Το κυρίαρχο ζήτημα που βρίσκεται στο βάθος του εκλογικού θρίλερ το οποίο εξελίσσεται από χθες το βράδυ στη Μεγάλη Βρετανία δεν είναι άλλο από το πώς θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, οι οποίες, με τα ως τώρα δεδομένα, αναμένεται να ξεκινήσουν εντός του Ιουνίου.

Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα σε απόλυτο αριθμό ψήφων, η κοινοβουλευτική επικράτηση των συντηρητικών είναι δεδομένη, αλλά όχι αυτή που να τους επιτρέπει να κυβερνήσουν, παρά τα όσα πίστευαν ακόμα και οι Βρυξέλλες.

Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι πήγε άσχημα στις εκλογές και ένας από τους παράγοντες που συνέβαλλαν στην αποτυχία της να ισχυροποιήσει την κυβέρνησή της ενόψει των διαπραγματεύσεων είναι ασφαλώς και οι τρομοκρατικές επιθέσεις των τελευταίων ημερών στην Αγγλία.

Σε αυτές τιμωρήθηκε η Μέι όχι τόσο ως πρωθυπουργός, όσο ως πρώην υπουργός Εσωτερικών της χώρας, καθώς αφενός είχε πρωτοστατήσει σε περικοπές σε κρίσιμα ζητήματα ασφαλείας και, αφετέρου, αποδείχθηκε ότι επί των ημερών της ως υπουργού αλλά και ως πρωθυπουργού, οι αρμόδιες μυστικές υπηρεσίες είχαν κάνει σοβαρά λάθη στις αξιολογήσεις τους για τους μετέπειτα μαζικούς δολοφόνους: κάποιους εξ αυτών τους γνώριζαν και τους είχαν αξιολογήσει ως ακίνδυνους.

Όμως το κυρίαρχο ζήτημα της επόμενης ημέρας παραμένει το Brexit. Και εκεί η αστάθεια που διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή οδηγεί πιο κοντά σε μία συγκρουσιακότερη εκδοχή του.

Ο κύριος λόγος γι αυτό είναι ότι στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες θεωρείται ήδη πώς η Βρετανία, ακριβώς λόγω αστάθειας, θα είναι πλέον πιο αδύναμη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για μία φαινομενικά σωστή, αλλά επί της ουσίας μάλλον λανθασμένη ανάλυση που δεν κατανοεί το πώς λειτουργεί η, όντως περίεργη, βρετανική πολιτική.

Η Βρετανία θα αντιμετωπίσει ένα διάστημα με εσωτερικές διαβουλεύσεις μέχρι να σχηματιστεί τελικά κυβέρνηση. Στο τέλος αυτών όμως, θα σχηματιστεί, ακόμα κι αν υπάρχει το ενδεχόμενο να πρόκειται για κυβέρνηση μειοψηφίας η οποία θα κρίνεται κάθε φορά στη Βουλή. Πλην του αυτονομιστικού κόμματος της Σκωτίας, στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της νέας βουλής υπάρχουν οριζόντια διάσπαρτες δυνάμεις που υποστήριξαν το Brexit.

Όταν η όποια μελλοντική κυβέρνηση βρεθεί τελικά να διεξάγει τις διαπραγματεύσεις, η θέση της είναι πολύ πιθανότερο να ενισχυθεί από την αυξημένη πίεση Βρυξελλών – Βερολίνου, παρά να αποδυναμωθεί περεταίρω. Η δεδομένη προσπάθεια να γίνει η πολιτική ασάφεια εργαλείο στα χέρια της άλλης πλευράς, θα προσκρούσει κάθετα σε παραμέτρους πιο σημαντικές από αυτή την ίδια την ασάφεια και δεν είναι απίθανο να προκαλέσει ακόμα και σε κυβέρνηση μειοψηφίας ad hoc συμμαχίες ειδικά ως προς αυτό το ζήτημα.

Το πιο πιθανό λοιπόν είναι το να ενισχυθεί τελικά η όποια κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες από δυνάμεις που θα συνταχθούν μαζί της όχι γενικά, αλλά ειδικά σε αυτό το θέμα. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, αντί το Brexit να είναι υπόθεση μιας μονοκομματικής κυβέρνησης, θα καταστεί τελικά υπόθεση περίπου όλου του κοινοβουλίου.

Επιπλέον, η θέση του υπουργού Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον και όσων αυτός αντιπροσωπεύει εντός της κυβέρνησης και του κόμματος θα ενισχυθεί, ειδικά από τη στιγμή που εξαφανίστηκε κοινοβουλευτικά το UKIP. Αλλά ακόμα και οι Εργατικοί, που βγήκαν ενισχυμένοι, προσθέτουν τώρα άλλες παραμέτρους πολιτικής που ανοίγουν βαθύ χάσμα με τις επικρατούσες στην Ε.Ε. και τη Γερμανία αντιλήψεις – έτσι, το χάσμα διευρύνεται και αμιγώς πολιτικά.

Τελικά, κατά πάσα πιθανότητα, οι χθεσινές κάλπες βγάζουν μια πιο αδύναμη κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα, ένα πιο συγκρουσιακό Brexit από εκείνο που θα μπορούσε να υπάρξει με μονοκομματική κυβέρνηση. Και η (ή και ο) πρωθυπουργός που θα χειριστεί τελικά τη διαπραγμάτευση εκ μέρους του Λονδίνου, έχει πολύ ισχυρές πιθανότητες να ξεκινήσει από μειονεκτική θέση αλλά να καταστεί, στην πορεία της διαδικασίας εξόδου, πολύ πιο ισχυρός πόλος στο αγγλικό πολιτικό σύστημα.

Όμως αυτό δεν το βλέπουν στις Βρυξέλλες.

Όπως δεν είχαν δει και το ίδιο το Brexit…