«Κάθε δήλωση από υψηλόβαθμους αξιωματούχους των ΗΠΑ ότι η Ελλάδα είναι ένα πολύτιμο κομμάτι στρατηγικού εδάφους και η Δύση πρέπει, επομένως, να συνεχίσει να συναλλάσσεται με το καθεστώς –το οποίο γενικά θεωρείται παράνομο και αντιδημοκρατικό –γίνεται πάντα αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον Τύπο (τόσο της πολιτικής Δεξιάς όσο και της Αριστεράς) προκειμένου να παρουσιάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ένα έθνος που έχει ξεπουλήσει τις δημοκρατικές του αρχές στην τιμή μιας ναυτικής βάσης». Αυτό διαπίστωνε, με απογοήτευση, η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (United Nations Information Service) στην Αθήνα, ενημερώνοντας την Ουάσιγκτον τον Ιούλιο του 1973. Από τη δημιουργία της United States Information Agency, επί προεδρίας Αϊζενχάουερ, η συγκεκριμένη υπηρεσία αποτελούσε βασικό πυλώνα της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας, με κομβικό ρόλο στον σχεδιασμό των προπαγανδιστικών δράσεων και στην υλοποίηση των διμερών προγραμμάτων εκπαιδευτικών και πολιτιστικών ανταλλαγών.
Στην ίδια έκθεση, η USIS συνόψιζε τους βασικούς στόχους της αμερικανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, στους ακόλουθους άξονες: Πρώτον, στην προβολή των Ηνωμένων Πολιτειών ως «ισχυρού και αξιόπιστου» εταίρου στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας και, συνακόλουθα, στην αποδοχή από την ελληνική κοινή γνώμη της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο ελληνικό έδαφος, και ιδιαίτερα της παρουσίας του Εκτου Στόλου. Δεύτερον, στην προώθηση στην ελληνική κοινή γνώμη της αντίληψης ότι η αμερικανική κοινωνία καθώς και η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερο δυναμισμό και προοδευτικό πνεύμα. Τρίτον, στην εμπέδωση της αντίληψης ότι η ελληνική πορεία προς τον εκσυγχρονισμό μπορούσε να έχει ως πρότυπο τους αμερικανικούς θεσμούς και τα αμερικανικά επιτεύγματα στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική και εκπαιδευτική σφαίρα.
Σημαντικό κομμάτι της προσπάθειας της USIS να βελτιωθεί η εικόνα των ΗΠΑ στην Ελλάδα επικεντρώθηκε στο ζήτημα της ετεροδικίας, το οποίο η αμερικανική πλευρά αξιολογούσε ως κομβικό στοιχείο του αντιαμερικανικού λόγου στον ελληνικό Τύπο. Στο πλαίσιο αυτό, η USIS συνιστούσε στα μέλη της αμερικανικής αποστολής να επιλέγουν την οδό της ελληνικής δικαιοσύνης από το να διακινδυνεύουν μια «εικόνα «αμερικανικής κατοχής»».
Ωστόσο, η USIS δεν μπορούσε παρά να διαπιστώσει ότι τα μέλη της ελληνικής πνευματικής ελίτ απέφευγαν τις προσωπικές επαφές με αμερικανούς αξιωματούχους, όπως και τη συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις υπό την αμερικανική αιγίδα «ως μορφή διαμαρτυρίας γι’ αυτό που ερμηνεύεται ως υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ προς το ελληνικό καθεστώς». Το φαινόμενο αυτό ήταν εντονότερο στις τάξεις των νέων και ιδίως των φοιτητών, οι οποίοι αποτελούσαν έναν σημαντικό κοινό-στόχο για την αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα.
Οπως μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό, η νεολαία και ο φοιτητικός κόσμος αντιπροσώπευαν μια προνομιακή ομάδα για την ανάδειξη των «δυνητικών ηγετών» της χώρας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής και η σφυρηλάτηση «δικτύων επιρροής» με αυτήν αποτελούσε βασικό στόχο στον αμερικανικό σχεδιασμό τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Οι αντιφάσεις και οι αστοχίες στη σύλληψη και στην υλοποίηση των σχετικών ενεργειών καθίστανται προφανείς την περίοδο της δικτατορίας.
Στη διάρκεια της επταετίας οξύνονται οι αντιφάσεις που χαρακτήριζαν την αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, αντιφάσεις που απέρρεαν από την ταυτόχρονη επιδίωξη μη συμβατών μεταξύ τους στόχων, όπως ήταν η προώθηση του αντικομμουνισμού αφενός και του κοινωνικού, πολιτισμικού εκσυγχρονισμού αφετέρου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αμερικανική πλευρά ένιωθε την ανάγκη να κινηθεί με προσοχή στο πεδίο της πολιτιστικής διπλωματίας επιδιώκοντας, αφενός, να «ενθαρρύνει την αλλαγή» στο πνευματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο και, αφετέρου, να διασφαλίσει εκείνο το επίπεδο καλής σχέσης με το καθεστώς και την ελληνική διοίκηση που θα της επέτρεπαν να φέρει εις πέρας τις δραστηριότητές της. Ηλπιζε επίσης ότι τα προγράμματα πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ανταλλαγών θα μπορούσαν να προσφέρουν δίαυλο επικοινωνίας των ΗΠΑ με τους αντιδικτατορικούς κύκλους και να προσφέρουν στους τελευταίους εκείνη την προετοιμασία που θα τους επέτρεπε να συμβάλουν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. Εκφραζόταν ακόμη η εκτίμηση ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία δεν θα «έμπαιναν σε κίνδυνο» οι καλές σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τους «μελλοντικούς ηγέτες» της μεταδιδακτορικής Ελλάδας. Παράλληλα, οι αμερικανοί αξιωματούχοι πίστευαν πως η προώθηση έργων από τη σύγχρονη αμερικανική πολιτιστική παραγωγή θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες προκειμένου να εμπεδωθεί μια θετική εικόνα της Αμερικής μεταξύ των προοδευτικών στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας. Οι παραστάσεις του Καρόλου Κουν, που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα εκδηλώσεων της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης το διάστημα 1967-1968, με τη συνεργασία της USIS, και ήταν αφιερωμένες στη σύγχρονη αμερικανική δραματουργία, θεωρήθηκαν ως ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, αναγνωριζόταν ρητά ότι οι όποιες τέτοιες πρωτοβουλίες θα έπρεπε να κινηθούν εντός ορίων προκειμένου να μη θιγεί η σχέση «καλής συνεργασίας» με τη χούντα και με τη γραφειοκρατία της.
Συνολικά, την περίοδο της δικτατορίας η προτεραιότητα της διασφάλισης των στρατηγικών και στρατιωτικών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι των υπόλοιπων στόχων παραπέμπει σε μια παραγνώριση από την πλευρά της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας, της αλληλεπίδρασης των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν την εικόνα των ΗΠΑ για την ελληνική κοινή γνώμη και σε μια υποτίμηση της δυναμικής του ελληνικού αντιαμερικανισμού.
Η κυρία Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάσκουσα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ