Οι σχέσεις χούντας και Εκκλησίας αποτελούν ένα από τα κύρια σημεία συζήτησης και αντιπαράθεσης όποτε προκύπτει θέμα σχέσεων κράτους και Εκκλησίας. Παρά το γεγονός ότι η δικτατορία παρενέβη στο εσωτερικό της Εκκλησίας με αρκετά επιθετικό τρόπο, η διοικούσα Εκκλησία απέφυγε να επιτεθεί στη δικτατορία και στα κείμενά της εγκωμίαζε τις αποφάσεις και τις μελλοντικές διακηρύξεις: «Πολλά είναι αναμφίβολα τα σημεία τα άξια εξάρσεως εις τους προσφάτους βαρείς εις νόημα, εις ευγενείς οραματισμούς και αποπνέοντας ελληνοχριστιανικόν άρωμα λόγους του κ. Πρωθυπουργού». Από εκεί και πέρα, σε πρακτικό επίπεδο, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος συμμετείχε στις τελετές υπέρ του καθεστώτος την 21η Απριλίου (Παναθηναϊκό Στάδιο, Ακαδημία και Πανεπιστήμιο Αθηνών) και τελούσε δοξολογίες στον καθεδρικό ναό (σε μία εξ αυτών μάλιστα διάβασε και ειδική ευχή για τους κρατούντες), δείγμα στήριξης στο καθεστώς με ισχυρό συμβολισμό.
Υπήρχαν οφέλη που αποκόμισε η Εκκλησία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας; Ενα από τα σημαντικότερα ήταν ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, ο οποίος παραδόθηκε σε πανηγυρική συνεδρίαση της Ιεραρχίας τον Μάρτιο του 1969 με εκατέρωθεν εγκώμια. Γιατί όμως ο νέος Χάρτης ικανοποίησε τόσο την Εκκλησία; Σε εγκύκλιό της δημοσιευμένη λίγες μέρες πριν την πανηγυρική τελετή, η οποία και πάλι εγκωμίαζε το καθεστώς και τον Παπαδόπουλο, αναφέρονταν 15 σημεία τα οποία θεωρούνταν τα ευεργετήματα του νέου Χάρτη, μεταξύ αυτών το γεγονός ότι η Εκκλησία μπορούσε στο εξής να ρυθμίζει σχεδόν όλα της τα ζητήματα με αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου χωρίς την παρέμβαση του κράτους. Στο οικονομικό πεδίο η κύρια επιτυχία της Εκκλησίας ήταν η εισαγωγή των κληρικών στο μισθολόγιο του Δημοσίου από 1/7/1968. Η Εκκλησία θεώρησε τον α.ν. 469 «περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδας» μεγάλη επιτυχία και ευχαρίστησε τον Παπαδόπουλο, διότι έλυσε ένα χρονίζον ζήτημα για την Εκκλησία κατά τον καλύτερο τρόπο. Από την άλλη μεριά το καθεστώς χρησιμοποίησε την Εκκλησία σε διάφορες περιστάσεις. Ενδεικτικότερο παράδειγμα αυτής της ιδιοποίησης είναι όταν η Εκκλησία κλήθηκε και ακολούθως κάλεσε και η ίδια τα μέλη της να συμμετάσχουν στα «δημοψηφίσματα» της χούντας προκειμένου να επικυρωθούν τα νέα, κατ’ επίφαση Συντάγματα, του 1968 και του 1973.
Οι εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ τους αποτυπώνονται αρχικά σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί πεδίο της ηθικής, της ηθικοποίησης της κοινωνίας, με ένα περιεχόμενο εμφανώς θρησκευτικό και δη Ορθόδοξο και με έμφαση στη νεολαία και στην Παιδεία, όπως ο τακτικός εκκλησιασμός των μαθητών που «συνδράμει στην ενίσχυση του ελληνοχριστιανισμού» μεταξύ άλλων. Επιπλέον, σε συνεργασία με αρκετά υπουργεία έγινε από το 1967 προσπάθεια να πραγματοποιούνται οι γιορτές των Αγίων των συντεχνιών και να δημιουργηθούν και άλλες. Με πρωτοβουλία του υπουργείου Εργασίας, π.χ., αποφασίστηκε να τελείται Θεία Λειτουργία την Πρωτομαγιά παρουσία εργοδοτών και εργαζομένων. «Δημιουργήθηκαν» νέοι Αγιοι συντεχνιών όπως ο Αγιος Μάρτυρας Ανδρόνικος για τους τραπεζικούς υπαλλήλους, ο Αγιος Ζήνων για τους ταχυδρομικούς, η Αγία Ειρήνη για τη Σχολή Χωροφυλακής, ενώ κατεβλήθη προσπάθεια ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου να προσλάβει πέρα από εθνικό και τον δέοντα εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Ολα αυτά αναφέρονται από τον Ιερώνυμο ως το έργο που άφησε ως Αρχιεπίσκοπος. Από εκεί και ύστερα το πεδίο της ιδεολογίας και το δίπολο αντικομμουνισμός – ελληνοχριστιανισμός είναι το δεύτερο πεδίο όπου εντοπίζονται οι εκλεκτικές συγγένειες. Ο Αρχιεπίσκοπος το 1969 παρίσταται στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών σε μνημόσυνο οργανωμένο από τη ΓΣΕΕ «υπέρ των υπό των κομμουνιστών σφαγιασθέντων εργατών», ενώ τον Αύγουστο του 1970 μαζί με τον Παττακό και τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων επισκέφθηκε τον Γράμμο και το Βίτσι. Η Εκκλησία δεν παραλείπει βέβαια να τιμωρεί ιερείς για ιδεολογικά παραπτώματα, όπως ενδεικτικά το 1969 ιερέα της Μητρόπολης Τριφυλίας για το «ειδεχθές έγκλημα» της παραδοχής κομμουνιστικών φρονημάτων με αργία ενός έτους και στέρηση αποδοχών έξι μηνών.
Μελετώντας κανείς τις σχέσεις της χούντας με την Εκκλησία διαπιστώνει ότι η Εκκλησία ιδιοποιείται το καθεστώς προκειμένου να επιτύχει ορισμένους στόχους τόσο στο εσωτερικό της (διοικητικούς, οικονομικούς) όσο και ως προς την κοινωνία (ηθικοποιητικούς). Από την άλλη, το καθεστώς ιδιοποιείται την Εκκλησία για την αναπαραγωγή της ιδεολογίας του, αλλά και της ηθικής τάξης που το ίδιο επιδιώκει να επιβάλει, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να δρα ως ιδεολογικός μηχανισμός του καθεστώτος, μέσω της αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, ιδεολογία με την οποία συμφωνεί (σχέσεις αμοιβαίας ιδιοποίησης). Αλλωστε όπως ο ίδιος ο Ιερώνυμος ισχυριζόταν, τα πιο σημαντικά πράγματα που πέτυχε η Εκκλησία μέχρι σήμερα εκ μέρους του κράτους τα πέτυχε σε ανώμαλες περιόδους. Βέβαια, εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, όπως φαίνεται, μεταξύ χούντας και Εκκλησίας δεν αναδύονται σχέσεις ψυχρού και αμοιβαίου συμφέροντος μόνο, αλλά και βαθύτερες εκλεκτικές συγγένειες, ιδίως στα πεδία της ηθικοποίησης και της θρησκειοποίησης της κοινωνίας, αλλά και της ιδεολογίας, με κύριο πεδίο συνάντησης τον αντικομμουνισμό και τον ελληνοχριστιανισμό.
Ο κ. Αλέξανδρος Σακελλαρίου είναι διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ