται την Ελλάδα συνδεδεμένη με το δολάριο ως άλλη 52η πολιτεία των ΗΠΑ. Αφελείς ως συνήθως, με επιφανειακές επεξεργασίες, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη δύναμη της Ευρώπης και ιδιαιτέρως την απορρόφηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, αυτής της σύνθετης σχέσης που έχει καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των πολιτών της Γηραιάς Ηπείρου ως αναγκαία και ικανή συνθήκη προόδου, ευημερίας και ειρήνης.

Ένα χρόνο μετά το Brexit έχει ξεφτίσει, η Τερέζα Μέι εκλιπαρεί διαπραγματεύσεις προκειμένου να διατηρήσει τη καλύτερη δυνατή σχέση με την Ευρώπη, ο πολύς Φάρατζ δε ήταν καν υποψήφιος στις πρόσφατες βρετανικές εκλογές, η Λεπέν έσβησε στην κυριολεξία καθώς ανέτειλε το άστρο του Μακρόν, οι λαϊκιστές του Πέπε Γκρίλο αμφισβητούνται στο μέγιστο βαθμό στη γειτονική Ιταλία, η Μέρκελ η πιο σταθερή ευρωπαία πολιτικός θα κάνει περίπατο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ο δικός μας Αλέξης Τσίπρας από πολιτικός των δρόμων εξελίσσεται σε τυπικό συστημικό παίκτη με όλα τα μειονεκτήματα και τα ελλείμματα των προκατόχων του. Και βεβαίως αποκαλύφθηκε το έλλειμμα του Ντόναλντ Τραμπ, αποδίδοντας στον κόσμο την προβληματικότερη στην ιστορία αμερικανική διοίκηση.

Απεδείχθη με άλλα λόγια ότι η ανοιχτή και ενωμένη Ευρώπη, το ευγενέστερο των μεταπολεμικών πολιτικών οικοδομημάτων παγκοσμίως, έχει αποκτήσει πολύ ισχυρές βάσεις για να κλονιστεί από τις φωνασκίες των εθνικιστών ανθενωσιακών, που δεν μπορούν να αντιληφθούν την αξία του τρίπτυχου της ελευθερίας στην κίνηση αγαθών, κεφαλαίων και προσώπων σε μια ήπειρο που δοκιμάστηκε στους αιώνες των αιώνων από τις ορδές των δικών της βαρβάρων.

Η Ευρώπη θα έχει προσεχώς μια νέα ευκαιρία ενίσχυσης της ενοποιητικής διαδικασίας και η Ελλάδα οφείλει να διατηρήσει τη θέση της σε αυτή γιατί απλούστατα μόνο κέρδη μπορεί να έχει απ’ αυτή. Τα υπόλοιπα είναι για τους ανιστόρητους και τους ανόητους που δεν μπορούν να αντιληφθούν ούτε τα προφανή.