Οι Ελληνες μπορεί και να είναι ο λαός που φροντίζει τα παπούτσια του περισσότερο από όλους τους άλλους. Το είχα προσέξει από παλιά, το προσέχω όποτε ταξιδεύω στο εξωτερικό. Συχνά, στον ευρωπαϊκό Βορρά κυρίως, παρατηρώντας τους ανθρώπους στον δρόμο, είχα την αίσθηση πως τα παπούτσια που φορούσαν ποτέ δεν τα είχαν σκουπίσει, καθαρίσει, πλύνει ή γυαλίσει. Στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Αγγλία και αλλού, συναντούσα άνδρες και γυναίκες κομψά ντυμένους, με υποδήματα στραβοπατημένα, σκονισμένα, γρατσουνισμένα και φθαρμένα.
Παραφωνίες στο σύνολο της εμφάνισής τους. Και στην Κίνα είδα ακριβοντυμένους γιάπηδες να μπαινοβγαίνουν στα γραφεία τους ίδιοι με μοντέλα από περιοδικά, εικόνα που όμως κατέρρεε με το που κατέβαζες τα μάτια σου στα πόδια τους. Θα αναρωτηθείτε τώρα, με τι ασχολείται ο άνθρωπος, όμως ρωτώ κι εγώ: Εσείς δεν το έχετε προσέξει; Δεν σας έχει κάνει εντύπωση; Και αν ναι, πώς εξηγείτε αυτή την αντίφαση, το ως τον αστράγαλο κούκλα και από εκεί και κάτω άσ’ τα να πάνε;
Για τα παλιοπάπουτσα του εξωτερικού, εξήγηση δεν έχω. Για τα φροντισμένα, τα δικά μας, μπορεί και να έχω. Η οποία εξήγηση ταιριάζει ταμάμ στη μετά Πάσχα περίοδο που αρκετά από τα εν Ελλάδι βαφτιστήρια κυκλοφορούν φορώντας στα πόδια τους τα δώρα που τους αγόρασαν οι νονοί τους. Ανατρέχω στις φωτογραφίες του ’30, του ’40, ακόμη και του ’50, εκεί κρύβεται το γιατί: Παιδιά που παίζουν, πηγαίνουν στο σχολείο ή εργάζονται ξυπόλυτα. Οχι μόνο παιδιά. Η φτώχεια των ανθρώπων φαίνεται στην ξυπολυσιά τους. Το παπούτσι που μπόρεσαν να φορέσουν όταν η ζωή τους κάπως βελτιώθηκε ήταν σπουδαίο πράγμα. Το είχαν περί πολλού, γι’ αυτό και το φρόντιζαν. Ετσι, το έθιμο που θέλει τον νονό μία φορά τον χρόνο να παπουτσώνει τον ανάδοχό του δεν μπορεί να μη συγκινεί.
Θυμάμαι κι εγώ, που μεγάλωσα σε ένα σπίτι που είχε τη δυνατότητα να μας αγοράζει καινούργια υποδήματα περισσότερες από μία φορές τον χρόνο (ο πατέρας μου, όμως, είχε μεγαλώσει ξυπόλυτος στο χωριό), πώς μας μάθαιναν να τα προσέχουμε, να τα καθαρίζουμε, να τα γυαλίζουμε. Με εκείνες τις αλοιφές μέσα στα πλακέ κουτάκια, που μύριζαν έντονα… Και που αν ξεχνιόσουν και έτριβες το πρόσωπό σου την ώρα που τις χρησιμοποιούσες γινόσουν σαν τα λουστράκια στις ελληνικές ταινίες. Αφθονοι δεν ήταν παλαιότερα οι λούστροι στους δρόμους της Αθήνας; Ιδού άλλη μία απόδειξη της σημασίας που δίναμε στο περιποιημένο παπούτσι. Και τι περίεργο, λούστροι υπάρχουν ακόμη, λίγοι μεν, αλλά υπάρχουν! Επειδή ακόμη φροντίζουμε τα παπούτσια μας;
Στην πραγματικότητα τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Εβαλε η Αννα τα πανβρώμικα αθλητικά του γιου της στο πλυντήριο και όταν ο μικρός τα είδε πεντακάθαρα και αστραφτερά έπεσε να πεθάνει. «Τι μου έκανες;». «Τι σου έκανα;». «Κατέστρεψες τα παπούτσια μου!». Επειδή, της εξήγησε, όλο το κόλπο με αυτά τα παπούτσια (θυμάστε τις ελβιέλες;) είναι να τα αφήσεις να παλιώσουν και να βρωμίσουν, αν γίνεται να σκιστούν και λίγο. Τρελάθηκε η νοικοκυρά μάνα! «Αναθρέφω έναν ρακοσυλλέκτη!».
Υπερβολές. Απλώς, τα νέα παιδιά μεγαλώνουν αλλιώς. Με τα παπούτσια τους, με τα ρούχα τους… Επομένως, δεν τα εκτιμάνε όπως τα εκτιμούσαμε εμείς, τότε που μια βόλτα στο Μινιόν ή στον Λαμπρόπουλο ήταν το γεγονός της χρονιάς. Είναι, εξάλλου, και θέμα μόδας. Παλιά, όταν λύνονταν τα κορδόνια μας, τα ξαναδέναμε. Τώρα κυκλοφορούν με τα κορδόνια επίτηδες λυτά, χωρίς μάλιστα –από αυτό καταλαβαίνεις πως είναι πιο εξελιγμένη γενιά από εμάς –
να τα πατάνε και να πέφτουν! Το ίδιο κάνει και ο κλοσάρ γιος της φίλης μου. «Τον ρωτώ: «Δεν σιχαίνεσαι; Ολη τη βρώμα του δρόμου μού φέρνεις μέσα στο σπίτι με αυτά τα καταπατημένα γλιτσοκόρδονα!» και μου απαντά: «YOLO!». Με ένα YOLO καθαρίζει!».
Εκείνης, πάντως, της απαγόρευσε να ξανακαθαρίσει τα παπούτσια του. Βεβαίως, η νονά του εξακολουθεί να του αγοράζει το εορταστικό ζευγάρι του. Και ο ίδιος, κοτζάμ γάιδαρος, στα 13 του χρόνια, εξακολουθεί να το περιμένει –δηλαδή πηγαίνει μαζί της για να διαλέξει. Ο,τι και να λέμε, καθαρά ή βρώμικα, ακόμη τα παπούτσια είναι για τον Ελληνα δώρο ψυχής. Κοιτώ κι εγώ τις παιδικές φωτογραφίες μου, με κάτι λουστρίνια που επάνω τους καθρεφτιζόταν ο ουρανός –τόσο γυαλισμένα ήταν –και γλυκαίνομαι.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Μαϊου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ