ΟΠΩΣ έχω πολλές φορές τονίσει από αυτές τις στήλες, μια βασική αδυναμία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος είναι ότι, για διάφορους ­ ιστορικούς κυρίως ­ λόγους, η κοινωνία πολιτών είναι εξαιρετικά καχεκτική. Αυτή η καχεκτικότητα παίρνει τη μορφή ενός αυθαίρετου, δεσποτικού κράτους και ενός κομματικοκρατούμενου πολιτικού συστήματος μέσα στο οποίο τα στενά γραφειοκρατικά – κομματικά συμφέροντα υπερισχύουν συστηματικά των γενικών/καθολικών συμφερόντων του πολίτη. Και είναι ακριβώς η βασική ανισορροπία δύναμης μεταξύ κράτους και κοινωνίας πολιτών που εξηγεί γιατί η πλειονότητα των Ελλήνων καταπιέζεται και ταλαιπωρείται βάναυσα από μια τερατώδη γραφειοκρατία που έχει κύριο σκοπό τη διευρυμένη αναπαραγωγή της, από ένα δικαστικό σύστημα του οποίου οι τυχόν υπέρ του πολίτη αποφάσεις αγνοούνται από το κράτος και από ένα διεφθαρμένο κύκλωμα ιδιωτικών και κομματικο-γραφειοκρατικών συμφερόντων που συστημικά απομυζά τους κρατικούς πόρους.


Οσο για τις πολυάριθμες προσπάθειες ορθολογικοποίησης του κρατικού Λεβιάθαν ­ από την εποχή της περίφημης Επιτροπής Langrod στη δεκαετία του ’50 ως τις προσπάθειες διοικητικής μεταρρύθμισης που έγιναν στη Μεταπολίτευση ­ όλες ανεξαιρέτως ναυάγησαν για έναν πολύ απλό λόγο: ο φορέας που διαμόρφωνε τις προτάσεις διοικητικής αλλαγής δεν είχε πολιτική δύναμη, δεν είχε τη δέουσα αυτονομία από το κομματικό και διοικητικό σύστημα που υποτίθεται ότι θα μεταρρύθμιζε. Με απλά λόγια, Γιάννης κερνούσε και Γιάννης έπινε: ο μεταρρυθμιστής φορέας, έχοντας τη βάση του στον κομματικο-κρατικό χώρο και όχι σ’ αυτόν της κοινωνίας των πολιτών, αργά ή γρήγορα μετατρεπόταν σε έναν επιπλέον παρασιτικό οργανισμό της δημόσιας διοίκησης· ενώ οι τυχόν ριζοσπαστικές προτάσεις του ή ευνουχίζονταν ή πήγαιναν κατευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων.


Πολύ φοβούμαι ότι ο θεσμός του συνηγόρου του πολίτη, του λεγομένου «όμπουτσμαν», μπορεί να έχει την ίδια τύχη. Γιατί αντιμετωπίστηκε, όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά και από την αντιπολίτευση, σαν ένα «ξένο» σώμα που πρέπει όχι να συμμορφώσει αλλά να συμμορφωθεί στις ανάγκες/απαιτήσεις αναπαραγωγής του γραφειοκρατικοκομματικού κατεστημένου. Ετσι, όταν στο τέλος του περασμένου χρόνου το σχέδιο για τη δημιουργία του όμπουτσμαν συζητήθηκε στην κυβερνητική επιτροπή θεσμών, «πέντε υπουργοί διαφώνησαν με τη δημιουργία ενός παντοδύναμου, αυταρχικού μοντέλου που θα εξουσιάζει τους πάντες» («Καθημερινή», 24.12.1996). Και όταν πριν από λίγες ημέρες το σχέδιο νόμου συζητήθηκε στη Βουλή, βουλευτές και από τα δύο μεγάλα κόμματα εναντιώθηκαν στην πρόταση εκλογής του συνηγόρου από μια ενισχυμένη πλειοψηφία του Κοινοβουλίου. Ετσι ο νόμος που τελικά ψηφίστηκε καθορίζει ότι ο όμπουτσμαν δεν θα εκλέγεται αλλά θα διορίζεται από την κυβέρνηση (ο ρόλος της Βουλής θα είναι απλώς συμβουλευτικός).


Αυτό βέβαια σημαίνει ότι το πρόσωπο που θα αναλάβει τον νέο οργανισμό δεν θα έχει το κύρος και την απαραίτητη αυτονομία για να λειτουργήσει σωστά. Δηλαδή για να λειτουργήσει όχι ως ένας υψηλόβαθμος υπάλληλος της κυβέρνησης, αλλά ως ένας αυστηρός κριτής του κυβερνητικού έργου στον χώρο της δημόσιας διοίκησης και ως φρουρός των δικαιωμάτων του πολίτη από τις τυχόν αυθαιρεσίες όχι μόνο της κρατικής γραφειοκρατίας αλλά και των υπουργών που την ελέγχουν πολιτικά.


Οι λόγοι που αναφέρθηκαν για τον ευνουχισμό του νέου θεσμού έχουν, όπως θα το περίμενε κανείς, έναν καθαρά φορμαλιστικό χαρακτήρα: το Σύνταγμα δεν προβλέπει την εκλογή ενός τέτοιου είδους δημόσιου προσώπου από τη Βουλή! Αν όμως λάβει κανείς υπόψη του ότι η εκλογή του συνηγόρου από το Κοινοβούλιο ενισχύει από κάθε άποψη το δημοκρατικό μας πολίτευμα καθώς επίσης ότι το γενικό πνεύμα του Συντάγματος όχι μόνο δεν απαγορεύει αλλά ενθαρρύνει μέτρα ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος, τότε γίνεται εμφανές ότι η υπόθαλψη του θεσμού οφείλεται σε ουσιαστικούς λόγους, δηλαδή στην αντίδραση του πολιτικού/κομματικού κατεστημένου σε κάθε προσπάθεια αλλαγής στη σχέση δύναμης μεταξύ κράτους και κοινωνίας πολιτών. Με άλλα λόγια, αν υπήρχε πολιτική βούληση, τα τυπικά, νομοτεχνικά εμπόδια θα ξεπερνιόνταν και θα θεσπιζόταν η εκλογή και όχι ο διορισμός του συνηγόρου του πολίτη.


Δεν θα ασχοληθώ εδώ με πιο λεπτομερειακές διατάξεις του νόμου που περιορίζουν και υποβαθμίζουν περαιτέρω την αποτελεσματική λειτουργία του όμπουτσμαν. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν πια μεγάλη σημασία όταν η βασική προϋπόθεση της αυτονομίας του θεσμού δεν υπάρχει πια. Οπως υποστήριξα σε ένα προηγούμενο άρθρο μου αναφορικά με τον όμπουτσμαν, η αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού προϋποθέτει ένα πλαίσιο όπου ο ουσιαστικός έλεγχος του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με τη δημόσια διοίκηση και τους πολίτες, δεν θα γίνεται μόνο από το ίδιο ή από την «κοινή γνώμη»· θα γίνεται από έναν οργανισμό που θα έχει και αυτονομία από την κυβέρνηση και (σε αντίθεση με την κοινή γνώμη) ειδικές γνώσεις και εξουσίες στον συγκεκριμένο αυτόν χώρο.


Βέβαια όλα δεν εξαρτώνται από το νομικό πλαίσιο. Μεγάλη σημασία έχει επίσης η προσωπικότητα που τελικά θα επιλέξει η κυβέρνηση ­ καθώς επίσης και η βούληση του Πρωθυπουργού να υποστηρίξει τον συνήγορο στο έργο του, ακόμη και αν αυτή η υποστήριξη οδηγήσει σε σύγκρουση με το κομματικό κατεστημένο. Αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι, όσο οι πολιτικές ηγεσίες και τα κόμματα γενικά δεν αποφασίζουν να «θυσιάσουν» ένα μέρος των εξουσιών που έχουν εις όφελος ενός «τρίτου» τομέα που δεν θα λειτουργεί ούτε με βάση το ιδιωτικό κέρδος ούτε με βάση την κομματική λογική, θα πρέπει να ξεχάσουμε και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος.


Οσο για την τωρινή κυβέρνηση, που νοιάζεται για την προώθηση μιας κεντροαριστερής λύσης στα προβλήματα του ύστερου καπιταλισμού, πρέπει να αντιληφθεί ότι τα προβλήματα αυτά (είτε έχουν σχέση με τη δημόσια διοίκηση είτε με την παιδεία, την ανεργία, το κοινωνικό κράτος κλπ.) δεν μπορούν να λυθούν πια με κρατικιστικές μεθόδους. Αν ο σοσιαλδημοκρατικός κρατικισμός έπαψε να λειτουργεί στη Δυτική Ευρώπη μετά την οικονομική κρίση του 1974, ακόμη λιγότερο θα μπορέσει να λειτουργήσει σήμερα σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου η κρατική μηχανή είναι και διεφθαρμένη και τελείως ανίκανη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του 21ου αιώνα. Και αν η νεοφιλελεύθερη λύση που βλέπει την αγορά σαν το μαγικό κλειδί για τη λύση όλων των προβλημάτων είναι λανθασμένη, άλλο τόσο λανθασμένη είναι η προοπτική που εναποθέτει όλες τις ελπίδες υπέρβασης των σημερινών δυσκολιών στο κράτος. Το κεντροαριστερό όραμα της επίτευξης οικονομικής ευημερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικής ελευθερίας μέσα στον καπιταλισμό θα έχει ελπίδες επιτυχίας μόνο όταν γίνει κοινή συνείδηση, ιδίως στη χώρα μας, ότι χρειάζεται να καταπολεμηθεί ενεργά η ανισορροπία δύναμης μεταξύ κράτους και πολίτη. Η ανανέωση της Αριστεράς σήμερα είναι αδιανόητη αν δεν προωθηθούν λύσεις που θα αποφεύγουν και τη νεοφιλελεύθερη λύση της εμπορικοποίησης των πάντων και τον παλαιοσοσιαλδημοκρατικό κρατισμό.


Δυστυχώς ο μόλις ψηφισθείς νόμος για τον συνήγορο του πολίτη ενισχύει την κρατικοκομματική λογική εις βάρος της κοινωνίας πολιτών, εις βάρος δηλαδή ενός τρίτου τομέα που θα λειτουργεί μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού χώρου. Από αυτή την άποψη υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ο νέος θεσμός απλώς να απορροφήσει οικονομικούς πόρους (προσθέτοντας ακόμη έναν παρασιτικό, «μεταρρυθμιστικό» οργανισμό στους ήδη υπάρχοντες) χωρίς να προσφέρει ουσιαστικό έργο. Το ότι (με την εξαίρεση μερικών κινήσεων πολιτών) ούτε η κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ ούτε οι «εκσυγχρονιστές» μέσα στα κόμματα έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τον θεσμό του συνηγόρου του πολίτη δείχνει για μία ακόμη φορά το δημοκρατικό έλλειμμα του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος.