Μεταφέρω μια εμπειρία.
Ο χρόνος με έχει φέρει συνεργάτη του Μιλτιάδη Εβερτ, όταν αυτός ήταν υπουργός Προεδρίας –έτσι ονομαζόταν τότε –στις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Στην πρώτη Κυβερνητική Επιτροπή, ο Μιλτιάδης Εβερτ επιφορτίζεται με τη σύνταξη των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης. Μου εξηγεί το έργο. Συντάσσω σχέδιο των προγραμματικών δηλώσεων. Ερχεται η ώρα να παρουσιασθούν στον πρωθυπουργό.
Μας περιμένει στο γραφείο του, στη Βουλή. Εκεί, σε λίγο, ο ίδιος με ένα αντίγραφο στο χέρι αρχίζει να διατρέχει το κείμενο. Το διαβάζει μεγαλόφωνα. Κάνει παύσεις. Κάνει παρατηρήσεις. Διατυπώνει σκέψεις. Αν και πρώτη φορά συναντάω από κοντά τον άνθρωπο, διακρίνω ότι έχει μέσα του μια επιφύλαξη. Αναζητεί έναν τρόπο να βάλει τη δική του διατύπωση. Να κάνει αλλαγές στις λέξεις και στη σύνταξη.
Ετσι, λοιπόν, απευθυνόμενος σε μένα, ως συντάκτη, με τον Μιλτιάδη Εβερτ παρόντα, παρατηρεί:
–Είναι πολύ σωστά όπως τα έχετε συντάξει, εγώ όμως θα το έλεγα κάπως διαφορετικά. Θα μου πήγαινε κάπως αλλιώς.
Και πρότεινε κάποιες αναδιατυπώσεις. Σχεδόν ζητούσε τη συγκατάθεσή μου για να γίνει η αλλαγή.
Δεν επρόκειτο για μια απλή ευγένεια. Η λέξη δεν αρκεί. Ετσι, αυτό που κατέγραψα μέσα μου ήταν η στάση ενός ανθρώπου απέναντι σε έναν άλλο που δεν γνώριζε, δεν είχε συναντήσει ποτέ, ούτε προφανώς είχε ακούσει. Εδειχνε με γενναιοδωρία την αναγνώρισή του στη δουλειά κάποιου που ήταν εκεί.
Ως παρατηρητής των πραγμάτων –συμπληρώνω ότι βρέθηκα αργότερα στο Μαξίμου –εκτιμώ ότι υπάρχουν στάσεις και συμπεριφορές που τις αντιλαμβανόμαστε συχνά ως λεπτομέρεια, μιλάνε όμως εύγλωττα για το όλον. Είτε πρόκειται για πρόσωπα, είτε πρόκειται για συλλογικές συμπεριφορές.
Ας μου επιτραπεί να πω ότι το στιγμιότυπο αυτής της πρώτης συνάντησης μαζί του συμπυκνώνει κάτι, κάτι ουσιαστικό, από το πέρασμα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Αυτό το πέρασμα χαρακτηρίζεται από μια επιμονή, από ένα πάθος συμμετοχής, από μια αντίληψη του χρόνου, από μια συνείδηση συνεννόησης.
Αυτό το τελευταίο, η συνείδηση συνεννόησης, νομίζω ότι εμπεριέχει τον τρόπο που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιλαμβανόταν την πολιτική λειτουργία. Αν δεχθούμε ότι η πολιτική είναι ο θεσμικός έλεγχος της βίας, η διαδρομή του θα μπορούσε να αναγνωσθεί μέσα από αυτό το κριτήριο.
Εχοντας πλήρη αντίληψη της συγκρουσιακής διάστασης του πολιτικού μετώπου, έχοντας τη δυνατότητα μιας διαυγούς κατανόησης αυτού που σε κάθε φάση βρίσκεται σε εξέλιξη, η ματιά του ήταν ανακεφαλαιωτική και ο τρόπος του ενοποιητικός.
Είναι σημαντικό για έναν πολιτικό να μπορεί να διακρίνει το μάταιο μιας σύγκρουσης. Να μπορεί να αποσύρεται και να επανέρχεται. Να μπορεί να διακρίνει το σημαντικό από το ασήμαντο. Να έχει επίγνωση των ζητημάτων και της μετάπλασης που φέρει ο μακρύς χρόνος. Να αντιλαμβάνεται ότι το παν είναι η μεγάλη διαδρομή.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κάπως έτσι, νομίζω, αντιλαμβανόταν τα πράγματα. Αυτό είναι και το θεμέλιο της αντοχής, της ψυχραιμίας και της στοχαστικής εν τέλει προσέγγισης του πολιτικού μετώπου.
Ετσι, με μεγάλη σαφήνεια, θυμάμαι να εξηγεί πριν από τις εκλογές του 1993 τι πρόκειται να ακολουθήσει και στο μέτωπο του κόμματός του και στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον της χώρας.
Συνηθίζουμε να λέμε ότι κάθε φορά που φεύγει ένας σημαντικός πολιτικός, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, κλείνει ένας κύκλος. Και όμως, στην Ελλάδα που ζούμε κανένας κύκλος δεν κλείνει. Ολα τα ερωτήματα με τα οποία συναντήθηκε παραμένουν αναπάντητα και η ίδια η χώρα σε εκκρεμότητα.
Σε αδυναμία να κλείσει οποιονδήποτε κύκλο.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ