Στην επταετία της κρίσης και της μεγάλης ύφεσης το μόνο χειροπιαστό και μη αμφισβητήσιμο γεγονός είναι αυτό της διόρθωσης των δημοσίων οικονομικών.
Η Ελλάδα σε όλα αυτά τα δυστυχισμένα χρόνια κατάφερε να ισοσκελίσει τους προϋπολογισμούς της, εξαλείφοντας τα ελλείμματά της, τη μόνιμη, δηλαδή, πηγή ανατροφοδότησης του δημοσίου χρέους.
Ωστόσο, το επίτευγμα δεν εξασφαλίστηκε με τρόπο δομικά σωστό. Το πλήθος των μέτρων που επιβλήθηκαν διακρίνονται από μονομέρεια και απευθύνονται στους συνήθεις συνεπείς υπόχρεους.
Το μεγαλύτερο βάρος των φόρων σήκωσαν και σηκώνουν όσοι δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα, δηλαδή οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι οργανωμένες επιχειρήσεις που ελέγχονται με διεθνή λογιστικά πρότυπα και όσων η υποχρέωση πηγάζει από τη δηλωμένη ακίνητη περιουσία.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι οι υπόλοιπες ομάδες του πληθυσμού φοροδιαφεύγουν συστηματικά, δηλώνοντας μικρό μόνο μέρος των εισοδημάτων τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι φορολογικές αρχές αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τον δραστικό περιορισμό του αφορολόγητου ορίου, προκειμένου να αναγκάσουν το πλήθος των παροικονομούντων σε καταβολή ελάχιστου φόρου. Με τη διαφορά όμως ότι κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Στην προκειμένη περίπτωση οι φτωχότεροι μισθωτοί και συνταξιούχοι. Πράγμα άδικο κι ασήκωτο. Οπως κι ασήκωτο είναι για το πλήθος των συνεπών φορολογουμένων το βάρος των πολύ υψηλών συντελεστών φορολογίας.
Αποτέλεσμα και αυτό της περιορισμένης φορολογικής βάσης. Οταν συμμετέχει στα φορολογικά βάρη μόλις το 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού τότε το κενό καλύπτεται με τους υψηλούς συντελεστές φορολογίας εισοδήματος, κερδών και ακινήτων.
Αν όμως συνεισέφερε κανονικά στη φορολογία το 70% του πληθυσμού, τότε οι φορολογικοί συντελεστές θα μπορούσαν να κοπούν στο μισό και αυτόματα να διαμορφώνονταν διαφορετικές συνθήκες για την ανάπτυξη.
Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης διεκδικήθηκε από πολλές κυβερνήσεις, αλλά ουδέποτε επιτεύχθηκε. Για τον απλούστατο λόγο επειδή τα κόμματα δεν ήθελαν να έλθουν αντιμέτωπα με την πιο δυναμική και διεκδικητική εκλογική πελατεία τους.
Και η παρούσα κυβέρνηση υπέπεσε στο ίδιο αμάρτημα. Αρχικώς ήταν οι ιδεοληψίες της Αριστεράς που ήθελε μόνο τους πλούσιους να ασκούνται στο σπορ της φοροδιαφυγής και αργότερα η αδυναμία αναδιοργάνωσης του φοροελεγκτικού μηχανισμού. Και επί των ημερών του κ. Τσίπρα, που διακρίθηκε για τους πύρινους λόγους του κατά της διαφθοράς, τα κυκλώματα των εφοριακών στο ίδιο έργο της συναλλαγής με τους φορολογουμένους επιδίδονται, αξιοποιώντας δι’ ίδιον όφελος την προς έλεγχο φορολογική ύλη.
Η κυβέρνηση που αφιερώνει όλες της τις δυνάμεις για το χρέος, αν είχε υποτυπωδώς ασχοληθεί με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, θα είχε να επιδείξει καλύτερα και πιο στέρεα δημοσιονομικά αποτελέσματα, ξεπερνώντας έτσι και το βάρος του χρέους.
Η δημοσιονομική εξυγίανση σε μόνιμη και υγιέστερη βάση θα υποβάθμιζε το ζήτημα του χρέους και θα επέτρεπε την επιμήκυνσή του στον χρόνο. Και για να θυμίσουμε την ιστορία μας, ποιος άραγε αντιλαμβανόταν ότι μέχρι το 2000 η Ελλάδα αποπλήρωνε το ρυθμισμένο χρέος της πτώχευσης του 1893; Μια δομικά σωστή και σε σταθερές βάσεις εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών θα έσβηνε στην κυριολεξία το χρέος. Αλλά, όπως είπαμε, ας όψονται η εκλογική πελατεία και το νοσηρό πολιτικό κόστος.