Οι αναθεωρητές του 1968 είχαν συσπειρωθεί γύρω από την ιδέα μιας δημιουργικής και μαχητικής συμμετοχής της Ελλάδας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ετσι, μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στις παρυφές τουλάχιστον της σοσιαλδημοκρατίας, που ήταν και είναι στον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά υποστήριζε πάντα την, όσο το δυνατόν ταχύτερη, δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Δηλαδή τη δημιουργία κοινού νομίσματος και συνακόλουθα κοινής οικονομικής πολιτικής, κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, τη δημιουργία δηλαδή όλων των στοιχείων μιας νέας υπερεθνικής κυριαρχίας, που θα είχε προτεραιότητα απέναντι στην εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών – περιοχών, που θα την αποτελούσαν.
Η επιλογή αυτή δεν είχε καθαρά ιδεολογικό χαρακτήρα. Δεν ήταν απλώς ένα όραμα, ούτε καν μία μέθοδος για να διαιωνιστεί η πρωτοφανής σε διάρκεια περίοδος ειρήνης ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ενταγμένες στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά προϊόντων και κεφαλαίου, θα αποτελούσαν υποσύνολο, δηλαδή σύστημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους λαούς μέσα από αντιπροσωπευτικές διαδικασίες για να αποτραπούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης.
Ο Κάρολος Μαρξ ανάμεσα στον μερκαντιλισμό, που είχαν επιλέξει οι εθνικιστές και τον φιλελευθερισμό, είναι σαφές ότι προτιμάει τον φιλελευθερισμό. Είναι χαρακτηριστικά τα άρθρα του στην αμερικανική εφημερίδα «Herald Tribune», που αντιμετωπίζουν το ανατολικό ζήτημα με τρόπο χαρακτηριστικά επηρεασμένο από την υπόλοιπη ανάλυσή του. Ο Μαρξ δηλαδή επιθυμούσε να ενισχυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία και να μεταρρυθμιστεί ώστε να αποτελεί άξιο λόγου πλαίσιο για την καπιταλιστική ολοκλήρωση. Τα μίζερα εθνικά κράτη, και πρώτο το ελληνικό, δεν είχαν τέτοιες δυνατότητες και απλώς θα καθυστερούσαν τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά και έναν αιώνα περίπου αργότερα δύο βιβλία που έκαναν αίσθηση, «Η συσσώρευση του κεφαλαίου» της Ρόζας Λούξεμπουργκ (1913, Βερολίνο) και «Η παγκόσμια οικονομία και ο ιμπεριαλισμός» του Νικολάι Μπουχάριν (1917, Ρωσία), αποδεικνύουν ότι η μαρξιστική ανάλυση δεν έχει καμία επιείκεια για τη διατήρηση στη ζωή μικρών εθνικών οικονομιών, που μπορούσαν ίσως να επιβιώσουν με πολλές προσπάθειες.
Η βιωσιμότητα των επιτευγμάτων, κάθε βήμα που κάνει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, προϋποθέτει την εγκατάλειψη τμημάτων εθνικής κυριαρχίας οικειοθελώς από τους πολίτες του συνόλου και κάθε μιας ευρωπαϊκής χώρας εθνικά προσδιορισμένης. Η εξέλιξη αυτή επιδεινώνεται από το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση οφείλεται στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Η παγκοσμιοποίηση προχωράει ακάθεκτη. Δεν υπάρχει πια γαλατικό χωριό. Τουλάχιστον όχι αυτό που είχε φράχτες και πόρτες από μεγάλους κορμούς δέντρων. Η παγκοσμιοποίηση αξιοποιεί όλα τα περιθώρια ανταγωνιστικότητας που διαθέτει μια οικονομία κάτω από τη δεδομένη εξέλιξη σε τεχνολογικό επίπεδο.
Είναι γνωστά από τις φωνές που εξαπολύουν οι κάθε είδους Κασσάνδρες, που είναι άφθονες στην Αριστερά και στην Κεντροαριστερά, ότι η παγκοσμιοποίηση έχει επώδυνες συνέπειες για όσους δεν μπορούν να προσαρμοστούν και να αξιοποιήσουν τον ανταγωνισμό. Υπάρχουν όμως βεβαίως και οι αγαθές συνέπειες. Η μείωση παραδείγματος χάριν του κόστους παραγωγής και επομένως της τιμής όλων των βιομηχανικών προϊόντων και ιδιαιτέρως των προϊόντων προχωρημένης τεχνολογίας. Ετσι το καταναλωτικό πρότυπο, που προβάλλει η παγκόσμια κοινωνία της πληροφόρησης, γίνεται προσιτό σε μεγάλο αριθμό κατοίκων του Τρίτου Κόσμου.
Αντιλαμβάνομαι ότι εδώ αρχίζω να συγκεντρώνω την ανυπομονησία των Ελληναράδων που με διαβάζουν: «Ασε, ρε φίλε, τη θεωρία και πες μας τι κερδίζουμε εμείς από την παγκοσμιοποίηση και την ύπαρξη του υποσυνόλου που λέγεται Ενωμένη Ευρώπη».
Είναι πολύ απλό. Ας εξετάσουμε το κεφάλαιο της αγροτικής παραγωγής όπου το κόστος σε μεγάλους τομείς ειδών βασικής διατροφής για τους ανθρώπους και τα ζώα έχει καταρρεύσει με την εισαγωγή μηχανικών μέσων καλλιέργειας σε τεράστιες φάρμες που αντιμετωπίζονται ως αποδέκτης προϊόντων αιχμής των βιομηχανιών λιπασμάτων. Στον τομέα αυτό, η αποκοπή από την παγκόσμια αγορά των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων με την κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) προστατεύει το εισόδημα των αγροτών και την ποιότητα των προϊόντων που καταναλώνει ο κάτοικος των μεγάλων πόλεων. Εάν δεν υπήρχε η ΚΑΠ, οι αγρότες της Ευρώπης θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν το στάρι της Ρωσίας και του Καναδά, το βοδινό κρέας από την Αργεντινή, το κρέας αιγοπροβάτων από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τα κρασιά Καλιφόρνιας και άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Είναι αυτονόητο ότι τα ευρωπαϊκά προϊόντα, που δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν αισθητά, θα αντιμετώπιζαν ως ομοειδή αυτά των τρίτων χωρών και σιγά-σιγά θα έχαναν τον έλεγχο της αγοράς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ