Πολλές παραστάσεις, πλήθος ονομάτων (σκηνοθέτες, ηθοποιοί), περιοδείες εκτός Ελλάδας (Ιαπωνία, Αμερική), η ίδρυση της Νέας Σκηνής από τον Τάκη Μουζενίδη, αλλά και η επιστροφή του Μάνου Κατράκη και της Αννας Συνοδινού, το βάφτισμα του Νίκου Κούρκουλου, οι τολμηρές παραστάσεις του Σπύρου Ευαγγελάτου είναι από τα θετικά της θεατρικής επταετίας (1967 – 1974) στις κρατικές σκηνές της χώρας. Η απαγόρευση της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη στις τραγωδίες, το γεγονός ότι ο Αλέξης Μινωτής και η Κατίνα Παξινού έφυγαν από το Εθνικό, οι πολλοί και συνεχείς εορτασμοί των εθνικών εορτών (25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου αλλά και 21η Απριλίου), η εγκατάσταση σε διοικητικές θέσεις ανθρώπων ξένων προς τον χώρο του θεάτρου είναι ορισμένα αρνητικά εκείνης της εποχής. Ωστόσο, και αυτό το επισημαίνουν όσοι έζησαν από κοντά τις κρατικές σκηνές μετά το ’67, η χούντα δεν εκμεταλλεύθηκε τον χώρο του θεάτρου για να περάσει τα μηνύματά της.


Επί επταετίας το Εθνικό και το ΚΘΒΕ γνώρισαν παραστάσεις αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας, έργα του Σαίξπηρ και του Μολιέρου, αλλά και έργα Πιραντέλο, Τσέχοφ, Μπρεχτ και Ιονέσκο. Οι μεταφράσεις του Κώστα Βάρναλη και έργα του Κώστα Μουρσελά δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι ανήκαν στο ρεπερτόριο των κρατικών σκηνών. Την ίδια εποχή, όμως, το περιοδικό «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου έπαψε να εκδίδεται. Το ίδιο και η ετήσια έκδοση του Θεόδωρου Κρίτα, υπό τη διεύθυνση του Μάριου Πλωρίτη, ο οποίος έζησε στο Παρίσι τα χρόνια της επταετίας. Το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) ήταν από τα πρώτα που διέλυσε η χούντα, την άνοιξη του ’67. Τότε πρόεδρος ήταν ο Βασίλης Μεσολογγίτης. Το ΣΕΗ επανασυστάθηκε το 1974, με το Θ’ ψήφισμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος του καινούργιου Δ.Σ. ήταν ο Βασίλης Ανδρονίδης, με γραμματέα την Κίττυ Αρσένη.


«Ούτε αναγέννηση ούτε καταστροφή χαρακτηρίζει την πορεία του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ κατά τη διάρκεια της επταετίας», λέει ο Γιώργος Πάτσας, πρόεδρος σήμερα του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Ο γνωστός σκηνογράφος ανήκει μαζί με τον Σπύρο Ευαγγελάτο στη γενιά των καλλιτεχνών που ξεκίνησαν την πορεία τους στο θέατρο εκείνα τα χρόνια. «Η καλλιτεχνική δημιουργία», συνεχίζει, «είχε και τα θετικά και τα αρνητικά της, όπως όλες οι περίοδοι των κρατικών σκηνών. Θα έλεγα ότι έγιναν και τολμηρά εγχειρήματα εκείνη την εποχή, όπως για παράδειγμα η «Αλκηστις», σε σκηνοθεσία Ευαγγελάτου ή οι «Εκκλησιάζουσες», στο Κρατικό της Θεσσαλονίκης». Προσθέτει όμως και υπογραμμίζει ότι όσον αφορά τη δική του δουλειά και συνεργασία («ένας σκηνογράφος είναι συνήθως περαστικός από τον χώρο»), αλλά και όσον αφορά την αίσθηση που είχε όλα εκείνα τα χρόνια, «ούτε καταπίεση ούτε επέμβαση είχε σημειωθεί».


Σε αυτό συμφωνεί και ο Τάσος Ρούσσος, πολλές μεταφράσεις του οποίου είχαν παρουσιαστεί και εκείνα τα χρόνια. «Το μόνο περιστατικό που θυμάμαι», λέει, «ήταν τότε το ’68 με την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, επί Ευάγγελου Φωτιάδη στο Εθνικό· τότε τα κοστούμια του Παναγιώτη Μαντούδη κρίθηκαν «βαλκανικά» και απαγορεύθηκε η χρήση τους. Ο Μουζενίδης αρνήθηκε να ανεβάσει την παράσταση, με αποτέλεσμα να παρουσιασθεί το επόμενο καλοκαίρι στο Ηρώδειο, χωρίς την υπογραφή του σκηνοθέτη και με άλλα κοστούμια». Αυτό το περιστατικό κόστισε άλλωστε και στον τότε διευθυντή Ευάγγελο Φωτιάδη τη θέση του ενώ προκάλεσε και τη στρατιωτική αναδιαμόρφωση του θεατρικού σχήματος των κρατικών σκηνών.


Το 1969 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος (ΟΚΘΕ) με πρόεδρο τον στρατηγό Βασίλειο Παξινό, επικεφαλής του Εθνικού, του ΚΘΒΕ, της Λυρικής Σκηνής και του Αρματος Θέσπιδος ­ της κινητής θεατρικής μονάδας, για την οποία σημείωνε το 1971 ο Βασίλειος Φράγκος, διευθυντής του Εθνικού από το ’70: «Η συστηματική επέκταση στην περιφέρεια της χώρας της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του Εθνικού Θεάτρου στα πλαίσια του ΟΚΘΕ, με την δημιουργία της θεατρικής κινητής μονάδος του, δεν αποτελεί ένα θέμα στενά καλλιτεχνικό, αλλά ενέχει ευρύτερη εθνική σημασία. Διότι, την στιγμή κατά την οποία το Εθνος έχει αποφασιστικά εισέλθει στην τροχιά της κοινωνικής και οικονομικής αναπτύξεως, η άρση του χάσματος μεταξύ κέντρου και περιφέρειας αποτελεί ύψιστο χρέος».


Με το «Τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ, το ΚΘΒΕ «υποδέχτηκε» τους πραξικοπηματίες ενώ στην Αθήνα, την ίδια εποχή, το Εθνικό Θέατρο παρουσίαζε το έργο του Πιραντέλο «Ερρίκος Δ’». Ως την 21η Απριλίου καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ ήταν ο Σωκράτης Καραντινός. Αμέσως μετά στη θέση του διορίστηκε ο Γεώργιος Κιτσόπουλος, ένας άνθρωπος που, παρά το γεγονός ότι ήταν επιλογή των χουντικών, δεν δημιούργησε προβλήματα στη λειτουργία του θεάτρου, αντιθέτως συνέβαλε στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του ΚΘΒΕ και στην παραγωγή παραστάσεων «τολμηρών» για την εποχή εκείνη. Στην επταετία η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου άλλαξε επίσης και τον πρόεδρο Β. Τατάκη αντικατέστησε ο Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, τον αντιπρόεδρο Μιχ. Σακελλαρίου ο Ιωάννης Κοπανάς, τον γενικό γραμματέα Γ. Θ. Βαφόπουλο ο Δημήτρης Ζαφειρόπουλος.


Στην Αθήνα, τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, την οποία κατείχε ο Αλέξης Μινωτής (ο οποίος και επανήλθε στην ίδια θέση μετά τη Μεταπολίτευση) και ο Ηλίας Βενέζης ως το πραξικόπημα του ’67, κατέλαβε στη συνέχεια ο λογοτέχνης Ευάγγελος Φωτιάδης. Διευθυντής του δραματολογίου παρέμεινε ο Αγγελος Τερζάκης. Το ’70 τον διαδέχθηκε ο Βασίλειος Φράγκος· επί των ημερών του ανέβηκε το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Γαλιλαίος» με τον Στέλιο Βόκοβιτς, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, ενώ στη νεοϊδρυθείσα «Νέα Σκηνή» παρουσιάστηκαν, μεταξύ άλλων, έργα του Γιάννη Ρίτσου και του Παύλου Μάτεσι. Κύκνειο άσμα της δικτατορίας έμελλε να είναι η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη· η παράταση όμως ακυρώθηκε επειδή ο ανδρικός χορός έπρεπε να εγκαταλείψει την Επίδαυρο και τις πρόβες για να πάρει μέρος στη γενική επιστράτευση. Με τη Μεταπολίτευση το αρχαίο αργολικό θέατρο θα φιλοξενήσει παραστάσεις και του ΚΘΒΕ αλλά και του Θεάτρου Τέχνης, καταργώντας έτσι το μονοπώλιο του Εθνικού από το 1967 ως το 1974.