Οσο και αν το απωθούμε, ενεργοποιώντας τη λήθη και τις ρουτίνες της, η ισλαμιστική τρομοκρατία υπενθυμίζει διαρκώς την παρουσία της. Τώρα ήταν η σειρά του Μάντσεστερ και μιας συναυλίας με ένα ποπ εφηβικό είδωλο. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη εκδοχή της ανύποπτης καθημερινότητας, στη μαζική διασκέδαση ή στη ζωή του πλήθους σε κάποια μεγάλη πόλη.

Οπως αποδείχθηκε δεν ήταν το έργο ενός μοναχικού, αυτοσχέδιου φανατικού. Υπήρχε ένας πατέρας παλαιός της Αλ Κάιντα, ένας αδελφός στο Ισλαμικό Κράτος, ένα δίκτυο επαφών. Ανεξάρτητα από τα αίτια του προσωπικού οδοιπορικού προς τον εξτρεμισμό, ο Σαλμάν Αμπεντί εμφανιζόταν στους γείτονες να απαγγέλλει στίχους από το Κοράνι στον δρόμο. Δεν ήταν έτσι ένας απλώς «ακραίος» νέος αλλά κινούνταν σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο παρακίνησης για πράξεις αυτού του τύπου: για χτυπήματα όπου και όπως να ‘ναι, με μεγάλο αντίκτυπο και, εννοείται, όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα. Αυτή είναι μια πάγια εντολή από το Ισλαμικό Κράτος, ανεξάρτητα αν επιτυγχάνεται πάντα ή όχι.

Για άλλη μια φορά όμως είδαμε πως η κατονομασία της ταυτότητας του εγκλήματος δημιουργεί εντάσεις και αμφιβολίες. Κάποιοι θα σπεύσουν να μιλήσουν για έναν εξτρεμιστή και άλλοι, όπως ο Μορισέι, θα απορρίψουν την προσεκτική γενικολογία θεωρώντας ότι αποκρύπτει και διαστρεβλώνει τα γεγονότα.
Αλλά δεν είναι εύκολη η πραγμάτευση αυτών των πραγμάτων, ειδικά από ανθρώπους που δεν έχουν ερευνητική επαφή με το συγκεκριμένο πεδίο. Η δημαγωγική απλοποίηση και η συναισθηματική παρόξυνση μπορεί πράγματι να υποσκάψουν τη συζήτηση.

Πώς μπορεί όμως να προσπεράσει και να υποτιμήσει τις θρησκευτικές-ιδεολογικές αναφορές αυτών των μαζικών δολοφόνων χωρίς να βλάψει σοβαρά την αλήθεια; Οι ειδικοί μελετούν ένα φαινόμενο και φυσικά δεν συμφωνούν ως προς τις ρίζες, τη φύση και τις δυναμικές του. Οι πολίτες όμως και οι δημόσιοι διανοούμενοι δεν μπορούν να περιμένουν τα πορίσματα των ειδικών για να πάρουν θέση στο πρόβλημα. Διότι είναι άλλο το να κρίνεις μια κατάσταση και άλλο να ερευνάς ως κοινωνικός επιστήμονας. Οταν οι ιταλοί νεοφασίστες έβαζαν βόμβες με εκατοντάδες νεκρούς στην Ιταλία του ’70, όλοι κατονόμαζαν το ιδεολογικό τους πλαίσιο: δεν μιλούσαν γενικόλογα για κάποιους «ριζοσπαστικοποιημένους» νέους αλλά για φασίστες. Οταν η ακροαριστερή ένοπλη βία σκότωνε (όχι μαζικά αλλά εξατομικευμένα αυτή), δεν έσπευδε κάποιος να μιλήσει για τους δράστες σαν να ήταν απλώς κάποιοι τυχαίοι μηδενιστές με εκ του προχείρου ιδεολογική κάλυψη. Ακόμα και αν οι μηδενιστικές τάσεις έγιναν πολύ πιο ορατές με το πέρασμα του χρόνου, όταν δηλαδή ο μαρξιστικός-λενινιστικός κώδικας της τρομοκρατίας είχε αποδυναμωθεί και οι γενιές του αντιφασισμού είχαν δώσει τη θέση τους σε μια πιο μεταμοντέρνα γενιά αντάρτικου πόλης, πάλι κατονόμαζε κανείς το ιδεολογικό τους πλαίσιο. Εκτός ίσως από κάποιους φιλελεύθερους που θεωρούσαν (αφελώς) ότι το να χαρακτηρίζουν έναν πολιτικό εγκληματία ως σκέτο ποινικό συμβάλλει στην απομυθοποίηση των πρακτικών του.

Θα μπορούσε όμως να υποθέσει ότι η δυσκολία και η επιφύλαξη να χρησιμοποιήσει κανείς κάποιες λέξεις μπορεί να υπαγορεύεται από μια άλλη ιεράρχηση αγαθών. Να αντιτείνει στην ανάγκη για αλήθεια, την αξία που έχει η κοινωνική σταθερότητα, η αποφυγή των παθών και η καταλλαγή. Να δικαιολογήσει έτσι μια πιο αποχρωματισμένη γλώσσα ως συνειδητή επιλογή ώστε να αποφευχθεί ο στιγματισμός των απλών μουσουλμάνων πολιτών.
Το επιχείρημα είναι σοβαρό εφόσον ανάγεται και σε μια από τις πηγές της φιλελεύθερης σκέψης. Ο φιλελευθερισμός των νεότερων χρόνων γεννήθηκε και ως μια προσπάθεια απάντησης στους θρησκευτικούς πολέμους και στα φονικά πάθη τους. Για αυτό και στράφηκε στον κώδικα της ουδέτερης πολιτείας και των κανόνων δικαίου, βάζοντας σε παρένθεση τις αξιώσεις για απόλυτη ηγεμονία της μιας ή άλλης πεποίθησης. Θα μπορούσε λοιπόν να επικαλεσθεί κανείς αυτή την πηγή για να ισχυρισθεί ότι η ανάγκη για σταθερότητα και πνεύμα ενότητας μπορεί να είναι πιο επιτακτική από τη διαμάχη για την αλήθεια.

Ωστόσο, η αποφυγή των μεγάλων διχασμών και των εμφύλιων παθών προϋποθέτει κάτι: ότι όλες οι θρησκευτικές και ιδεολογικές κοινότητες αποδέχονται τον αυτοπεριορισμό τους. Οτι όλα τα μέρη έχουν συμφωνήσει στην υπεράσπιση ενός κοινού χώρου ελευθερίας καταπολεμώντας τις βίαιες, σεκταριστικές, ολοκληρωτικές λογικές. Και ότι μετριοπάθεια δεν είναι απλώς η μη εξτρεμιστική ερμηνεία της θρησκείας σου ή της ιδεολογίας σου αλλά και η δραστική σου αντίθεση στον ολοκληρωτικό «συγγενή»: ο διαχωρισμός του μετριοπαθούς από την όποια συναισθηματική και ιδεολογική αλληλεγγύη με τον «παραπλανημένο» της μεγάλης οικογένειας. Χωρίς αυτή τη ρητή αποστασιοποίηση, ο μουσουλμανικός κόσμος της Ευρώπης θα βρίσκεται εκτεθειμένος στον κυνισμό των ανθρώπων του Ισλαμικού Κράτους και στις ισοπεδωτικές, ρατσιστικές κατηγορίες της Ακροδεξιάς.
Επιστρέφοντας πάλι στον τόπο του εγκλήματος, στο Μάντσεστερ, πρέπει να πούμε ότι η συγκεκριμένη μαζική δολοφονία δείχνει τη βαθύτερη μεταφυσική βία του ριζοσπαστικού ισλαμισμού: το ότι επιδιώκει, ανάμεσα στα άλλα, την καταστροφή της σύγχρονης κοσμικής καθημερινότητας. Είτε πρόκειται για ένα ροκ δισκοπωλείο στην Κωνσταντινούπολη, είτε για έναν σύνδεσμο ποδοσφαιρόφιλων στη Βαγδάτη, είτε για ένα κλαμπ στο Παρίσι, όλα όσα συμβολίζουν το δυτικό (ακόμα και αν δεν τοποθετούνται στη «χριστιανική Δύση») ερεθίζουν το μένος αυτής της τρομοκρατίας. Που γνωρίζει ότι έχει ένα πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της: ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα με τον βίαιο θάνατο και τον διαρκή πόλεμο.
Να κατονομάσουμε λοιπόν το συγκεκριμένο δεινό αποφεύγοντας τη γενίκευση και τις ισοπεδωτικές κρίσεις. Και τα δύο μαζί, όχι μόνο ό,τι συμφέρει. Οσο δεν συμφιλιωνόμαστε με αυτή τη διπλή απαίτηση για θάρρος και προσοχή, για πολιτική ευθυκρισία και ακρίβεια, τόσο θα πιανόμαστε στην παγίδα του κάθε καινούργιου σοκ. Οι μισοί με μισόλογα και με κραυγές, οι άλλοι στον ίδιο φαύλο κύκλο.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ