«Η πολιτική, οι διασκεδάσεις, η ηθική κ.λπ. δεν έχουν καμιά σχέση με αυτό που μας απασχολεί. Αν άθελά μας όλα αυτά γλιστρήσουν μέσα στη θεατρική πράξη, θα πρέπει να διωχθούν μέχρι που κάθε ίχνος τους να σβήσει: είναι σκουριές καλές για να φτιαχτούν ταινίες, τηλεόραση, κινούμενα σχέδια, φωτορομάντζα –α! υπάρχει ένα νεκροταφείο για αυτές τις παλιές σακαράκες».
Αλλά δεν πά’ να λέει ο Ζενέ! Εδώ βασιλεύει η ευσέβεια για τις σακαράκες. Και δεν είναι ανάγκη να επιλέξεις τη στάση της χριστιανικής προσευχής με τα μάτια και το κεφάλι χαμηλωμένο σαν τον Μητσοτάκη στον Επιτάφιο, διότι, λέει πάλι ο Ζενέ, «αν διαλέξεις αυτή τη στάση μπορεί να έρθει ο Θεός και να σου καθίσει στον σβέρκο».
Αν δεν σου έχει ήδη καθίσει, προσθέτω. Οχι εν τη δόξη Του, αλλά στην καθημερινή μικρόνοια των αντιπροσώπων του. Και φυσικά, όχι μόνο των παπάδων.
Ποιον Θεό λοιπόν συνεχίζει να εκδικείται μετά θάνατον ο ασεβέστατος Εντουαρντ Αλμπι με τις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του, που είδα στο θέατρο οδού Κεφαλληνίας; Τους αμερικανούς παραγωγούς που απέρριψαν, το 1958, την Ιστορία του ζωολογικού κήπου του; Τους κριτικούς, που του χάρισαν αργότερα τρία βραβεία Pulitzer; Τη θετή μητέρα του με ένα «έργο εκδίκησης», που ήταν εκδίκηση απέναντι στον εαυτό του και στη σχιζοφρενική ικανότητά του να παρακολουθεί τον εαυτό του να ζει γράφοντας, όπως εξομολογείται ο ίδιος;
Ο Αλμπι θέλησε να εκδικηθεί τον χρόνο. Να συγκεντρωθεί «στον μεγαλύτερο όλεθρο: στο Τέλος». Να καταλάβει πως «όταν τα κύματα κάνουν τις μεγάλες συμφορές να υποχωρήσουν», τότε μόνο μπορείς να συγκεντρωθείς στο προκείμενο. Και τότε «το περνάς κι αυτό και βγαίνεις, όχι υπεράνω, φυσικά, αλλά σε κάποιου είδους άλλη πλευρά. Οχι στην «αντίπερα όχθη» που λένε οι ανόητοι, αλλά στο σημείο όπου μπορείς να σκέφτεσαι για τον εαυτό σου στο τρίτο πρόσωπο χωρίς να έχεις τρελαθεί».
Διότι υπάρχει μια τρελή διαφορά την οποία ο Αλμπι αποδίδει με μια σατανική ταυτολογία: «Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του να ξέρεις ότι πρόκειται να πεθάνεις και του να ξέρεις ότι πρόκειται να πεθάνεις». Τότε, και αυτή είναι και η τελευταία ατάκα που λέει η Μπέτυ Αρβανίτη στον ρόλο της γηραιάς μητέρας: «Οταν ξυπνάω και αρχίζω να σκέφτομαι για τον εαυτό μου με αυτόν τον τρόπο, σαν να είμαι παρατηρητής, νιώθω ότι είμαι πεθαμένη, αλλά ταυτόχρονα συνεχίζω να σκέφτομαι και αναρωτιέμαι ποια έχει πεθάνει, εγώ ή εκείνη που σκέφτομαι;».
Εχω τη γνώμη ότι αυτή η οντολογική αβεβαιότητα που δυναμιτίζει την καρτεσιανή βεβαιότητα του «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» βάζει και τα θεμέλια του ερωτήματος: «πώς υπάρχω;» εφόσον μπορεί να σκέπτομαι τον εαυτό από τη μεριά του νεκρού. Οπότε και το «εγώ σκέπτομαι», «δεν σκέπτεται εγώ».
Αυτό που χάρηκα στην παράσταση, που σκηνοθέτησε ο Αρης Τρουπάκης, ήταν η ενίσχυση των ανταποκρίσεων ανάμεσα στα τρία πρόσωπα (η νέα, η μεσήλιξ και η γριά) και η συγχώνευσή τους υπό την τελείωση του χρόνου, σε ένα Πρόσωπο (τον Χρόνο), ξένο προς την τριμερή του υπόσταση (η νέα, η μεσήλιξ, η γριά). Ενα πρόσωπο, που για αυτό οφείλει να ενσαρκωθεί από τρία διαφορετικά πρόσωπα, τριών διαφορετικών ηλικιών, τριών διαφορετικών συμπεριφορών, όπως τα πρόσωπα στην ταινία του Αλέν Ρενέ «Ο θείος από την Αμερική». Και εκεί είμαστε οι άλλοι. Οταν πεθάνουμε, πεθαίνουν και οι άλλοι μαζί μας.
Οι τρεις ψηλές γυναίκες θέτουν η κάθε μία ξεχωριστά το ερώτημα «Τι θέλει η γυναίκα;» και προφανώς την απάντηση δίνει η ερασιθάνατη Σίβυλλα του Πετρώνιου: «θέλει να πεθάνει». Ισως αυτό να είναι το προνόμιο των γυναικών: «Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή. Οταν όλα έχουν γίνει, όταν σταματάμε. Οταν μπορούμε να σταματήσουμε». Η διαπίστωση της γριάς γυναίκας –που ήξερε να ιππεύει στη νεότητά της –δεν σημαίνει άραγε ότι τώρα καβαλικεύει τον ατίθασο χρόνο και μπορεί να τον σταματήσει;
Η Μπέτυ Αρβανίτη, στην τριακονταετή, υψηλή θητεία της στο θέατρο οδού Κεφαλληνίας, από τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρας φον Καντ» μέχρι τις «Τρωάδες Σήμερα», πολεμά με αυτές τις τρεις περσόνες. Η Μαρία Κεχαγιόγλου σε εκείνη την «κορυφή του βουνού», της μέσης ηλικίας, ζει την πιο ευτυχισμένη στιγμή της, στο τώρα. Και η Νεφέλη Κουρή περιμένει σε ένα μέλλον αυτές τις ευτυχισμένες στιγμές (της καριέρας της; της ζωής της;).
Καντρίλιες λοιπόν με τη ζωή (το τρίπτυχο του Χρόνου) όπου το αρσενικό (ο καθωσπρέπει γιος της γηραιάς κυρίας) δεν εμφανίζεται ποτέ, ενώ στη θέση του, στην καρέκλα απέναντι από τη μάνα, μοσχοβολά ένα μπουκέτο φρέζες. Καντρίλιες ή χορός του θανάτου;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ