Επειτα από επτά χρόνια ύφεσης και επαναλαμβανόμενων κρίσεων ασυνέχειας και αναξιοπιστίας, η ελληνική οικονομία μπορεί να προσβλέπει αντικειμενικά σε καλύτερες μέρες.
Εχει επιτύχει μοναδική στα παγκόσμια οικονομικά χρονικά δημοσιονομική προσαρμογή και διά αυτής ακόμη μεγαλύτερη διαρθρωτική παρέμβαση.
Το κράτος έχει περιορίσει δραστικά τις δαπάνες του, έχει συγκρατήσει τις κύριες πηγές εξόδων του και συγκεκριμένα τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, όπως και τις δαπάνες του κοινωνικοασφαλιστικού τομέα μέσω της μείωσης των συντάξεων.
Οι δύο αυτές πηγές συγκροτούν το 80% των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και μέχρι πρότινος θεωρούνταν λόγω του πολιτικού κόστους ανελαστικές.
Επιπλέον, η ελληνική οικονομία μπορεί να προσβλέπει σε έλεγχο των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, μέσω της υπεσχημένης ρύθμισής του από εταίρους και δανειστές.
Δηλαδή στο σκέλος των δαπανών έχουν διαμορφωθεί προϋποθέσεις ελέγχου σε μακροπρόθεσμη βάση, υπό τον όρο πάντα ότι το πολιτικό σύστημα δεν θα επαναλάβει τα ίδια καταστροφικά λάθη και δεν θα θελήσει να υπονομεύσει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια.
Αντιστοίχως μέσω της εσωτερικής υποτίμησης έχει επηρεασθεί καθοριστικά το κόστος παραγωγής, όπως και έχουν ξεφουσκώσει οι αξίες τόσο των ακινήτων όσο και των μετοχών.
Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία έχει προσεγγίσει χαμηλότερη βάση, η χώρα έγινε εν πολλοίς φθηνότερη και μπορεί να διαθέτει προϊόντα ή να παρέχει υπηρεσίες σε ανταγωνιστικότερες τιμές.
Ακόμη η μακροχρόνια κρίση αναπροσανατόλισε τους πολίτες, οι περισσότεροι απηλλάγησαν από την κρατικοδίαιτη λογική, προσανατολίστηκαν περισσότερο προς την ιδιωτική πρωτοβουλία, στηρίζονται πια σε ίδιες παρά σε δάνειες δυνάμεις, και οι διασωθείσες επιχειρήσεις επίσης ανέλαβαν πρωτοβουλίες, νοικοκυρεύτηκαν, έχουν σε μεγάλο βαθμό εξυγιανθεί και πλέον μπορούν να προσβλέπουν σε περισσότερες ευκαιρίες προόδου και ανάπτυξης.
Μάλιστα, αν στη συνέχεια οι κυβερνήσεις, η σημερινή και οι επόμενες, υπηρετήσουν πραγματικά τη συντελεσθείσα διαρθρωτική μεταβολή, ανοίξουν τις αγορές και υποστηρίξουν τις μεταρρυθμίσεις, κερδίσουν δηλαδή τη μάχη της σταθερότητας και της αξιοπιστίας, τότε υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι τα επόμενα δύο – τρία χρόνια μπορούν να διαμορφωθούν προϋποθέσεις για μια νέα ελληνική οικονομική άνοιξη, αντίστοιχη εκείνης της δεκαετίας του ’60.
Είναι η μόνη περίπτωση να πιάσουν πραγματικά τόπο οι πρωτοφανείς σε καιρό ειρήνης θυσίες του ελληνικού λαού.
Και αυτή είναι η μεγάλη ευθύνη της κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Να τιμήσουν δηλαδή την προσπάθεια και το βάρος που σήκωσαν στις πλάτες τους σχεδόν αγόγγυστα οι έλληνες πολίτες και να προσφέρουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις ότι δεν θα επαναλάβουν τα ίδια λάθη.
Μέσα στον ορυμαγδό της μακράς κρίσης η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να επιτύχει το άλμα που νομοτελειακά συνοδεύει μια καταστροφή. Ενα άλμα δημιουργίας και προόδου που όλοι μπορούν να υπηρετήσουν.
Αρκεί να καθοδηγούνται άπαντες από πατριωτική ευθύνη και αγάπη προς τον πολύπαθο ελληνικό λαό.