Την περασμένη εβδομάδα είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες στο πλαίσιο του Μνημονίου που συμφωνήθηκε η ΤτΕ και το υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζουν οδικό χάρτη εξόδου της χώρας από τα capital controls με σταδιακή χαλάρωση των μέτρων και καταληκτική ημερομηνία τα τέλη του 2018. Δηλαδή τριάμισι χρόνια μετά την επιβολή τους αντί του τριμήνου – εξαμήνου που είχε προβλεφθεί αρχικά.
Οπως επισημαίνεται, για να γίνει εφικτή η άρση τους θα πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις: η επιστροφή των καταθέσεων, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ρύθμιση του χρέους, η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), η έξοδος του Δημοσίου στις αγορές.
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, η Ελλάδα, αν οι συνθήκες το ευνοούν, θα μπορούσε δοκιμαστικά να επιχειρήσει επιστροφή στις αγορές το προσεχές φθινόπωρο. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να τα βρουν ΔΝΤ και Ευρωπαίοι (δηλαδή το Βερολίνο) για το χρέος, που σημαίνει ότι κάποιος από τους δύο πρέπει να υποχωρήσει πολιτικά. Το πιθανότερο είναι να είναι το Ταμείο, το οποίο στη συνέχεια θα πρέπει να κάνει Μελέτη Βιωσιμότητας του Χρέους και να την περάσει από το διοικητικό του συμβούλιο.
Μετά θα πρέπει η ΕΚΤ να φτιάξει τη δική της μελέτη, με βάση την οποία να γίνουν τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα για το QE. Τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να ξαναπροσφέρει στην αγορά τα 5ετή ομόλογα που έβγαλε τον Απρίλιο του 2014 και τα οποία λήγουν τον Απρίλιο του 2019. Αν οι συνθήκες στην αγορά είναι ευνοϊκές, τον Σεπτέμβριο θα μπορούσε να σηκώσει 1-2 δισ. ευρώ.
Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα στο να επιτευχθούν οι άλλες δύο προϋποθέσεις: τα «κόκκινα» δάνεια και η επιστροφή των καταθέσεων, καθώς κοινός παρανομαστής για την επιτυχία τους είναι η βελτίωση του κλίματος στην οικονομία. Διότι για μεν τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια που είναι τα μεγάλα ποσά, για να προχωρήσουν οι τράπεζες σε «κούρεμα» θα πρέπει η επιχείρηση μετά το «κούρεμα» να γίνει βιώσιμη. Ομως για να σταθεί στα πόδια της θα πρέπει να υπάρχει ζήτηση. Με την αγορά να παραπαίει, ακόμα και μετά το «κούρεμα», οι περισσότερες επιχειρήσεις θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα και θα συνεχίσουν να μην είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τον μειωμένο δανεισμό τους.
Για δε τις καταθέσεις, αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που αναφέρονται στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Δελτίο του ΣΕΒ, σύμφωνα με τα οποία το 2016 το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, που βρίσκεται σε αρνητικό επίπεδο από το 2013 εξαιτίας της κρίσης, μειώθηκε κατά 9,4%. Οπως επισημαίνεται, αυτό σε συνδυασμό με την αύξηση που παρατηρείται στην ιδιωτική κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ, σημαίνει ότι ξοδεύουμε 10,6 δισ. ευρώ παραπάνω από τα εισοδήματά μας. Χωρίς αποταμίευση δεν αυξάνονται οι καταθέσεις και δεν γίνονται επενδύσεις. Και χωρίς επενδύσεις δεν αυξάνεται η παραγωγικότητα και τα εισοδήματα.
Ομόνος τρόπος λοιπόν για να αρθούν τα capital controls είναι να αλλάξει το κλίμα στην οικονομία. Και αυτό θα αλλάξει μόνο αν γίνουν επενδύσεις. Και για να γίνουν, θα πρέπει η κυβέρνηση να φροντίσει να διαμορφώσει συνθήκες που να μπορούν να έλθουν κεφάλαια και όχι να λέει ο υπουργός Οικονομίας ότι για το Ελληνικό δεν μπορεί να υπάρξει αυστηρό χρονοδιάγραμμα παράδοσης γιατί καθυστερούν οι ανεξάρτητες αρχές και η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει κάτι!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ