Υπάρχει άραγε κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης που (να κράτησε επάνω από μήνα και) να μη σκέφτηκε να αλλάξει τις Πανελλήνιες; Προφανώς το θέμα προσφέρεται για εκλογικά κέρδη. Η δυσαρέσκεια των πολιτών, μαθητών, γονέων και διδασκόντων, με το σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι γενική και δικαιολογημένη. Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης εστιάζουν όμως με εκπληκτική συνέπεια στα λανθασμένα προβλήματα και βγάζουν συστηματικά λανθασμένα συμπεράσματα. Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης Τσίπρα δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα, επαυξάνουν μόνο προς το λαϊκιστικότερο.
Εδώ και δεκαετίες, η εισαγωγή σε καλή σχολή ελληνικού πανεπιστημίου προϋποθέτει φοβερή σπατάλη χρόνου και χρήματος, δυσκολίες για όλη την οικογένεια και απτές πραγματικές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία του μαθητή. Στο Λύκειο, χωρίς υπερβολή, εύκολα διακρίναμε διά γυμνού οφθαλμού αν ένα παιδί ετοιμάζεται σοβαρά για Νομική ή Ιατρική Αθηνών. Ηταν δυστυχισμένο, με ξεφτισμένο χιούμορ και αδυνατισμένο σώμα. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι όλη αυτή η μιζέρια είναι ανούσια!
Το σύστημα που έχουμε φτιάξει είναι υπερβολικά πολυέξοδο, αναποτελεσματικό και ταυτόχρονα αναξιοκρατικό! Χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο για το θέμα, και όντως με συνεργάτες έχουμε ξεκινήσει πλήρη ερευνητική ατζέντα (όπως παρουσιάζεται και στο επερχόμενο βιβλίο «10 Νεοελληνικοί Μύθοι», εκδόσεις Παπαδόπουλος). Θα αποπειραθώ να συνοψίσω εδώ την ανάλυση.
Πολυέξοδες οι Πανελλήνιες. Τα έξοδα του συστήματος έρχονται από γονείς (που ξοδεύονται σε επίβλεψη του μαθητή, και ζεστό χρήμα), μαθητές (που λιώνουν στη δουλειά αντί να χαίρονται τη ζωή τους, σαν κανονικοί έφηβοι) αλλά και το κράτος που συντηρεί έναν τεράστιο μηχανισμό πολλαπλών εξετάσεων. Το κόστος είναι υπερβολικό και στην λάθος κατεύθυνση.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε για αρχή είναι ότι η δυσκολία της εισαγωγής δεν καθορίζεται από το σύστημα διανομής θέσεων αλλά από τις θέσεις εισακτέων και το περιεχόμενο των εξετάσεων. Αν η σχολή δέχεται μόνο έναν μαθητή στους 10.000 ο ανταγωνισμός θα είναι τεράστιος. Αν οι εξετάσεις είναι κλασικές ελληνικές εξετάσεις παπαγαλίας, τότε οι μαθητές θα λιώνουν στο διάβασμα.
Είναι, λοιπόν, αδιάφορο αν θα κρίνονται τα παιδιά εντός σχολείου (όπως φαίνεται να προτείνει η κυβέρνηση) ή σε μια τεράστια κεντρικά οργανωμένη εξεταστική φιέστα (όπως γίνεται τώρα). Οσο οι καλές σχολές δέχονται λίγους φοιτητές και όσο πιστεύουμε στην παπαγαλία τόσο θα υπάρχει γκρίνια, και δικαιολογημένα.
Η γκρίνια των μαθητών δικαιολογείται κυρίως λόγω της αναποτελεσματικότητας του κόπου: μελετούν εξαντλητικά χωρίς πνευματικό κέρδος! Εκτός από λίγα μαθήματα και λίγες σχολές, η τόσο σκληρή μελέτη των υποψηφίων, στο βάθος που γίνεται, δεν θα ξαναχρησιμεύσει ποτέ στη ζωή τους. Οι λεπτομέρειες που απαιτεί η εξέταση (η Ιστορία, π.χ., είχε καταντήσει διαγωνισμός αποστήθισης για κόμματα και τελείες ενός επιστημονικά αδιάφορου κειμένου) δεν χρησιμεύουν ούτε καν εντός πανεπιστημίου, πόσω μάλλον στην υπόλοιπη επαγγελματική ή προσωπική ζωή.
Θα μπορούσε ο μόχθος των μαθητών να μειωθεί, και ταυτόχρονα να έχει περισσότερο νόημα; Φυσικά, με ένα σύστημα σαν το γερμανικό ή και το αγγλικό, στο οποίο το βάρος της επιλογής μεταφέρεται εντός πανεπιστημίου. Ο αριθμός εισακτέων αυξάνεται, μειώνοντας τον ανταγωνισμό στη φάση επιλογής από το Λύκειο. Αλλά στα πρώτα χρόνια σπουδών, οι φοιτητές περνάνε σκληρές εξετάσεις, μέσα στη σχολή τους πια, και σε μαθήματα που έχουν άμεση σχέση με το αντικείμενο σπουδών. Αυτό εξηγεί και τον διαδεδομένο μύθο ότι πολλά πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης είναι «εύκολα»: είναι εύκολ(οτερ)α να μπεις, αλλά πολύ δυσκολότερα να βγεις. Για καλό λόγο.
Ολη αυτή η δυσκολία όμως δεν εξασφαλίζει τουλάχιστον αξιοκρατία; Σε μια χώρα που φοβόμαστε τόσο τη διαφθορά, ακόμα και πανεπιστημιακών λειτουργών, καταλήξαμε να μπερδεύουμε την αξιοκρατία με την αδιαβλητότητα. Το κεντρικό σύστημα επιλογής όπως το έχουμε σήμερα είναι όντως αδιάβλητο: πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να κλέψει τα θέματα ή να αντιγράψει στην εξέταση. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι επιλέγουμε τους αξιότερους για κάθε θέση.
Χωρίς να ξέρω απαραίτητα ποιοι είναι οι αξιότεροι Ελληνες για να σπουδάσουν σε μια καλή σχολή, θεωρώ σίγουρο ότι τέτοιοι άξιοι μπορούν να ανακαλυφθούν σε κάθε γεωγραφική περιφέρεια και εισοδηματική ομάδα της χώρας μας. Το σύστημα δυστυχώς δεν ανακαλύπτει τους άξιους ισότιμα, όπως αποκαλύπτει μια ματιά στα σχετικά στοιχεία. Οι κάτοικοι ακριβών προαστίων της Αθήνας έχουν 10 ή 20 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να σπουδάσουν στη Νομική Αθηνών από τους κατοίκους κάποιων ακριτικών περιοχών της χώρας. Τα παιδιά καλών ιδιωτικών σχολείων έχουν πολλαπλάσια πιθανότητα να εισαχθούν σε σχολή πολυπόθητου ελεύθερου επαγγέλματος από τα παιδιά που τελειώνουν ένα μέτριο δημόσιο. Και σε όλα αυτά, το καλό (και ακριβό) φροντιστήριο παίζει σχεδόν καθοριστικό ρόλο. Την ώρα που μιλάμε για «δωρεάν παιδεία» το σύστημα κοστίζει στους γονείς εκατοντάδες εκατομμύρια (!!) ευρώ, ευνοεί τον πλούτο και διαιωνίζει τις ανισότητες στη χώρα.
Και κάτι είπα τώρα. Πάντα οι πλούσιοι έχουν καλύτερες ευκαιρίες στη ζωή, τι να κάνουμε;
Να φέρουμε τις εξετάσεις πιο κοντά στο σύστημα της χώρας που θεωρούμε δυστοπία ανισοτήτων αλλά προωθεί την ακαδημαϊκή αξιοκρατία όσο πουθενά αλλού: τις ΗΠΑ. Τα αμερικανικά SAT, που είναι βασικό κριτήριο επιλογής υποψηφίων, προορίζονται να διακρίνουν την αξία του υποψηφίου ασχέτως κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου. Δεν είναι τεστ γνώσης και παπαγαλίας αλλά ικανοτήτων. Σε τέτοιες εξετάσεις η προετοιμασία έχει πολύ μικρότερη σημασία, τα πολυετή φροντιστήρια δεν έχουν νόημα. Είναι σχεδόν σαν το μαγικό καπέλο στον Χάρι Πότερ, που διαβάζει το μυαλό του μαθητή και κρίνει αυτοστιγμεί την ικανότητά του για πανεπιστημιακές σπουδές.
Με ένα κράμα Αμερικής και Γερμανίας, λοιπόν, μειώνεται η παραπαιδεία στο ελάχιστο, γίνεται αξιοκρατικότερη η εισαγωγή και αναβαθμίζονται οι πανεπιστημιακές σπουδές.
Ωραίες ιδέες, αλλά τι θα κάνουμε με τόσα 17χρονα απαλλαγμένα από το μαρτύριο των Πανελληνίων, με ελεύθερο χρόνο να αναζητήσουν την αυτογνωσία και τι θέλουν να κάνουν στη ζωή; Οντως, επικίνδυνα πράγματα, κρατήστε τους μαντρωμένους, κάτι ξέραν οι παλιοί…
Ο κ. Σωτήρης Γεωργάνας είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City University Λονδίνου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ