Σκοπός του άρθρου είναι (α) να δώσει μία εικόνα για την εξέλιξι του Δημοσίου Χρέους (της κεντρικής κυβερνήσεως). (β) να προτείνει μία μέθοδο αναδιαρθρώσεώς του χωρίς «κούρεμα», που να ΄μπορεί, με προσαρμογές, ν’ αποτελέσει την βάσι, ή το πρότυπο, για μιά σχετική διαπραγμάτευσι με την τρόϊκα, (γ) να δείξει τι σημαίνει η αναδιάρθρωσή του για το ΑΕΠ, (δ) να εκτιμήσει αν είναι «βιώσιμο» (πιό σωστά: εξυπηρετήσιμο) ή όχι, (ε) να σχολιάσει κάποια κομβικά σημεία όσον αφορά την αντιμετώπισί του.

(α) Πόσο είναι το Δημόσιο Χρέος;

Ο Πίν. 1 δείχνει την πορεία του ΔΧ (της κεντρικής κυβερνήσεως) απ’ το 2009 ως το 2017 – χωρίς συνυπολογισμό εκείνων των οφειλών του κράτους προς ιδιώτες, που δεν προέρχονται από δανεισμό, όπως επιστροφές ΦΠΑ και φόρων εισοδήματος, πληρωμές προμηθευτών, οφειλόμενες αποζημιώσεις επί απαλλοτριώσεων κ.α.. Το ενδιαφέρον στον Πίν. 1 δεν είναι τόσο το ύψος του χρέους (που καθ’ όλη την περίοδο έχει κυμανθή περί τα €326.2 δις συν/πλην €20 δις), όσο η σχέση του με το ΑΕΠ: Το ποσοστό ΔΧ επί του ΑΕΠ έχει έντονα αυξητική τάσι, με κυρία αιτία την ταυτόχρονη μείωσι του ΑΕΠ. (Γι’ αυτό και είναι αμφίβολο αν το ποσοστό θα μειωθεί το 2017, όπως προβλέπει ο Προϋπολογισμός του 2017.) Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει πως κάτι το σοβαρά λανθασμένο υπήρξε όλ’ αυτά τα χρόνια στις προσεγγίσεις αντιμετωπίσεως του προβλήματος, που υιοθέτησαν τόσο η τρόϊκα όσο το ελλην. πολιτικό σύστημα, λόγω εκατέρωθεν μικροπολιτικών, μυωπικών ή και δολίων υπολογισμών.

Πίν. 1: Εξέλιξη Δημοσίου Χρέους, 2009-2017 (σ’ εκτμ. €)

Δημόσιο Χρέος Κεντρικής Κυβερνήσεως

% επί του ΑΕΠ

2009

298.5

127.0%

2010

340.3

153.2%

2011

368

176.5%

2012

305.5

157.3%

2013

321.5

178.2%

2014

324.1

182.5%

2015

321.3

182.9%

2016

326.6

186.7%

2017

330.1

182.5%

Μέσος Ορος

326.2

Τυπική Απόκλιση

20.0

Πηγή: Εισηγ. Εκθ. Κρατ. Προϋπολογισμών.

Για το 2017: Πρόβλεψη.

(β) Μία απαραίτητη αναδρομή

Εχει προταθή από πολλούς ένα γενναίο «κούρεμα» του ελλην. ΔΧ ως η μόνη λύση. Αυτό έγινε ήδη το 2012, με το PSI. Χωρίς αυτό, το ΔΧ στο τέλος του 2012 θα είχε προσεγγίσει (ή και υπερβή!) τα 400 δις! Απλώς, ενώ το 2009 το ΔΧ ήταν 298,5 δις, τα νέα δάνεια, που έλαβε το ελλην. Δημόσιο απ’ την τρόϊκα το 2010 και το 2011, συνέβαλον σε αύξησι του ΔΧ στα 340,3 και 368 δις, αντιστοίχως – ενώ με το PSI (και επειδή συνεχιζόταν ο δανεισμός απ’ την τρόϊκα) το ΔΧ έπεσε στα 305,5 δις το 2012. Εκτοτε, δηλ. απ’ το 2013 ως το 2017, το ΔΧ έχει κυμανθή απ’ τα 321 ως τα 330 δις.

Παρεμπιπτόντως, πολλή συζήτηση γίνεται τα τελευταία 2 χρόνια για τα 86 δις, με τα οποία η κυβέρνηση Σύριζα διά του 3ου μνημονίου «φόρτωσε» την Ελλάδα τον Αύγουστο 2015. Οντως, έτσι συνέβη. Ομως τα 86 δις (βλ. Εφημ. Κυβ. 94/14.8.2015, σ. 989) δεν είναι δάνειο ήδη συναφθέν, μα «χρηματοδοτική συνδρομή», τμήματα της οποίας (με οροφή τα 86 δις) ΄μπορούν να εκταμιεύωνται βάσει αξιολογήσεων του βαθμού συμμορφώσεως της Ελλάδος με τους όρους του 3ου μνημονίου (κατά πολύ χειροτέρους του e-mail Χαρδούβελη). Φυσικά το 3ο μνημόνιο υπήρξε προϊόν της αθλίας και γελοίας «διαπραγματεύσεως», που έκανε ο Σύριζα καθ’ όλο το πρώτο ήμισυ του 2015. ΄Μπορούσε λοιπόν να είχε αποφευχθή, καθώς η Ελλάς, αν δεν είχε συμβή η πολιτική αλλαγή του Ιαν. 2015, θα κατέγραφε ανάπτυξι και θα δανειζόταν απ’ τις αγορές χωρίς τις επαχθείς δεσμεύσεις του 3ου μνημονίου (πολλώ δε μάλλον αυτές της πρόσφατης «αξιολογήσεως», κατ’ ουσίαν 4ου μνημονίου, που περιλαμβάνει ακόμη βαρυτέρους όρους).

΄Μπορεί κάποιος να ερωτήσει, γιατί η Ελλάς επήρε νέα δάνεια το 2010 και 2011 (και όχι μόνο…), αφού ήδη είχε πρόβλημα χρέους; Διότι ο κρατικός προϋπολογισμός ήταν βαρειά ελλειμματικός, αλλ’ η χώρα δεν ΄μπορούσε πιά να δανεισθεί απ’ τις αγορές με τα υψηλά (και συνεχώς ανερχόμενα) επιτόκια, που αντιμετώπιζε. Μόνη λύση για να συντηρηθεί η χώρα (και να είναι ολιγώτερο επίπονη η διαδικασία της αναγκαίας μειώσεως των ελλειμμάτων) ήταν η στήριξη απ’ την τρόϊκα. Μόνο αυτή ήταν πρόθυμη να δώσει νέα δάνεια (και τα έδωσε με σαφώς ευνοϊκούς όρους) όσο εμείς είχαμε αναλάβει την υποχρέωσι να μειώνουμε σταδιακά τα δυσθεώρητα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτά τα νέα δάνεια είχαν διττό σκοπό: (α) Να επιτρέψουν αποπληρωμή παλαιοτέρων οφειλών – αλλιώς η χώρα θα εκήρυττε πτώχευσι. (β) Να καλύψουν ωρισμένες έκτακτες ή ειδικές ανάγκες (όπως τμήμα της ανακεφαλαιοποιήσεως των τραπεζών), για τις οποίες πάλι δεν είχε χρήματα το κράτος. Ο γενικός στόχος ήταν: Με την τρόϊκα νάχει αναλάβει την εξυπηρέτησι του ΔΧ της χώρας, το δε κράτος νάχει αναλάβει την μείωσι των ελλειμμάτων του, να φθάσει το κράτος στο σημείο νάχει πρωτογενή πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς του, ώστε ν’ αρχίσει να αποπληρώνει/εξυπηρετεί το εκκρεμούν ΔΧ.

Δύο παρατηρήσεις: (α) Το PSI όντως συνέβαλε στην μείωσι του ΔΧ και ήταν απαραίτητο, αλλά σε σχέσι με το ΔΧ του 2009 (298,5 δις) κατ’ ουσίαν συνέβαλε στην μετατροπή του κυρίου όγκου του ΔΧ της χώρας από χρέος οφειλόμενο σε ιδιώτες σε χρέος οφειλόμενο σε δημοσίους φορείς (κράτη ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ). Αυτό έχει το εξής δυνητικό καλό: Επιτρέπει την ευκολώτερη αναδιάρθρωσί του, εάν και εφ’ όσον τοιαύτη αναδιάρθρωση συμφωνηθεί με την τρόϊκα. (β) Το ότι καθ’ όλη την περίοδο 2010-17 το ΑΕΠ ήταν σε πτωτική πορεία δεν οφείλεται στο χρέος (που, όπως δείξαμε, ολίγο-πολύ έχει παραμείνει σταθερό ως ποσόν). Οφείλεται κυρίως στον τρόπο, που το ελλην. πολιτικό σύστημα επέλεξε προκειμένου πρώτον να μειώσει τα κρατικά ελλείμματα και δεύτερον να επιτύχει τα ανωτέρω πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ παράλληλα θα έπρεπε να καταστήσει την χώρα ανταγωνιστικότερη: Αφ’ ενός δεν έκανε τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε οικονομία, εκπαίδευσι, συνταξιοδοτικό, υγεία, φοροδιαφυγή και δημοσία διοίκησι, αφ’ ετέρου διάλεξε μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που στηρίχθηκε κυρίως σε αύξησι των φόρων παρά σε μείωσι των κρατικών δαπανών. Γι’ αυτές τις ολιγωρίες και λάθη, φέρει ευθύνη και η τρόϊκα, που δεν επίεσε το ελλην. κρατιστικό, πελατειακό πολιτικό σύστημα να πράξει το σωστό.

Υπό αυτήν την οπτική, ένα γενναίο «κούρεμα» του εκκεμούντος χρέους είναι αμφίβολο αν θα έσωζε την χώρα: Χωρίς μεταρρυθμίσεις και πάταξι των πολλών και μεγάλων παθογενειών της, μα και χωρίς μείωσι των φόρων (και των κρατικών δαπανών), η Ελλάς συντόμως θα ευρεθεί πάλι να έχει κρίσιμο πρόβλημα, ακόμη και αν κουρευθεί το ΔΧ! Εξ άλλου, για τους ΄δικούς των λόγους, οι κύριοι δανειστές της χώρας (βλ., λ.χ., Γερμανία) δεν θέλουν «κούρεμα» – φαίνονται όμως διατεθειμένοι, εν ευθέτω χρόνω (!;), να συζητήσουν την αναδιάρθρωσί του. Η τελευταία σημαίνει: Χαμηλότερα επιτόκια για την εξυπηρέτησί του και/ή επιμήκυνσί του.

Θα επιτύχει η «αναδιάρθρωση» την «βιωσιμότητα» του χρέους; Αντέχει το (προβλεπόμενο τα επόμενα χρόνια) ΑΕΠ την ετησία αποπληρωμή του, μετά, έστω, τοιαύτη αναδιάρθρωσι; Αυτά διερευνούμε αμέσως πιό κάτω.

(γ) Μία ενδεικτική μέθοδος αναδιαρθρώσεως

Για να κάνουμε τις σχετικές προβλέψεις/εκτιμήσεις ήταν απαραίτητο να έχουμε κάποια ιδέα για τις προβλεπόμενες αποπληρωμές ΔΧ όλα τα επόμενα χρόνια (δηλ. ως το 2059!). Αυτή η πληροφορία δεν υπάρχει στο site του Οργανισμού Διαχειρίσεως Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), μα υπάρχει στο site της Wall Street Journal (https://graphics.wsj.com/greece-debt-timeline/).

Σύμφωνα με την WSJ, το ΔΧ της χώρας στις αρχές Ιαν. 2017 ήταν €296.8 δις. Το ποσόν είναι μικρότερο κατά €29.8 δις από αυτό που εκτιμά για το τέλος του 2016 η Εισηγ. Εκθεση του Κρατ. Προϋπολ. για το 2017 (€326.6 δις). Η διαφορά οφείλεται κυρίως στην μη συμπερίληψι ομολόγων εκδοθέντων στις αγορές εξωτερικού, δανείων της ΤτΕ, ειδικών και διακρατικών δανείων, λοιπών δανείων εξωτερικού, βραχυπροθέσμων δανείων (repos). Ομως η διαφορά αυτή δεν έχει σημασία για δύο λόγους: (α) Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι η παροχή μιάς ενδεικτικής μεθόδου για την αναδιάρθρωσι του χρέους, όποιο και αν είναι το ύψος και η δομή του την στιγμή της σχετικής διαπραγματεύσεως, αν και όταν αυτή γίνει. (β) Σε μία αναδιάρθρωσι, είναι πολύ πιθανό να αξιοποιηθούν 21 δις (που αρχικά προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίησι των ελλην. τραπεζών) για την πρόωρη εξαγορά δανείων του ΔΝΤ, ώστε να μειωθεί το κόστος δανεισμού (βλ. Ναυτεμπορική, 9.5.2017), δεδομένου ότι τα δάνεια του ΔΝΤ έχουν υψηλότερο επιτόκιο απ’ τα δάνεια της ΕΕ και της ΕΚΤ.

Επίσης, μία πλήρης μελέτη των περιθωρίων και όρων μιάς αναδιαρθρώσεως του ΔΧ προϋποθέτει γνώσι των επιτοκίων (και συνεπώς των πληρωμών τόκων), που χαρακτηρίζουν κάθε εκκρεμούν δάνειο-μέρος του όλου ΔΧ. Τέτοια πληροφόρηση δεν υπάρχει στο site του ΟΔΔΗΧ, αν και πρέπει να την έχει. Γνωρίζουμε όμως πως το εύρος των επιτοκίων των επί μέρους δανειακών συμβάσεων ποικίλλει από 0,5% ως 6,5%. Στην προσομοίωσι, λοιπόν, που έχουμε κάνει για την αναδιάρθρωσι του ΔΧ, έχουμε «τρέξει» σενάρια για ολόκληρη σειρά επιτοκίων, παρακάτω δε, παρουσιάζουμε ειδικά τα αποτελέσματα για (μέσοσταθμικά) επιτόκια 1%, 2%, 3%. (Υποτίθεται πως, αν είναι να γίνει αναδιάρθρωση – τουλάχιστον του «επισήμου» ΔΧ, δηλ. αυτού που οφείλεται σε κράτη-μέλη της ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και το οποίο ανέρχεται περίπου στο 75% του συνολικού ΔΧ –, θα συμφωνηθεί μείωση των επιτοκίων ούτως ή άλλως.)

Πρώτο βήμα για την προσομοίωσι είναι να εξευρεθεί αν τα ποσά αποπληρωμών των κεφαλαίων των δανείων απ’ το 2017 ως το 2059 έχουν καθοδική ή ανοδική τάσι. Προκύπτει το πρώτο (που σημαίνει πως αι απώτερες αποπληρωμές κεφαλαίου τείνουν να είναι μικρότερες απ’ τις εγγύς τοιαύτες).

Δείτε Γράφημα 1

Αρα, ένας τρόπος αναδιαρθρώσεως του ΔΧ θα ΄μπορούσε να είναι η αντιστροφή των αποπληρωμών αυτών, χωρίς επέκτασι των λήξεων πέραν του 2059. Επιλέγουμε (ενδεικτικά) αυτόν τον τρόπο (με την υπενθύμισι πως πάσα επέκταση των λήξεων θα διευκόλυνε περαιτέρω την εξυπηρέτησι του ΔΧ).

Δείτε Γράφημα 2

Αυτό σημαίνει πως δάνεια, που κανονικά λήγουν, λ.χ., το 2017 ή το 2018, τώρα θα λήγουν το 2059 ή 2058, αντιστοίχως. Φυσικά στο πλαίσιο μιάς συμφωνίας αναδιαρθρώσεως, μία τέτοια αντιστροφή ενδέχεται να συνεπάγεται αυξήσεις σε κάποια επιτόκια και μειώσεις σε άλλα – αλλ’ εν πάση περιπτώσει σημασία έχει το τελικό μεσοσταθμικό επιτόκιο εξυπηρετήσεως του συνολικού ΔΧ.

Πρακτικά η ανωτέρω αντιστροφή σημαίνει πως, λ.χ., τα δάνεια, που κανονικά λήγουν το 2017 και είναι €26,1 δις, τώρα θα λήγουν το 2059 και εν τω μεταξύ θα «παράγουν» τόκο για 43 χρόνια αντί για 1! Αυτός ο τόκος θα είναι, ετησίως: €784,5 εκτμ. αν το επιτόκιο είναι 3%, €523 εκτμ. αν είναι 2%, €261.5 εκτμ. αν είναι 1%. Πρόκειται για μεγάλα ποσά. Π.χ., αυτά τα €784,5 εκτμ. συναθροίζονται σε τόκους €33,7 δις καθ’ όλη την περίοδο 2017-59. Απ’ την άλλη, το κεφάλαιο των €26,1 δις αποπληρώνεται το 2059 αντί το 2017!

Την ιδία στιγμή, τα δάνεια, που «κανονικά» λήγουν το 2059 και είναι €1,2 δις, τώρα θα «παραγάγουν» τόκο (€36,9 εκτμ.) μία μόνο φορά.

Συναθροίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο όλα τα δάνεια, που λήγουν την περίοδο 2017-59, προκύπτει πως στο συνολικό κεφάλαιο του ΔΧ (€296,8 δις) και με μεσοσταθμικό επιτόκιο, έστω, 3%, θα προστεθούν συνολικοί τόκοι €230,2 δις – ήτοι, το συνολικό κόστος εξυπηρετήσεως και αποσβέσεως του ΔΧ (κεφάλαιο και τόκοι) θα φθάσει τα €527 δις – αλλά με συνολικά ευκολώτερη την εξυπηρέτησι και απόσβεσί του από ό,τι τώρα! Εάν μάλιστα το επιτόκιο γίνει 2%, το συνολικό «βάρος» του ΔΧ μειώνεται στα €450,3 δις, αν δε γίνει 1%, το συνολικό «βάρος» μειώνεται στα €373,5 δις – δηλ. μεγαλύτερο κατά μόλις 25,8% απ’ το κεφάλαιο των δανείων (€296,8 δις) και φυσικά απλωμένο σε 43 έτη!

Κρίσιμη παραδοχή στην ανωτέρω προσομοίωσι είναι ότι δεν θα σημειωθεί αναχρηματοδότηση των εκκρεμούντων δανείων, αφού η προσομοιωμένη αναδιάρθρωση γίνεται με στόχο την πλήρη αποπληρωμή του ΔΧ – επιπλέον δεχόμαστε πως εφεξής το Δημόσιο δεν θα έχει ελλείμματα!

Βάσει αυτών των αθροισμάτων (ληγόντων κεφαλαίων και τόκων) απ’ το 2017 ως το 2059, προκύπτει η ακόλουθη εικών του «βάρους» του ΔΧ κατ’ έτος (για επιτόκιο 3%):

Δείτε Γράφημα 3

Η πορεία αυτών των πληρωμών προσεγγίζεται ικανοποιητικά με πολυώνυμο 4ου βαθμού (βλ. Γράφ. 3). Κατόπιν, αν χρειάζεται (δηλ. αναλόγως του επιτοκίου), πολλαπλασιάζουμε τα προκύπτοντα ποσά με κάποιον συντελεστή (ίδιο για όλα τα έτη), έτσι ώστε, μες από αυτήν την «αναβάθμισι» των πληρωμών, να εξασφαλίζεται η πληρωμή του συνόλου του ΔΧ (κεφάλαια και τόκοι) κατά την περίοδο 2017-59.

Τελευταίο βήμα, ο υπολογισμός του ποσοστού εκάστης ετησίας πληρωμής κατά τα ανωτέρω επί του αντιστοίχου ΑΕΠ, βάσει διαφόρων σεναρίων για την ποσοστιαία ετησία μεγέθυνσι του ΑΕΠ (σε τρέχουσες, εννοείται, τιμές και σε ευρώ!). Ετσι διαπιστώνεται το βάρος (ληγόντων κεφαλαίων και τόκων), που δημιουργεί για το ΑΕΠ κάθε διαφορετικό (μεσοσταθμικό) επιτόκιο υπολογισμού των τόκων εξυπηρετήσεως του όποιου δεδομένου ΔΧ (€296.8 δις τον Ιαν. 2017 βάσει WSJ – που είναι το νούμερο, που χρησιμοποιήθηκε στις προσομοιώσεις –, €326.6 δις τον Δεκ. 2016 βάσει Εισηγ. Εκθ. Κρατ. Προϋπολ.).

Προκύπτουν τα εξής:



Πίν. 2: Συνοπτικά αποτελέσματα της κατά την εδώ μελέτη προσομοιώσεως μιάς δυνητικής αναδιαρθρώσεως του ΔΧ, βάσει διαφορετικών σεναρίων για επιτόκια και ρυθμούς αυξήσεως του ΑΕΠ, με ορίζοντα το 2059

Υποθετικό μεσοσταθμικό επιτόκιο εξυπηρετήσεως ΔΧ

ΔΧ: Ολικό κεφάλαιο (κατά την WSJ), τόκοι, σύνολο (εφ’ όλης της περιόδου 2017-59). Δις €.

Υποθετικός ρυθμός αυξήσεως ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές)

Ετήσιο κόστος εξυπηρετήσεως ΔΧ (πληρωμές τόκων και ληγόντων κεφαλαίων) ως % επί του ΑΕΠ

Κεφάλαιο

296.8

1%

Μέσος όρος περιόδου

3.89%

1.00%

Τόκοι

76.7

Διάμεσος περιόδου

3.94%

Σύνολο

373.5

2%

Μέσος όρος περιόδου

3.11%

Διάμεσος περιόδου

2.99%

3%

Μέσος όρος περιόδου

2.52%

Διάμεσος περιόδου

2.27%

Κεφάλαιο

296.8

1%

Μέσος όρος περιόδου

4.80%

2.00%

Τόκοι

153.5

Διάμεσος περιόδου

4.66%

Σύνολο

450.3

2%

Μέσος όρος περιόδου

3.93%

Διάμεσος περιόδου

4.12%

3%

Μέσος όρος περιόδου

3.26%

Διάμεσος περιόδου

3.72%

Κεφάλαιο

296.8

1%

Μέσος όρος περιόδου

5.67%

3.00%

Τόκοι

230.2

Διάμεσος περιόδου

5.86%

Σύνολο

527

2%

Μέσος όρος περιόδου

4.68%

Διάμεσος περιόδου

5.37%

3%

Μέσος όρος περιόδου

3.93%

Διάμεσος περιόδου

4.55%



(α) Στο ευνοϊκότερο (μετά την προτεινομένη αναδιάρθρωσι) σενάριο (επιτόκιο 1%, ετησία αύξηση ΑΕΠ 3% για 43 χρόνια!) ο μέσος όρος του κόστους εξυπηρετήσεως/αποσβέσεως του ΔΧ (κεφάλαια και τόκοι) ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 2,52% – σημαντικά χαμηλότερο απ’ τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, που απαιτεί η τρόϊκα (βάσει του υφισταμένου και μη εισέτι αναδιαρθρωθέντος ΔΧ).

(β) Στο δυσμενέστερο σενάριο (επιτόκιο 3%, ετησία αύξηση ΑΕΠ 1%), ο αντίστοιχος μέσος όρος είναι 5,67%.

(δ) Τελικώς, είναι «βιώσιμο» το χρέος ή όχι;

Κατ’ αρχήν το pattern των πληρωμών, που απεικονίζεται (ενδεικτικά) στο Γράφ. 3, συνεπάγεται πως σε κάποια έτη αι πληρωμές θα είναι μικρότερες από ό,τι κατ’ αρχήν προβλέπεται, σε κάποια μεγαλύτερες (αλλά βεβαίως η συνολική αποπληρωμή καθίσταται ευκολώτερη – γι’ αυτό και γίνεται η αναδιάρθρωση άλλωστε!). Με κατάλληλη λοιπόν διαχείρισι των «πλεονασμάτων» (π.χ., με κατάθεσι σε ξένες ή και ελληνικές τράπεζες) ΄μπορεί όχι μόνο να «ισοφαρίζωνται» τα «ελλείμματα», μα και να επιτυγχάνεται κάποιο «περίσσευμα».

Το ζήτημα-κλειδί φυσικά είναι αν, έστω και με την ανωτέρω αναδιάρθρωσι (ή κάποια παραλλαγή της), επιτυγχάνεται η «βιωσιμότης» του χρέους. Αυτό είναι κρίσιμο ζήτημα, διότι αν όντως αυτή επιτυγχάνεται, τότε η Ελλάς απαλλάσσεται απ’ το βάρος των «μνημονίων», καθώς θα ΄μπορεί μόνη της να εξυπηρετήσει το χρέος της. (Ελπίζω μόνο η φράση «απαλλαγή απ’ το βάρος των μνημονίων» να μην ερμηνεύεται από πολιτικούς και λαό ως «λευκή επιταγή» για δημοσιονομική σπατάλη και νέο δανεισμό για καταναλωτικούς σκοπούς…)

Λοιπόν, προς απογοήτευσιν αυτών, ένθεν κακείθεν, που κρίνουν, άλλοι μεν ότι το χρέος είναι βιώσιμο, άλλοι δε ότι δεν είναι, το συμπέρασμα, βάσει του Πίν. 2, είναι ότι «εξαρτάται».

Εξαρτάται απ’ τον ρυθμό αυξήσεως του ΑΕΠ καθ’ όλη την περίοδο (2017-59), απ’ το μεσοσταθμικό επιτόκιο, που θα επιτύχει μία ελλην. κυβέρνηση διαπραγματευομένη με την τρόϊκα, απ’ το αν, σε αντίθεσι με την ανωτέρω προσομοίωσι, θα γίνει πλήρης αποπληρωμή του εκκρεμούντος χρέους του 2017 (τα €26,1 δις) ή όχι, μα και απ’ το αν η αναδιάρθρωση θα συνδυασθεί με «αναχρονοθέτησι» (rescheduling) του υφισταμένου χρέους, είτε με την μορφή μιάς χρονικής «αντιστροφής» των πληρωμών (όπως στην ανωτέρω προσομοίωσι) είτε με την μορφή μιάς επιμηκύνσεως των υπαρχουσών λήξεων (όπερ και προτιμώτερο).

Εννοείται, επίσης, πως όσο χαμηλότερο το επιτόκιο, που θα συμφωνηθεί, τόσο υψηλότερος θα είναι ο ρυθμός αυξήσεως του ΑΕΠ, καθώς το χαμηλότερο κόστος εξυπηρετήσεως του ΔΧ θα επιτρέψει μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς (δεν εξετάζω εδώ την περίπτωσι δημιουργίας νέων ελλειμμάτων και νέου δανεισμού), άρα θα επιτρέψει ολιγωτέρους φόρους. Περαιτέρω δε μείωση των φόρων ΄μπορεί και πρέπει να προκύψει από γενικώτερη μείωσι των άλλων δαπανών του Δημοσίου.

(Οσον αφορά πιθανό νέο δανεισμό: Κάτι τέτοιο, στην κατάστασι στην οποία ευρίσκεται η χώρα, έχει ίσως νόημα μόνο στον βαθμό, που θα επιτρέψει την χρηματοδότησι δημοσίων επενδύσεων, ιδανικά με την μορφή ΣΔΙΤ, που θα αποφέρουν έσοδα στο κράτος, τόσο άμεσα όσο έμμεσα, διά της ευθείας επιδράσεώς των στο ΑΕΠ – έτσι ώστε αυτού του είδους ο δανεισμός να δημιουργεί τις προϋποθέσεις αποπληρωμής του. Αυτό γινόταν απ’ το 1953 ως το 1979, όταν ο Τακτικός Προϋπολογισμός ήταν σχεδόν κάθε χρονιά ισοσκελισμένος, ενώ έλλειμμα παρουσίαζε μόνο το ΠΔΕ, το οποίο όμως payed for itself διά της συμβολής του στην ανάπτυξι της χώρας. Το «ξεχαρβάλωμα» των δημοσίων οικονομικών άρχισε το 1980 και ιδίως το 1981-82, με την δημιουργία αυξανομένων ελλειμμάτων στον Τακτικό Προϋπολογισμό, χάριν κυρίως της πελατειακής χρηματοδοτήσεως καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου.)

Για τον ίδιο λόγο, δηλ. την αναγκαία αύξησι του ΑΕΠ, είναι απόλυτη ανάγκη (α) η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων με κάθε τρόπο, (β) ως βασικό εργαλείο και κίνητρο (όχι όμως το μοναδικό) για το προηγούμενο, η μεγάλη μείωση των φόρων (με άμεση προτεραιότητα την κατάργησι παντός φόρου κατοχής ακινήτων, κατόπιν δε, την μείωσι των «συνταξιοδοτικών» εισφορών), (γ) η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων σε οικονομία, δημοσία διοίκησι κλπ., που έχουν καθυστερήσει 10ετίες.

Συνεπώς, το χρέος ΕΙΝΑΙ βιώσιμο, ΑΝ επιτευχθεί και διατηρηθεί ένας συνδυασμός του χαμηλοτέρου δυνατού επιτοκίου, της επιμηκύνσεως των λήξεων και του υψηλοτέρου δυνατού ποσοστού αυξήσεως του ΑΕΠ. Αλλ’ η αύξηση του ΑΕΠ έχει τις ήδη αναφερθείσες 3 βασικές προϋποθέσεις: Μείωση φόρων (και κρατικών δαπανών), επενδύσεις, φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις (όπου και το κτίσιμο αποτελεσματικοτέρων πολιτικών-διοικητικών θεσμών). Τέτοιο συνδυασμό δεν ΄μπορεί να επιτύχει μία κυβέρνηση τύπου Σύριζα λόγω ιδεοληψιών, κρατισμού, ανικανότητος και ισχυρών πελατειακών δεσμών. Η ύπαρξη και μόνο μιάς τέτοιας κυβερνήσεως δυσκολεύει την δέουσα μείωσι του μεσοσταθμικού επιτοκίου του ΔΧ μετά συμφωνία με τους δανειστές διότι, μεταξύ άλλων, συνεπάγεται μεγαλύτερο ρίσκο για την πορεία της χώρας – και για τα χρήματα των δανειστών.

Ποιά όμως η «δέουσα» μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου του ΔΧ; Ηδη απ’ την ανωτέρω προσομοίωσι φαίνεται πως θα πρέπει να είναι σημαντικά κάτω του 3% – αλλιώς το βάρος του ΔΧ γίνεται μάλλον αβάστακτο, ακόμη και με μέση αύξησι του ΑΕΠ κατά 3% (για 43 χρόνια;;;). Εννοείται όμως πως κρίσιμο, άκρως διευκολυντικό, ρόλο θα παίξει η ταυτόχρονη επιμήκυνση των λήξεων του ΔΧ.

Αν δεν συμφωνηθεί η ως άνω αναδιάρθρωση, είτε με κυβέρνησι τύπου Σύριζα είτε με άλλη, τότε το χρέος ΔΕΝ είναι βιώσιμο (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) και καλά θα κάνουν οι δανειστές, εν τοιαύτη περιπτώσει και προς το συμφέρον όλων των πλευρών, να το αποδεχθούν αυτό. Οπότε, οι μεν δανειστές θα πρέπει να προχωρήσουν σε «κούρεμα», εμείς δε θα πρέπει να δεχθούμε και υλοποιήσουμε ούτως ή άλλως το τρίπτυχο: Μείωση φόρων, επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις. Αν ούτε «κούρεμα» δεχθούν αυτοί, ούτε εμείς το ανωτέρω τρίπτυχο, τότε θα πρέπει όλοι οι Ελληνες είτε να μεταναστεύσουμε είτε να κλείσουμε τα σύνορα, να γυρίσουμε στην δραχμή και να ζήσουμε με ό,τι ΄μπορούμε να παραγάγουμε χωρίς να καταργήσουμε καμμιά απ’ τις μύριες παθογένειες της χώρας – εκτός αν κάποια στιγμή συνέλθουμε the hard way και υιοθετήσουμε το ανωτέρω τρίπτυχο, όχι μόνο ως πολιτικό σύστημα, μα και ως λαός/κοινωνία.

Το σημαντικό και χρήσιμο είναι ότι η ανωτέρω προσομοίωση αναδιαρθρώσεως του χρέους δείχνει ότι, με την κατάλληλη προετοιμασία (homework!), υπάρχουν δυνατότητες ώστε η όποια διαπραγματευτική ομάς από ελλην. πλευράς να ετοιμάσει και προτείνει μία αναδιάρθρωσι (ή 2-3 εκδοχές ταύτης), που και πειστική να είναι και τα συμφέροντα των δανειστών να εξασφαλίζει και να διευκολύνει σημαντικά την χώρα. Αλλά θέλει, (1) δουλιά επί συγκεκριμένων στοιχείων (που πρέπει να τα έχει ο ΟΔΔΗΧ), (2) πειστική εμμονή στην υλοποίησι των σωστών προϋποθέσεων για επίτευξι αξιόλογης οικον. αναπτύξεως, (3) κυβερνητική σοβαρότητα και αξιοπιστία, (4) να εξηγηθεί με θάρρος και ειλικρίνεια επιτέλους στον ελλην. λαό τι χρειάζεται και τι διακυβεύεται.