ΣΕ ΛΙΓΕΣ ημέρες το επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Αθηνών και η φοιτητική κοινότητα θα εκλέξουν τα ανώτατα όργανα διοίκησής τους. Ο πρύτανης αλλά και οι αντιπρυτάνεις οι οποίοι θα προέλθουν από την εκλογική αυτή αναμέτρηση θα κληθούν, με το κύρος που τους παρέχει η επιστημονική προσωπικότητά τους, το ηθικό ανάστημά τους και ο νόμος, να διαχειρισθούν ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά κάθε χώρας, την ανωτάτη παιδεία.


Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ­ τουλάχιστον το παραδέχονται οι περισσότεροι ­ ότι η περίοδος που περνάει το πανεπιστήμιό μας δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η καλύτερη που έχει να επιδείξει. Θα πήγαινε πολύ σε μάκρος να προσπαθήσω να αναλύσω το γιατί. Ας μου επιτραπεί όμως να κάνω μια φευγαλέα αναφορά σε ορισμένα βασικά σημεία που κατά την εκτίμησή μου προκάλεσαν τη μεγάλη αυτή κρίση στα πανεπιστήμια της χώρας μας.


Ο περίφημος νόμος – πλαίσιο που έγινε δεκτός με τα καλύτερα σχόλια την περίοδο εκείνη αμφισβητήθηκε στην πράξη ακόμη κι από τους ίδιους τους εμπνευστές του. Οι τροποποιήσεις που ακολούθησαν (νόμος 1268, 2083), αντί να βελτιώσουν το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των πανεπιστημίων, δημιούργησαν τεράστια θεσμικά κενά, με αποτέλεσμα πολλές φορές τα διοικητικά όργανα του πανεπιστημίου να ανατρέχουν στο νομικό συμβούλιο του κράτους για να ερμηνεύσουν άρθρα των νόμων αυτών, όπως λ.χ. συνέβη πρόσφατα στην Ιατρική Σχολή για τις διευθύνσεις κλινικών και εργαστηρίων. Η ασάφεια εξάλλου των νόμων δίνει δυνατότητες πολλές φορές επιλεκτικής εφαρμογής τους, ανάλογα με τις καταστάσεις που πρόκειται να εξυπηρετηθούν τη δεδομένη στιγμή.


Εκτός όμως από τις δυσκολίες αυτές που ανέκυψαν από τις τροποποιήσεις των τροποποιημένων νόμων, έχει προκληθεί και άλλο σοβαρό θέμα που αφορά αλλά και απειλεί το μέλλον της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η γκετοποίηση της ακαδημαϊκής κοινωνίας λόγω των μονιμοποιήσεων έκανε σχεδόν απαγορευτική την είσοδο νέων ανθρώπων στο πανεπιστήμιο, με αποτέλεσμα να έχουμε οδηγηθεί σε έναν γερασμένο και κουρασμένο πληθυσμό όπου οι εξελίξεις αναπαράγονται με αλληλοσυμπλεκόμενες υποχρεώσεις και συμφέροντα, όπου κυριαρχεί, θα έλεγα, και εφαρμόζεται πιστά το πνεύμα του clearing. Πρόσφατα μάλιστα διέρρευσαν, χωρίς να διαψευσθούν, φήμες ότι στις νέες τροποποιήσεις που θα καταθέσει ο νέος υπουργός Παιδείας στη Βουλή θα ισχύσει και η εξέλιξη με κλειστές διαδικασίες σε όλες ­ αν είναι δυνατόν ­ τις βαθμίδες ώστε τότε πλέον να μιλάμε για έναν ακαδημαϊκό «κλωνισμό».


Από τα σοβαρότερα προβλήματα εξάλλου του πανεπιστημίου είναι και η οικονομική δυσπραγία του, είτε εξαιτίας ανυπαρξίας πιστώσεων εκ μέρους του υπουργείου Παιδείας είτε εξαιτίας μη εκμετάλλευσης των ευκαιριών που παρέχονται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με τη μορφή ερευνητικών προγραμμάτων ή, τέλος, όπως συμβαίνει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μη εκμετάλλευσης περιουσιακών στοιχείων.


Τέλος, και αυτό είναι ιδιαίτερα σοβαρό, η εκπαίδευση, όπως εφαρμόζεται τουλάχιστον σήμερα, είναι επιεικώς ανεπαρκής και πέρα από τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η έλλειψη π.χ. σύγχρονων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η μη εφαρμογή μοντέρνας διδασκαλίας με χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών μέσων, η ανεπαρκής πρακτική άσκηση σε εφαρμοσμένες επιστήμες και οι μειωμένες εκπαιδευτικές ώρες κλπ. θα δημιουργήσουν στρατιές πτυχιούχων χωρίς αντίκρισμα μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο.


Μέσα λοιπόν σε αυτά τα τεράστια προβλήματα που έχει η ακαδημαϊκή κοινωνία μας ­ και εδώ είναι η είδηση ­ ως σήμερα δεν έχουν παρουσιασθεί επίσημα τουλάχιστον σχήματα τα οποία πρόκειται να διεκδικήσουν τις επικείμενες πρυτανικές εκλογές. Αδιαφορία; Πολύ πιθανόν, όπως εξάλλου συμβαίνει στις περισσότερες διοικητικές βαθμίδες της σημερινής κοινωνίας μας. Ο μη αποδεκτός καθωσπρεπισμός από ανθρώπους ικανούς του ακαδημαϊκού χώρου; Οτι τάχα δηλ. «εγώ» δεν είναι δυνατόν να ασχοληθώ με τη διοίκηση του πανεπιστημίου; Τέλος, κρίση ηγεσιών, φαινόμενο γνώριμο των ημερών μας;


Θέλω να πιστεύω ότι μέσα στις προσεχείς ημέρες άξιοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι με διοικητικά προσόντα, με ήθος αλλά και απελευθερωμένοι από κομματικούς εναγκαλισμούς θα κινηθούν ­ εύχομαι να είναι πολλοί ­ να διεκδικήσουν τα πρυτανικά αξιώματα.


Ο κ. Γεώργιος Ανδρουλάκης είναι καθηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.