Πως ακριβώς «θα διαβάσει» το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, η οποία δεν είναι καθόλου εύκολη, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις επόμενες κινήσεις του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, αλλά παράλληλα και τον τρόπο με τον οποίο θα τον αντιμετωπίσουν φίλοι και αντίπαλοι.
Δεδομένης της προεκλογικής εκστρατείας που προηγήθηκε, ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν μπορεί να υπερηφανεύεται ότι κατήγαγε μία θριαμβευτική νίκη. Η πολιτική αντιπαράθεση διεξήχθη υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με τους αντιπάλους του να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα έκφρασης της άποψής τους, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης – και ιδιαίτερα η τηλεόραση – προέβαλε θετικά, αν όχι υπερθετικά, τις θέσεις του.
Παρ’ όλα αυτά, το Ναι έλαβε «μόλις» 51,4% των ψήφων. Ο αριθμός αυτός μπορεί να διαβαστεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα από την πλευρά που τον βλέπει κανείς. Ο Ερντογάν είπε ότι η διαφορά του Ναι από το Όχι ήταν 1,3 εκατομμύρια ψήφοι. Το ποσοστό αυτό όμως καθώς και η γεωγραφική κατανομή των ψήφων αποδεικνύουν μία χώρα βαθιά διχασμένη. Αυτό δεν πρέπει να ειδωθεί μόνο υπό το πρίσμα ότι τα παράλια και οι νοτιοανατολικές επαρχίες ψήφισαν Όχι και ότι η «βαθιά Ανατολία» βάφτηκε «κόκκινη» στα χρώματα του ΑΚΡ.
Ο Ερντογάν υπέστη «ήττα» ακόμη και στους κόλπους του ίδιου του ΑΚΡ. Η Κωνσταντινούπολη συνιστά περίπτωση μείζονος σημασίας, καθώς δεν είναι απλά η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, αλλά εκεί κατοικεί και σημαντικό κομμάτι των μορφωμένων «νεοαστών» του ΑΚΡ οι οποίοι γύρισαν την πλάτη σε αυτό που οι ίδιοι έκριναν ως κίνηση προς τον αυταρχισμό. Αν μάλιστα ο Ερντογάν αποφασίσει να κινηθεί σε ακόμη πιο αντιδυτική τροχιά (προκηρύσσοντας ενδεχομένως ένα δημοψήφισμα για την επαναφορά της θανατικής ποινής ή και για την πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων), δεν αποκλείεται η παραδοσιακή πηγή ψήφων του ΑΚΡ να τρωθεί κι άλλο.
Με ενδιαφέρον θα πρέπει επίσης να αναμένονται τα επόμενα βήματα τόσο της αντιπολίτευσης (ιδιαίτερα αν θα καταφέρει να διαμορφώσει μία ενιαία ατζέντα) όσο και της παραδοσιακής φρουράς του ΑΚΡ, στην οποία εντάσσονται οι Αμπντουλάχ Γκιουλ, Αχμέτ Νταβούτογλου και Μπουλέντ Αρίντς.
Η έκθεση των παρατηρητών του ΟΑΣΕ δεν ήταν αυτή που ανέμενε ο Ερντογάν. Εντόπισε σειρά προβλημάτων στην όλη διαδικασία της ψηφοφορίας και φυσικά απερρίφθη από την Άγκυρα. Παράλληλα, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), όπως φάνηκε από την αρχική κοινή δήλωση των Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ, Φεντερίκα Μογκερίνι και Γιοχάνες Χαν, όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με βάση το σχόλιο του εκπροσώπου του Στέητ Ντιπάρτμεντ, κινούνται με επιφυλακτικότητα απέναντι στη «νέα κατάσταση πραγμάτων» στην Τουρκία.
Οι «μεγάλοι παίκτες» αναμένεται να τηρήσουν για ένα διάστημα στάση αναμονής, ώστε να δουν «που θα καθίσει η μπίλια». Η κοινή πεποίθηση που υπήρχε ήδη πριν από το δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής ήταν ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα η επόμενη ημέρα στην Τουρκία θα είναι εξαιρετικά δύσκολη εξαιτίας της πολιτικής αλλά και οικονομικής αστάθειας. Ας μην περιμένουμε λοιπόν σπασμωδικές κινήσεις, εκτός αν ο Ερντογάν αποφασίσει να… τραβήξει κι άλλο το σκοινί.
Στα καθ’ ημάς, η Αθήνα παρατηρεί με πολύ μεγάλη προσοχή την κατάσταση. Η ελληνική πλευρά οφείλει να σκεφθεί «μακιαβελικά», από τη στιγμή μάλιστα που δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει την εσωτερική κατάσταση πραγμάτων στη γειτονική χώρα. Θεωρητικά, αν ο Ερντογάν ακολουθήσει μία πιο «εθνικιστική» πολιτική, η Θράκη, το Αιγαίο και η Κύπρος είναι τα τρία μέτωπα όπου αυτή θα μπορούσε να εκδηλωθεί.
Ωστόσο, ο βασικός κίνδυνος εντοπίζεται στην Κύπρο και στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Οι ενεργειακοί πόροι αλλά όχι μόνο (σσ. αξίζει να ενθυμούμαστε ότι η Κύπρος ήταν πάντοτε το «έπαθλο» των τούρκων εθνικιστών) θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον Ερντογάν σε απρόβλεπτες κινήσεις, ιδιαίτερα αν αποφασίσει να κλιμακώσει την αντιπαράθεσή του με την Ευρώπη.
Η Αθήνα δεν πρέπει όμως να παρασυρθεί και να εμπλακεί σε μία τέτοια αντιπαράθεση, προσφέροντας άλλοθι στους «μεγάλους» της Ευρώπης. Αντίθετα, οφείλει να κινηθεί σε δύο επίπεδα.
Πρώτον, να συζητήσει ρεαλιστικά και εις βάθος την πιθανή αναπροσαρμογή της «στρατηγικής εξημέρωσης του θηρίου» μέσω της ΕΕ, καθώς είναι σαφές ότι πλέον έχει φθάσει στα όριά της.
Δεύτερον, να εκμεταλλευθεί παράλληλα όσες ευκαιρίες υπάρξουν για στενότερη συνεργασία με την Ουάσιγκτον στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Τούτο όμως πρέπει να γίνει αποφεύγοντας «οράματα μικρομεγαλισμού» που κατά καιρούς έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε καταστροφικές ατραπούς. Καλώς ή κακώς, η Τουρκία δεν προβλέπεται να αποκλειστεί πλήρως από τους δυτικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς στο άμεσο μέλλον…