Με τη θεαματική άνοδο του λαϊκισμού, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, στην Τουρκία και αλλού, η ενασχόληση με το θέμα δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της καθημερινότητας και των ΜΜΕ, αλλά παίζει και κεντρικό ρόλο στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Στον καθημερινό λόγο ο λαϊκισμός παραπέμπει στην ιδέα πως ένας χαρισματικός ηγέτης στον πολιτικό χώρο (αλλά όχι μόνο), για ψηφοθηρικούς κυρίως λόγους, δίνει υποσχέσεις που ξέρει εκ των προτέρων πως δεν μπορεί να υλοποιήσει –ή δίνει μια εικόνα της κατάστασης (εντός και εκτός της χώρας) που είναι τελείως εξωπραγματική. Στις κοινωνικές επιστήμες, η θεωρία του λαϊκισμού είναι πιο πολύπλοκη. Θα προσπαθήσω να δώσω μια γενική εικόνα αυτής της πολυπλοκότητας εξετάζοντας τρεις διαστάσεις του λαϊκισμού: την ιδεολογική, την οργανωτική και την κοινωνική βάση του.
Ιδεολογία
Εδώ οι βασικές ιδέες είναι λίγο-πολύ γνωστές: ο λαός έχει πάντα δίκιο, άρα το Σύνταγμα και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία υποβιβάζονται. Επιπλέον υπάρχει ένα κατεστημένο που χειραγωγεί τον λαό. Ο λαός θεοποιείται και το κατεστημένο δαιμονοποιείται. Υπάρχουν επίσης μειονότητες, πολιτισμικές κοινότητες, θρησκευτικές σέκτες, μετανάστες κ.τ.λ. που υποσκάπτουν την εθνική κουλτούρα ή/και τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων. Οσο για τον εξωτερικό χώρο, δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, οι Βρυξέλλες, η Γερμανία κ.τ.λ. χειραγωγούν με διάφορους άμεσους ή έμμεσους τρόπους τον λαό. Τα παραδείγματα τέτοιων ιδεολογιών βρίθουν. Στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, στον Μεσοπόλεμο και μετά, χαρισματικοί ηγέτες όπως ο Βάργκας (Βραζιλία), ο Ιμπανέζ (Χιλή) και ο Περόν (Αργεντινή) κινητοποίησαν τα λαϊκά στρώματα με αναφορές στο ολιγαρχικό κατεστημένο και στη χειραγώγησή του από τις ΗΠΑ. Αυτού του είδους η παράδοση συνεχίζεται σήμερα με λαϊκιστές ηγέτες όπως ο Τσάβες και ο Μαδούρο. Στη μεσοπολεμική Ευρώπη μια σειρά αυταρχικά καθεστώτα (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) ανέπτυξαν μια εθνικολαϊκιστική ιδεολογία. Το πιο ακραίο παράδειγμα ήταν βέβαια αυτό του ναζιστικού κινήματος. Αυτό εστιαζόταν στην εβραϊκή και παγκόσμια συνωμοσία, στους κομμουνιστές, στους αριστερούς διανοούμενους, στους υπανάπτυκτους Σλάβους και στους «υπάνθρωπους» Ρομά.

Η οργάνωση
Ο χαρισματικός ηγέτης τείνει να υποσκάπτει την αυτονομία των ενδιάμεσων στρωμάτων (οργανωσιακών, συνδικαλιστικών, επαγγελματικών) που εμποδίζουν την άμεση επαφή του με τα λαϊκά στρώματα, αφού είναι ο «πατέρας» του λαού ΤΟΥ. Ο Περόν, για παράδειγμα, κατάφερε να καταργήσει την αυτονομία των συνδικάτων που λειτουργούσαν ως αντίβαρο στην παντοδυναμία του. Ενα πιο πρόσφατο παράδειγμα στον χώρο της κομματικής οργάνωσης ήταν το ανδρεϊκό ΠαΣοΚ. Ενώ στα πριν της χούντας πελατειακά κόμματα οι τοπικοί προύχοντες/πάτρωνες είχαν σημαντική αυτονομία έναντι της κεντρικής κομματικής εξουσίας, στην πρώιμη ανδρεϊκή οργάνωση του ΠαΣοΚ τα μεσαία και κατώτερα στελέχη μετατράπηκαν σε υπαλλήλους ενός μαζικού κόμματος όπου κυριαρχούσε η βούληση του αρχηγού. Δεν υπήρχε σοβαρή εσωκομματική αντιπολίτευση, αφού ο κάθε υπουργός ή άλλος ισχυρός παράγοντας μπορούσε να αποπεμφθεί με ένα τηλεφώνημα.
Η λαϊκή βάση
Σε αυτό το τρίτο επίπεδο τα κοινωνικά στρώματα που προσφέρουν ευνοϊκό έδαφος για λαϊκιστικές κινητοποιήσεις είναι συνήθως όλοι αυτοί που βρίσκονται στο περιθώριο, καθώς και αυτοί που δεν έχουν «φωνή», που δεν παίζουν ρόλο στην ενεργό πολιτική αρένα. Για παράδειγμα, τα προπολεμικά λαϊκιστικά αγροτικά κινήματα στις ΗΠΑ στράφηκαν εναντίον των τραπεζών και του οικονομικού κατεστημένου των πόλεων. Με τη ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη τεχνολογικά εξελιγμένες μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις περιθωριοποίησαν έναν μεγάλο αριθμό μικροπαραγωγών. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε στα μεσοπολεμικά Βόρεια Βαλκάνια. Στη Βουλγαρία, π.χ., ο χαρισματικός ηγέτης Σταμπολίσκι κατόρθωσε να κινητοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού εναντίον των εμπόρων και του μοναρχικού κατεστημένου (τέτοιου είδους μαζικές κινητοποιήσεις δεν παρατηρούμε στη μεσοπολεμική Ελλάδα).
Περνώντας τέλος στον τωρινό λαϊκισμό του Τραμπ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατόρθωσε να κινητοποιήσει, κυρίως αλλά όχι μόνο, τους λευκούς βιομηχανικούς εργάτες στη λωρίδα των «σκουριασμένων» βιομηχανιών των βορειοδυτικών Πολιτειών. Οσο για την Ευρώπη σήμερα, ο ακροδεξιός εθνολαϊκισμός έχει ως βάση τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, καθώς και όλους αυτούς που είναι εναντίον των φυλετικά διαφορετικών, των προσφύγων (που υποτίθεται πως παίρνουν τις θέσεις εργασίας των ντόπιων), του κοσμοπολιτισμού κ.τ.λ.
Δεν χρειάζεται να τονίσω πως τις τρεις διαστάσεις με τη βοήθεια των οποίων ανέπτυξα τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκισμού (ιδεολογία, κομματική δομή, κοινωνική βάση) δεν τις βρίσκουμε μαζί σε όλα τα λαϊκιστικά κινήματα. Με άλλα λόγια, η παραπάνω θεωρητική κατασκευή αποτελεί αυτό που ο Max Weber αποκάλεσε «ιδεώδη τύπο». Γιατί στην πραγματικότητα κάθε λαϊκιστικό κόμμα/κίνημα/καθεστώς αποτελεί ένα μείγμα από λαϊκιστικά και μη λαϊκιστικά στοιχεία σε ένα πλαίσιο όπου τα πρώτα υπερτερούν.

Νέα εργαλεία
Η πιο επεξεργασμένη θεωρία περί αριστερού λαϊκισμού (παγκοσμίως γνωστή και δημοφιλής σε κύκλους της αριστερής διανόησης) είναι αυτή του Ernesto Laclau. Ο αργεντινός στοχαστής είχε ασχοληθεί στο πρώιμο έργο του με τη θεωρία του λαϊκισμού. Πιο πρόσφατα επανήλθε αντλώντας εννοιολογικά εργαλεία από τη σημειολογία.
Πολύ συνοπτικά, ο Laclau ξεκινά με την έννοια των (λαϊκών) απαιτήσεων. Αυτές συγκροτούνται σε δύο τύπους «αλυσίδων». Η μία είναι ένα σύνολο απαιτήσεων τις οποίες το κατεστημένο μπορεί να ικανοποιήσει σταδιακά, με ρεφορμιστικό τρόπο (π.χ., πρώτα η απαίτηση για ψήφο και μετά αυτή για κοινωνικές παροχές). Η δεύτερη αλυσίδα εμπεριέχει απαιτήσεις που πρέπει οι ελίτ να τις ικανοποιήσουν όλες μαζί (π.χ., απαιτήσεις που προέρχονται συνδυαστικά από διάφορες ομάδες, ομάδες που διαφοροποιούνται με βάση τη φυλή, το φύλο, την οικονομική ανέχεια, την πολιτική καταπίεση κ.τ.λ.). Σε αυτή την περίπτωση, οι ελίτ αδυνατούν να διαχειριστούν τις αλληλοσυνδεόμενες πιέσεις. Αυτό απειλεί σοβαρά το status quo. Δημιουργεί μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του κατεστημένου και του λαού –του «λαού» με την έννοια πως περνάμε από μια μάζα σε ένα λαϊκό, συγκροτημένο σύνολο. Σε έναν σχηματισμό ατόμων που αποκτούν μια ταυτότητα που διαμορφώνεται σταδιακά μέσα από το λαϊκό κίνημα. Οταν και αν αυτό εδραιωθεί, εγκαθιδρύεται μια μεταολιγαρχική ηγεμονία (π.χ., η πρώιμη περονική διακυβέρνηση).
Είναι κυρίως οι οπαδοί του Laclau που προσπάθησαν να διαχωρίσουν τη θεωρία του από τον εθνολαϊκισμό τύπου Λεπέν. Η λεγόμενη «Σχολή του Πανεπιστημίου του Essex» κάνει έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ του «αντιδραστικού» και του «προοδευτικού» λαϊκισμού. Ο πρώτος είναι ρατσιστικός και δίνει προτεραιότητα στην κουλτούρα και στις ταυτότητες, ενώ ο δεύτερος δίνει έμφαση σε προβλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης.
Κατά τη γνώμη μου όμως, και οι δύο λαϊκισμοί έχουν αρνητικά στοιχεία. Αυτό είναι προφανές αν ξεχωρίσει κανείς την πρώτη από τη δεύτερη φάση του λαϊκιστικού γίγνεσθαι. Ο αριστερός/προοδευτικός λαϊκισμός τύπου Laclau χαρακτηρίζεται αρχικά από έναν δημοκρατικό προσανατολισμό. Δηλαδή σπάει το μονοπώλιο εξουσίας ενός ολιγαρχικού κατεστημένου και αμβλύνει τις ανισότητες: δίνει «φωνή» στους περιθωριοποιημένους, τους εντάσσει εντός της ενεργού πολιτικής αρένας. Στη δεύτερη φάση όμως, με την οποία ο Laclau δεν ασχολείται σοβαρά, παρατηρούμε τη θεσμοποίηση ενός αυταρχικού καθεστώτος που οδηγεί σε οικονομικό αδιέξοδο. Ετσι στη Λατινική Αμερική χαρισματικοί ηγέτες λαϊκιστικού προσανατολισμού όταν πήραν την εξουσία βοήθησαν τις οικονομικά αδύναμες τάξεις κατά «αντιπαραγωγικό» τρόπο. Για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή φράση, «έδωσαν ψάρια στον λαό χωρίς να τους μάθουν να ψαρεύουν». Ετσι ο Τσάβες και κατόπιν ο Μαδούρο, π.χ., σπατάλησαν τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας χωρίς να ακολουθήσουν ένα σχέδιο ένταξης των λαϊκών στρωμάτων στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Συμπερασματικά, ο λαϊκισμός δεν είναι ένα συμπαγές, ομοιόμορφο σύνολο που μένει το ίδιο ανεξαρτήτως πλαισίου. Προσπάθησα να δείξω την πολυπλοκότητα του λαϊκιστικού φαινομένου εξετάζοντάς το σε τρία επίπεδα. Σε αυτά της ιδεολογίας, της κομματικής οργάνωσης και της λαϊκής βάσης. Παρ’ όλη την πολυπλοκότητα όμως, υπάρχει σε όλους τους λαϊκισμούς ένα κοινό σημείο: το δίπολο λαός-κατεστημένο που αμβλύνει το δίπολο εργασία-κεφάλαιο. Κατά τη γνώμη μου, για την ανάλυση κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού στο πλαίσιο της τωρινής παγκοσμιοποίησης, απαιτούνται και οι δύο προσεγγίσεις. Και αυτή των ταξικών και αυτή των λαϊκιστικών συγκρούσεων. Απαιτείται επίσης μια προσέγγιση που δεν εξετάζει μόνο την πρώτη φάση της εξέλιξης ενός λαϊκιστικού κινήματος αλλά και την επόμενη. Δηλαδή τη φάση όπου λαϊκιστές ηγέτες παίρνουν την εξουσία και ακολουθούν πολιτικές που οδηγούν σε οικονομικό αδιέξοδο και πολιτικό αυταρχισμό.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ