Μετά το μνημόνιο είναι πριν το μνημόνιο. Όσο δεν γίνεται δραστικό «κούρεμα» του χρέους, και όσο δεν απαλλάσσεται η Ευρωπαϊκή Ένωση από τον νεοφιλελευθερισμό, η Ελλάδα θα το βρίσκει μπροστά της. Το ένα μνημόνιο θα φέρνει το άλλο. Χωρίς τέρμα και τελειωμό.

Απόδειξη, η τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup, από την οποία αναδύθηκε το σχέδιο για νέο ξεχωριστό πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στα τέλη του 2018. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα: Νέο μνημόνιο. Το ίδιο θα προκύψει, αν το ΔΝΤ αποφασίσει τελικά να μην συμμετάσχει στην «σωτηρία» της Ελλάδας. Άλλο μνημόνιο. Ή, …και πάει λέγοντας. Χώρια που και χωρίς νέο μνημόνιο θα συνεχίσουν να λειτουργούν αμετάβλητα τα παλιά – συσσωρευτικά και για δεκαετίες.

Για αυτό και η κριτική που ασκείται τις τελευταίες εβδομάδες από τα λεγόμενα συστημικά (1) μέσα ενημέρωσης στις ψευδαισθήσεις της κυβέρνησης περί οριστικής εξόδου από τα μνημόνια είναι καταρχάς σωστή. Οριστική είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, μόνο η είσοδος. Για όσους την έχουν διαβεί, ισχύει η φράση από την Κόλαση του Δάντη: «Lasciate ogni speranza, voi ch’entrate!» – «Αφήστε κάθε ελπίδα, όσοι μπήκατε εδώ μέσα».

Ταυτόχρονα, η κριτική είναι λανθασμένη, όταν αναφέρεται στην εμπράγματη κυβερνητική πολιτική. Στην θέση της μπαίνει η αχαλίνωτη πολεμική. Με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης, όχι την νηφάλια αποτίμηση της διαπραγματευτικής τακτικής της.

Η αφετηρία κάθε ανάλυσης τέτοιων διαπραγματεύσεων είναι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα από το 2010. Τα μνημόνια έχουν στρεβλώσει, μεταξύ άλλων, και την έννοια της πολιτικής – στο Eurogroup και στα άλλα συναφή ευρωπαϊκά όργανα. Σε αυτά, η Ελλάδα και οι εταίροι της (ιδίως από τότε που αυτοί αγόρασαν από τους ιδιώτες δανειστές τα ελληνικά χρέη) δεν αντιπαρατίθενται σαν ισότιμα πολιτικά υποκείμενα, αλλά σαν ανισότιμα οικονομικά: σαν οφειλέτης προς δανειστές. Η πολιτική, δηλαδή οι διαπραγματεύσεις στη βάση των γενικότερων ευρωπαϊκών συμφερόντων, έχει εξοστρακισθεί παντελώς. Η Ελλάδα είναι έτσι χαμένη από χέρι. Τα πολιτικά της επιχειρήματα, όσο σωστά και να είναι, πέφτουν στο κενό, επειδή δεν χωράνε στο κάδρο οφειλέτη-δανειστών. Οι τελευταίοι, αρχίζοντας με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και την Κριστίν Λαγκάρντ, τα αντιπαρέρχονται με περιφρόνηση. Ο στόχος τους είναι να εκμηδενίσουν τους συνομιλητές τους. Κι αυτό ήταν εξαρχής πρόδηλο: «Οι δανειστές μεταχειρίζονται τους έλληνες εταίρους σαν ζόμπι» είχε διαπιστώσει ο γερμανός κοινωνιολόγος Γιούργκεν Χάμπερμας πολύ πριν αναλάβει την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό κάνει τις διαπραγματεύσεις για κάθε ελληνική κυβέρνηση διπλά και τριπλά δύσκολες. Ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τους προκάτοχούς του υπάρχει ωστόσο μια ειδοποιός διαφορά: Η αντίσταση κατά των δανειστών με τη χρήση πολιτικών μέσων.

Ο Γιώργος Παπανδρέου, ήταν ο πρώτος που έζησε τέτοιες δυσκολίες ως ο κομιστής των μνημονίων χώρα. Η αντίστασή του (μέσω του σχεδιαζόμενου δημοψηφίσματος) ήρθε πολύ αργά και είχε ως αποτέλεσμα την παραίτησή του. Οι υπουργοί του δεν έκρυβαν τη δυσφορία τους για την μνημονιακή υποτέλεια, δεν την έθεταν όμως δημόσια υπό αίρεση. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που παρέκαμψε κάποτε τους «υπαλλήλους» της τρόικας στην Αθήνα για να διαπραγματευθεί κατευθείαν με τα «αφεντικά» τους – κάτι που αναγκάστηκε ωστόσο να ανακαλέσει λίγο αργότερα.

Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν «αντιστασιακός», όσο ήταν στην αντιπολίτευση. Ως πρωθυπουργός κατάπιε την αντιμνημονιακή γλώσσα του και προσαρμόστηκε στο status quo – με την ελπίδα ότι οι δανειστές θα τον αντάμειβαν κάποτε οικονομικά, αν έκανε επιμελώς τα «μαθήματά» του.

Και μόνο υπό τον κ.Τσίπρα υπήρξε συνεκτική, ήτοι πολιτική αντίσταση. Για έξη περίπου μήνες, η πρώτη κυβέρνηση του προσπάθησε να αλλάξει το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων αμφισβητώντας ευθέως το μοντέλο οφειλέτης-δανειστές και προβάλλοντας την προτεραιότητα της πολιτικής. Αλλά και αυτή η προσπάθεια, ως γνωστό, ναυάγησε με την συνθηκολόγηση του κ.Τσίπρα την 13η Ιουλίου του 2015 στις Βρυξέλλες. Από τότε η αντίσταση του έχει εν πολλοίς καταρρεύσει, αν και διατηρεί ακόμα σημαντικά ανακλαστικά της.

Αν λοιπόν το κριτήριο για την διαπραγματευτική δεινότητα μιας κυβέρνησης είναι ο βαθμός αντίστασης κατά της μνημονιακής υποτέλειας, τότε εκείνος του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται κάτω από τη βάση. Η διπλή τακτική του, αφενός, να δεχθεί τα μέτρα των δανειστών για το 2019 και το 2020, και αφετέρου, να εκμεταλλευθεί τις «ρωγμές» ανάμεσα τους για να αποσπάσει αντίμετρα, αποδεικνύεται λίγη. Τα αποτελέσματα του Eurogroup της 22. Μαίου μιλούν από μόνα τους, η Αθήνα δεν πέτυχε κανέναν βασικό στόχο της. Από αντιμέτρα εναντίον των δανειστών, που θα σηματοδοτούσαν μια πραγματική επιστροφή στην πολιτική, ούτε ίχνος. Οι τρέχουσες διαβουλεύσεις του κ.Τσίπρα με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν με στόχο την εξεύρεση της κατάλληλης φόρμουλας για το χρέος μέχρι τις 15 Ιουνίου, δεν είναι τίποτα άλλο από πολιτικό υποκατάστατο, αφού δεν βγαίνουν από το πλαίσιο οφειλέτη-δανειστών.
Μόνο που τα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης αντιστρέφουν το παραπάνω κριτήριο και αντί να επικρίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ για την ενδοτικότητά του, του καταλογίζουν άσκοπη και επιζήμια αντίσταση. Έτσι συντάσσονται με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που συμβιβάζονται, στο όνομα της Realpolitik, με τα μνημόνια – και όχι σπάνια μάλιστα γίνονται τα φερέφωνα της καμπάνιας των ίδιων κομμάτων για την ανατροπή της κυβέρνησης.

Κάτι δεν πάει λοιπόν καλά, κάτι βρωμάει στο βασίλειο των «συστημικών» μέσων ενημέρωσης από τη στιγμή που αποδέχονται την μνημονιακή υποτέλεια σαν κάτι το αναπόδραστο και την αντίσταση εναντίον της ως εκ του πονηρού. Εξυπακούεται, ότι η πολεμική εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής είναι θεμιτή και αναγκαία ενόψει των σοβαρών ανακολουθιών και των ελλείψεων της. Το ίδιο ισχύει και όταν αυτή γίνεται με όρους διαστροφής της πραγματικότητας: Δημοκρατία έχουμε, ότι θέλουν λένε. Η διαστροφή αδικεί όμως τα ίδια: Το ζητούμενο είναι λιγότερη υποτέλεια, όχι η μόνιμη, το σπάσιμο του κάδρου οφειλέτη δανειστών, όχι η παγίωσή του. Στο σπασμένο κάδρο θα ήταν και πιο καθαρή η φιλελεύθερη εικόνα τους.

(1) Ο όρος «συστημικά μέσα» είναι εν πολλοίς πλεονασμός – μέσα που είναι ταγμένα στην υπηρεσία του καπιταλιστικού συστήματος είναι εξ αντκειμένου συστημικά. Πιο πρόσφορη είναι ο όρος «διαπλεκόμενα», με την έννοια ότι οι ιδιοκτήτες τους (όχι οι εργαζόμενοι σε αυτά!) τα εντάσσουν στο περιβόητο τρίγωνο διαπλοκής μαζί με τις τράπεζες και τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Το πρόβλημα είναι η περιφρόνηση που δείχνουν στον όρο «συστημικά» ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – όταν μιλούν γι αυτά είναι σαν να φτύνουν. Ο λόγος γι αυτό είναι η παραγνώριση του διπλού χαρακτήρα τους: αφενός ως φορέων ιδιωτικών εξουσιών και συμφερόντων, αφετέρου ως φρουρίων του πολιτικού φιλελευθερισμού. Ο τελευταίος είναι επίσης «συστημικός», αλλά με τρόπο, που θα έπρεπε να τον υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια και η Αριστερά.