Βαθιά μέσα μας το ξέρουμε, έστω και αν βολικά το παρακάμπτουμε: η ζωή είναι εύθραυστη, καθορίζεται συχνά από την τύχη και, σε τελική ανάλυση, είναι «παράλογη». Το πρωί έκανα μάθημα στο επιβλητικό Shard του Λονδίνου και το βράδυ βρέθηκα να φιλοξενώ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου πανικόβλητους άγνωστους ανθρώπους οι οποίοι έτρεχαν αλαφιασμένοι να σωθούν από μαχαιροβγάλτες τρομοκράτες, τους οποίους πιθανότατα θα είχα συναντήσει και εγώ αν δειπνούσα στο Μπόροου Μάρκετ μια ώρα αργότερα! Σκέφτομαι με θλίψη τους νεαρούς θαμώνες που ποτέ δεν επέστρεψαν στο σπίτι ή στο ξενοδοχείο τους, γιατί έτσι θέλησε, εντελώς αυθαίρετα και απάνθρωπα, ένας τρομοκράτης. Φρίκη…
Η ισλαμιστική τρομοκρατία σπέρνει τον φόβο στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις –τρία χτυπήματα στη Βρετανία σε δύο μήνες! Αν η καθημερινή ζωή χάσει την αυτονόητη ομαλότητά της –την εμπιστοσύνη ότι οι συνήθεις ανθρώπινες σχέσεις θα είναι απρόσκοπτες –γίνεται αβίωτη. Ενα λεπτό, αδιόρατο πέπλο κοινής αίσθησης των πραγμάτων είναι απαραίτητος όρος της κοινωνικής συμβίωσης. Δίχως ασφάλεια, ο πολίτης μετατρέπεται σε ά-λογο ιδιώτη. Είναι απολύτως κατανοητή, λοιπόν, η ανησυχία της κοινής γνώμης, όπως είναι κατανοητή η εμμονή των κυβερνήσεων στην πάταξη της τρομοκρατίας. Εδώ, όμως, αρχίζουν τα δύσκολα.
Κατ’ αρχάς, στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, με πυκνότητα πληθυσμού, ετερογένεια τρόπου ζωής και ανεκτικότητα δεν υπάρχει –δεν μπορεί να υπάρξει –τέλεια ασφάλεια. Η ισλαμιστική τρομοκρατία δεν είναι πρόβλημα που επιλύεται αλλά μια φρικτά ανεπιθύμητη κατάσταση την οποία μια ανοιχτή κοινωνία καλείται διαρκώς να διαχειρίζεται όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί. Ουδείς μπορεί να αποτρέψει έναν ιδεοληπτικό παράφρονα να αρχίσει να μαχαιρώνει, ούτε έναν μανιακό βομβιστή αυτοκτονίας να συμπαρασύρει άλλους στον θάνατο.
Δεύτερον, απαιτείται υψηλή οργανωτική-διοικητική ικανότητα εκ μέρους των διωκτικών αρχών. Επαρκείς πόροι, υψηλής ποιότητας εκπαίδευση και διεθνείς συνεργασίες είναι απαραίτητοι όροι για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας –τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά. Η απόκριση της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου στην κλήση για δράση στο Μπόροου Μάρκετ ήταν εντυπωσιακή. Οι τρομοκράτες σκοτώθηκαν σε οκτώ μόλις λεπτά! Ολες οι αρμόδιες υπηρεσίες (ασθενοφόρα, νοσοκομεία κ.λπ.) συντονίστηκαν πλήρως. Ο συνολικός χειρισμός του επεισοδίου ενέπνεε ασφάλεια, θαυμασμό και υπερηφάνεια. Ωστόσο, όσο άρτια και να είναι η οργάνωση των διωκτικών αρχών ουδέποτε θα είναι τέλεια. Η προσδοκία ότι οι διωκτικές αρχές θα ανακόπτουν κάθε τρομοκρατική ενέργεια εν τη γενέσει της συνιστά φαντασίωση, η οποία, παραδόξως, υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των Αρχών, εφόσον η κοινωνική προσδοκία υπερβολικών επιδόσεων τις καθιστά ευάλωτες σε υπονομευτική κριτική.
Τρίτον, οι διωκτικές αρχές, για να κάνουν καλά τη δουλειά τους, πρέπει να περιβάλλονται από εμπιστοσύνη. Μια αστυνομία που γίνεται αντικείμενο χλευασμού και απαξίωσης δεν θα αναπτύξει ποτέ το απαραίτητο αίσθημα υψηλής αυτοπεποίθησης και εκλεπτυσμένου επαγγελματισμού. Αλλά προκειμένου να καταστεί άξια εμπιστοσύνης, η Αστυνομία ως θεσμός πρέπει αφενός να είναι πολιτικά ανεξάρτητη, αφετέρου αποτελεσματική και δημοκρατικά υπόλογη για τις πράξεις της. Δεν είναι τυχαίο που στο τρομοκρατικό επεισόδιο στο Λόντον Μπριτζ και στο Μπόροου Μάρκετ πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στον χειρισμό της υπόθεσης όσο και στη δημόσια λογοδοσία είχε η ίδια η Αστυνομία, όχι το υπουργείο Εσωτερικών. Αυτό φάνηκε και στην κάλυψη των ΜΜΕ: δεν απευθύνονταν στην υπουργό Εσωτερικών για πληροφορίες, εκτιμήσεις κ.λπ. αλλά στο Αρχηγείο της Αστυνομίας. Η εξέχουσα θέση της Αστυνομίας ήταν ενδεικτική της ισορροπημένης σχέσης μεταξύ της πολιτικής με τη θεσμική σφαίρα στη Βρετανία.
Τέταρτον, τα τρομοκρατικά χτυπήματα αποσκοπούν, εκτός από τη διασπορά του πανικού, στην ένταση της πολιτικής διαμάχης. Οταν η πολιτική κοινότητα συσπειρώνεται γύρω από κοινές αξίες, η ισχύς των τρομοκρατών μειώνεται. Το τραύμα που επιφέρουν γίνεται αφορμή να τονισθεί ξανά τι ενώνει τους πολιτικούς αντιπάλους. Η δημοκρατία εμπεριέχει απαραιτήτως την ανταγωνιστικότητα ιδεών αλλά εδράζεται σε ένα υπόστρωμα κοινών αξιών. Σε μια θεσμικά ώριμη δημοκρατία, τα τραύματα ενώνουν, χωρίς να εξαλείφουν τις πολιτικές διαφορές. Σε τελική ανάλυση, εκτός από οργανωτική-τεχνική, η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας είναι βαθιά πολιτική-αξιακή: Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να περιορίσουμε τις ελευθερίες μας χάριν της ασφάλειας; Πώς αντιμετωπίζουμε ανθρώπους που προβάλλουν απόψεις μίσους, οι οποίες, σε κατάλληλο περιβάλλον, μπορεί να επωάσουν τρομοκρατικές πράξεις;
Πέμπτον, οι τρομοκρατικές ενέργειες ωθούν ενστικτωδώς την κοινή γνώμη στην πολιτιστική διαίρεση και στην κατασκευή εχθρών. Η αναζήτηση απλοϊκών ερμηνευτικών σχημάτων και οι αβασάνιστες γενικεύσεις παρέχουν την ψευδαίσθηση κατανόησης. Οι ώριμες ανοιχτές κοινωνίες πρέπει να αντισταθούν σε αυτόν τον πειρασμό. Επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν τη διαίσθηση ότι δεν πρέπει να στοχοποιούνται θρησκευτικές-πολιτισμικές κοινότητες για τη δράση λίγων εξτρεμιστών δολοφόνων. Αντιθέτως, ισχυρές κοινότητες και, συνακόλουθα, σεβαστές κοινωνικές νόρμες στο εσωτερικό τους παρεμποδίζουν τη ριζοσπαστικοποίηση και μειώνουν την πιθανότητα βίαια εξτρεμιστικών συμπεριφορών. Κοινότητες που στιγματίζονται, αποκόπτονται από τον «κοινό λόγο» της κοινωνίας και ευνοούν τον εξτρεμισμό ευάλωτων ατόμων.
Η ισλαμιστική τρομοκρατία δοκιμάζει τις αντοχές της ανοιχτής κοινωνίας στο μέτρο που καλούμαστε να διατηρήσουμε και τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της (εφόσον αυτός εκφράζει την αντίληψή μας για τη ζωή) και την ζωτικής σημασίας ασφάλεια του πολίτη. Χρειάζεται ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και σύνεση. Η Βρετανία, ευτυχώς, εν πολλοίς τα διαθέτει.
Ο κ. Χ.Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ